pappos2a

Το εξώφυλλο του «Hotel Living». Αδιαμφισβήτητη εκδοτική επιτυχία στις ΗΠΑ. (Photo credit: Iannis Delatolas)

Προδημοσίευση από την ελληνική έκδοση του «Hotel Living»

Εκείνο το βράδυ αντίκρισα το Μπέκγουεϊ, μαύρο, να μεγαλώνει σταδιακά από το κατάστρωμα του ferryboat που είχα πάρει στο Σεν Βίνσεντ. Τα φώτα του Πορτ Ελίζαμπεθ λαμπύριζαν καθώς τραβούσαμε γραμμή καταπάνω τους, στο πιο νότιο σημείο της Καραϊβικής. Είχε κάτι οικείο και σίγουρο η διαδρομή μας, που θύμιζε τον τρόπο με τον οποίο τα πλοία έφταναν χωρίς δυσκολία στο λιμάνι του νησιού μου, πίσω στην πατρίδα, περνώντας ανάμεσα από τα καΐκια ολόγυρά τους λες και αυτά δεν υπήρχαν ή δεν είχαν σημασία ή απλώς γνώριζαν την ακριβή θέση τους μέσα σε μια ασφαλή συνύπαρξη λόγω ρουτίνας. Δεν μπορούσα να θυμηθώ την τελευταία φορά που ένοιωθα τόσο κουρασμένος, άυπνος κι ευτυχισμένος.

Ο Έρικ έγερνε πάνω σε ένα σκουριασμένο φορτηγάκι που έμοιαζε με εκείνα τα σαράβαλα που κυκλοφορούσαν παλιά στο Πήλιο. Είχε παρκάρει στα πέντε μέτρα από το πορθμείο, με το ραδιόφωνο να παίζει και την πόρτα του οδηγού ορθάνοιχτη. Ήταν μαυρισμένος, φορούσε ένα μπλουζάκι και τζιν παντελόνι. Ξυπόλητος.

«Φέτα, εδώ!» φώναξε ο Έρικ. «Καλώς ήρθες».
«Νόμιζα πως μόνον εγώ σου μάθαινα ελληνικά», είπα χαμογελώντας πλατιά.
Μου ανακάτεψε τα μαλλιά και έσπρωξε το κεφάλι μου προς τα πίσω. «Ο προηγούμενος δεν είχε θήκη για κοστούμι. Άρα εσύ πρέπει να είσαι καλύτερος».
«Παπούτσια φορούσε;» ρώτησα, όπως έριχνα το σάκο μου στην καρότσα. «Ο θείος μου είχε το ίδιο αμάξι. Κακός μπελάς».
«Πρόσεχε. Θα σε φορτώσω κι εσένα στην καρότσα, κι είναι παλιόδρομος μέχρι την καμπίνα».

Ο αέρας φυσούσε ζεστός στα πρόσωπά μας, καθώς ο Έρικ άφηνε πίσω του το λιμάνι. Η θάλασσα, κατασκότεινη, βρισκόταν δυόμισι μέτρα στα δεξιά μου, συχνά λιγότερο, καθώς ο Έρικ άλλαζε κατεύθυνση, για να αποφύγει λακκούβες, αδέσποτα και πελώριες αράχνες. Λαγοκοιμόμουν όταν φτάσαμε στη Φεγγαρότρυπα, στο δυτικότατο άκρο του νησιού.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα μόνος μου, σε ένα δωμάτιο μέσα στη φύση. Τζάμια δεν υπήρχαν στα παράθυρα, ούτε πόρτα ανάμεσα στο δωμάτιο και τη βεράντα, μονάχα ανοίγματα στους πέτρινους τοίχους. Ρίζες δέντρων ξεπρόβαλλαν στη μέση του πατώματος και μια φωλιά πουλιού ήταν δίπλα σε ένα στρογγυλό άνοιγμα στην οροφή. Ξαπλωμένος ακόμη στο κρεβάτι, έπιασα το αεροπορικό εισιτήριο που φαινόταν κάτω από τα παπούτσια μου. Ο Έρικ είχε γράψει: «Έλληνα, καλωσόρισες στην Καμάρα! Έφτιαξα καφέ. Πες του Τζίβαν, εδώ δίπλα, αν χρειαστείς κάτι. Επιστρέφω το μεσημέρι, ε;»

Δεν μπορούσα να καταλάβω πού βρισκόμουν. Είχα ξυπνήσει σε μια ημιτελή, απομακρυσμένη, Τζέιμς Μποντ-National Geographic καμπίνα. Τι Καμάρα;

Χρειαζόμουν καφέ, επειγόντως. Βγήκα στη βεράντα και το ξέχασα. Μεγάλα πουλιά διέγραφαν κύκλους στον ουρανό. Από κάτω, μπροστά μου, ολόγυρα, ωκεανός. Στα δεξιά μου, βράχια, από πάνω κι ανάμεσά τους δέντρα. Αριστερά, υπήρχαν κι άλλες καμπίνες, φτιαγμένες από γκρίζα πέτρα και κονίαμα, σε διάφορα επίπεδα, ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους. Οι τοίχοι τους δεν σχημάτιζαν γωνίες ούτε άκρες, παρά μονάχα καμπύλες, λες και ήταν προεκτάσεις του λόφου. Ένα ρίγος -λιγότερο για το πού βρίσκομαι και περισσότερο για το σε ποια εποχή βρίσκομαι- διέτρεξε το σώμα μου.

Info:
– Το βιβλίο του Ιoannis Pappos «Hotel Living» (εκδ. HarperCollins) θα το βρείτε στην αγγλική του έκδοση στα καταστήματα Public. Επίσης μπορείτε να το παραγγείλετε από το amazon.com.
– Στα ελληνικά, θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2016 από τις εκδ. Λιβάνης, σε μετάφραση Χρήστου Καψάλη.

Διαβάστε ακόμα: Ο Τάσος Φραντζολάς δημιούργησε στη Νέα Υόρκη το Νο1 προορισμό στον κόσμο για ηχητικά εφέ.

1 2

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top