Παρ’ όλες τις καλές ενδεχομένως προθέσεις και διακηρύξεις, οι σχέσεις της Ακαδημίας με την κοινωνία δεν ήταν ποτέ οι επιθυμητές. (Φωτογραφία: Nikos Libertas | SOOC)

Η Ακαδημία Αθηνών ιδρύθηκε, όπως διαβάζουμε στη σελίδα της στο διαδίκτυο, στις 18 Mαρτίου του 1926 ως Ακαδημία των Επιστημών, των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών. Τα πρώτα μέλη της ήταν διακεκριμένοι εκπρόσωποι της επιστήμης και της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας της εποχής: ο Φωκίων Νέγρης, ο Γεώργιος Χατζιδάκις, ο Σίμος Μενάρδος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γεώργιος Δροσίνης. Κύριος σκοπός της, σύμφωνα με τον Ιδρυτικό της Νόμο, είναι η καλλιέργεια και η προαγωγή των Επιστημών, των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών, καθώς και η επιστημονική έρευνα και μελέτη και η έκδοση γνωμοδοτήσεων, προτάσεων, αποφάσεων, κρίσεων για τη διαφώτιση και καθοδήγηση κρατικών οργάνων και αρχών.

Παρ’ όλες τις καλές ενδεχομένως προθέσεις και διακηρύξεις, οι σχέσεις της Ακαδημίας με την κοινωνία δεν ήταν ποτέ οι επιθυμητές. Οι πολίτες αισθάνονταν πάντα την Ακαδημία Αθηνών ως έναν συντηρητικό και αποκομμένο από τη σύγχρονη πραγματικότητα θεσμό, ενώ η Ακαδημία αρέσκεται να ενδύεται τον μανδύα της αυθεντίας και του θεματοφύλακα της παράδοσης που κανέναν πια δεν πείθει και από κανέναν δεν θεωρείται αναγκαίος. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, με τις εισδοχές νέων μελών και, πιο πρόσφατα, με την ανάληψη της προεδρίας της από τον Θανάση Βαλτινό πρόπερσι και τον Λουκά Παπαδήμο πέρυσι, φάνηκε μια τάση για ανανέωση και ένα πνεύμα εκσυγχρονισμού στους κόλπους του Ιδρύματος.

Η συνέντευξη του φετινού προέδρου της Ακαδημίας Αντώνη Κουνάδη, που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής 8 Απριλίου, δείχνει όμως πως μάλλον τίποτε δεν έχει αλλάξει. Ό,τι κυριαρχεί στη σκέψη του κ. Κουνάδη μοιάζει να είναι οι ποικίλης προέλευσης κίνδυνοι που απειλούν τη χώρα και η φθίνουσα πορεία της γλώσσας και της παιδείας μας, που ωστόσο μπορούν να αντιμετωπιστούν με «συνεννόηση, εθνική ενότητα και συστράτευση των απανταχού της γης συνελλήνων». Η άνοδος της Ακροδεξιάς, πάντως, και η βία των άκρων δεν φαίνεται να ανησυχούν ιδιαιτέρως τον Πρόεδρο, καθώς αποτελούν «περιορισμένης έκτασης φαινόμενα».


Διαβάστε ακόμα: Ναι, πειράζει που δεν μιλάμε σωστά την ελληνική!


Όσο κι αν πρόκειται για προσωπικές απόψεις του προέδρου της Ακαδημίας, που δεν εκφράζουν δηλαδή το Ίδρυμα, αξίζει, νομίζω, να σχολιάσουμε, έστω ακροθιγώς, τα σχετικά με την κατάσταση της γλώσσας μας σήμερα, η οποία υφίσταται, κατά τον κ. Κουνάδη, συνεχή κακοποίηση, ενώ η πορεία της κρίνεται φθίνουσα και οι νέοι χαρακτηρίζονται από αδυναμία εκφράσεως και σκέψεως, «πτωχότερο λεξιλόγιο, πτωχότερη σκέψη».

Τις πταίει; Οι συνήθεις ύποπτοι των τελευταίων δεκαετιών. Το Σύνταγμα του 1975, καταρχάς, που απάλειψε την προστασία για τη γλώσσα που εξασφάλιζε το προηγούμενο δημοκρατικό Σύνταγμα, του 1952. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 που κατάργησε τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η κατάργηση του πολυτονικού, φυσικά, το 1982, και «άλλα κατά της γλώσσας μέτρα», τα οποία όμως δεν περιγράφονται από τον πρόεδρο της Ακαδημίας.

Δεν έχω υπόψη καμία έγκυρη μελέτη που να αποδεικνύει ή να υποδηλώνει έστω πως η καθιέρωση του μονοτονικού έχει επιπτώσεις στον πλούτο και την ποιότητα της γλώσσας που χρησιμοποιείται από τους νέους.

Ομολογώ πως δεν γνωρίζω τη διάταξη του Συντάγματος του 1952 που διασφάλιζε την προστασία της γλώσσας· αυτό που έχω υπόψη μου είναι το περίφημο άρθρο 16 του Συντάγματος του 1975, το οποίο κατοχυρώνει τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Θεωρώ πάντως πως η προστασία της γλώσσας, γενικά, δεν είναι ζήτημα που μπορεί να ρυθμιστεί συνταγματικά. Επίσης δεν έχω υπόψη καμία έγκυρη μελέτη που να αποδεικνύει ή να υποδηλώνει έστω πως η καθιέρωση του μονοτονικού έχει επιπτώσεις στον πλούτο και την ποιότητα της γλώσσας που χρησιμοποιείται από τους νέους. Οι αντιρρήσεις για την κατάργηση του πολυτονικού που ακόμα και σήμερα διατυπώνονται εδράζονται κυρίως σε αισθητικά, συναισθηματικά και ιδιοσυγκρασιακά κριτήρια, τα οποία ελάχιστη συνάφεια έχουν με τη λεξιπενία που διακρίνει ο πρόεδρος της Ακαδημίας.

Όσο για το ζήτημα της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο, η οποία κατά τον κ. Κουνάδη με τη μεταρρύθμιση του 1976 καταργήθηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ας αρκεστούμε στην υπενθύμιση ότι αφενός δεν υπήρξε καμία κατάργηση στο Λύκειο, όπου η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής συνεχίστηκε αδιάπτωτα, και αφετέρου ότι και αυτή η κατάργηση στο Γυμνάσιο διήρκεσε δεκαέξι μόνο χρόνια, από το 1976 ως το 1992. Τα επόμενα είκοσι έξι χρόνια, ως σήμερα δηλαδή, οι μαθητές διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά από το πρωτότυπο, πολλές ώρες την εβδομάδα, και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Οι σημερινοί νέοι, λοιπόν, τη γλωσσική επάρκεια των οποίων ελεεινολογεί ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, έχουν διδαχθεί εντατικά στα σχολικά τους χρόνια και Ξενοφώντα και Θουκυδίδη και Σοφοκλή και Πλάτωνα και Αριστοτέλη.

Αν πράγματι η γλώσσα που χρησιμοποιούν χαρακτηρίζεται από λεξιπενία, διαπίστωση για την ακρίβεια της οποίας δεν είμαι βέβαιος, αλλού οφείλουμε τελικά να αναζητήσουμε την αιτία. Ίσως στη μέθοδο διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών που παραμένει ως σήμερα, σε γενικές γραμμές, ίδια με αυτήν που είχε προταθεί από τους φιλολόγους του 4ου αιώνα μ.Χ.. Ιδού ένα λαμπρό πεδίο επιστημονικής έρευνας και μελέτης για την Ακαδημία Αθηνών. Παράλληλα ίσως με την ολοκλήρωση του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής, η σύνταξη του οποίου ξεκίνησε το 1933 και βρίσκεται σήμερα στον έκτο τόμο, έχοντας καλύψει τα τέσσερα πρώτα γράμματα του αλφαβήτου – σχεδόν κι αυτά.

 

Διαβάστε ακόμα: Η Ελλάδα θα είναι ο πρώτος σταθμός στην Ευρώπη για το Architecture & Design Film Festival

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top