artworks-000034147230-oyb6gh-original


Η ταύτιση στη γαλλική γλώσσα του ονόματός τού Κοντορεβιθούλη (poucet) με τον αντίχειρά μας (pouce) παραπέμπει στην επιδεξιότητα με την οποία οι σημερινοί νέοι παίζουν, κυριολεκτικά, στα δάχτυλά τους τη γνώση και την επικοινωνία αξιοποιώντας τη σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία.

Λοιδωρούν πολλοί τους σημερινούς νέους πως ζουν και κινούνται σε μια παραπειστική εικονική πραγματικότητα. Λες και ήταν λιγότερο εικονικά τα φαντάσματα ‒πατρίς, θρησκεία, οικογένεια‒ που πλανιόνταν ως πριν από λίγο καιρό πάνω από τα κεφάλια μας, απαιτώντας να τραφούν και να ζωντανέψουν με το αίμα αγνώστων/ανωνύμων πολιτών. Παλιότερα, στις στρατιωτικές συρράξεις κι από ένα σημείο και μετά στους ακόμα πιο σκληρούς και αιμοδιψείς οικονομικούς πολέμους, που τώρα πια έχουν πάρει το πάνω χέρι.

Κουράστηκα, απηύδησα πια ν’ ακούω για τις θυσίες που δήθεν ανέλαβε με αυταπάρνηση να κάνει ο «ελληνικός λαός». Είναι το πιο ελεεινό και το πιο παραπειστικό σύνθημα απ’ όλα όσα ακούστηκαν τα τελευταία δίσεκτα χρόνια. Στον βωμό που έστησαν οι άρχοντές μας, προκειμένου να γαντζωθούν λίγο ακόμα αυτοί από την πλανεύτρα εξουσία, ασφαλώς και κανείς μας δεν προσήλθε θεληματικά, αποφασισμένος να ζήσει με λιγότερο από τα μισά απ’ όσα είχε προηγουμένως ή και να λιμοκτονήσει, μένοντας χωρίς δουλειά και στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Μας έσυραν εκεί με το ζόρι και με την πυγμή του κεντρικού διοικητηρίου τους. Του σκιάχτρου αυτουνού που δεν παύει να μας τρομάζει αλλά και που κατά περίπτωση ξέρει επίσης να μας κανακεύει. Και που πάντως διαρκώς χρειάζεται νέες αιματηρές θυσίες για να σταθεί στα τεχνητά ποδάρια του.

Συλλογικότητα το λέγανε αυτό, συνευθύνη ‒τρομάρα τους‒, εκεί που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά απαίτηση για παράδοση ψυχή τε και σώματι του εαυτού, της περιούσιας, δηλαδή, κατ’ εξοχήν αυθεντικής αυτής μονάδας στο εικονικό σύνολο και στα ιστορικά του δήθεν πεπρωμένα. Κι όσοι εξακολουθούν να τα λένε αυτά, τίποτα δεν χαμπαριάζουν από το ότι το συλλογικό έχει πλέον οριστικά δώσει τη θέση του στο συνδεσμικό, πέρα για πέρα εικονικό κι αυτό, αλλά και, ω, πόσο πιο προσηνές, ευμενές και ευπροσήγορο.

Το συνδεσμικό είναι πέρα για πέρα εικονικό κι αυτό, αλλά τόσο πιο προσηνές, ευμενές και ευπροσήγορο σε σχέση με το συλλογικό!

Η τελευταία αυτή παρατήρηση ανήκει στον Γάλλο επιστημολόγο και φιλόσοφο Michel Serres, από τους λίγους, τους ελάχιστους που έστησαν προσεχτικά το αφτί για ν’ ακούσουν τον ερχομό του καινούριου. Με συνεπήρε από την αρχή το σκεπτικό του και στρώθηκα να μεταφράσω την «Κοντορεβιθούλα», το τελευταίο ολιγοσέλιδο αλλά και τόσο πυκνό σε νοήματα πόνημά του. Γαλλικός τίτλος του διεισδυτικού δοκιμίου του Serres: Petite Poucette ‒ένα παιχνίδι με τις λέξεις και τα πράγματα, που, δυστυχώς, δεν μπορεί εύκολα να παιχτεί από τον Έλληνα αναγνώστη. Ας δώσουμε τις απαραίτητες εξηγήσεις.

Με μια σημαδιακή αλλαγή στο φύλο ‒θηλυκό προφανώς εδώ, ως φόρος τιμής προς τις απελεύθερες πλέον και όλο και πιο δημιουργικές γυναίκες‒ το βιβλίο παραπέμπει στο κοσμαγάπητο κλασικό γαλλικό παραμύθι Petit poucet – είναι ο δικός μας Κοντορεβιθούλης. Η τόλμη, η εφευρετικότητα και η καπατσοσύνη του Κοντορεβιθούλη έχουν εδώ μεταφερθεί ‒χάρη στην ταύτιση στη γαλλική γλώσσα του ονόματος του μικρού ήρωά μας (poucet – pouce) με τον αντίχειρά μας‒ στην επιδεξιότητα με την οποία οι σημερινοί νέοι παίζουν, κυριολεκτικά, στα δάχτυλά τους τη γνώση και την επικοινωνία, αξιοποιώντας συστηματικά όσο και απολαυστικά τη σύγχρονη ψηφιακή/ δικτυακή/ συνδεσμική τεχνολογία).

Serres

«Δεν θέλουμε τη συλλογικότητα που χτίζεται με τη σφαγή του άλλου ή και με την ίδια τη δική μας θυσία. Να ποιο είναι το μέλλον της δικής μας ζωής…» (Michel Serres, «Η Κοντορεβιθούλα» ‒μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ποταμός, σε μετάφραση του Δημήτρη Ποταμιάνου).

Στιβαρή αλλά και ευπρόσδεκτα παιγνιώδης, όπου χρειάζεται, η επιχειρηματολογία του διακεκριμένου επιστημολόγου (μέλους της Γαλλικής Ακαδημίας). Στηρίζεται στη διαπίστωση ‒για όσους ξέρουν και θέλουν να βλέπουν‒ πως στις μέρες μας έχουμε να κάνουμε με μια ριζική αλλαγή του γνωσιακού και επιχειρησιακού παραδείγματος. Όμοια, ούτε λίγο ούτε πολύ, με τις αλλαγές που σήμαναν η εισαγωγή της γραφής στ’ αρχαία χρόνια και του τυπογραφείου στην Αναγέννηση. Από εδώ και τα διαδοχικά εγκώμια της ζήτησης (έναντι της προσφοράς), της διασποράς και της ανακατωσούρας (έναντι της ταξινόμησης/ κατηγοριοποίησης), των πληθωρικών και ποικίλων ανθρώπινων φωνών, ακόμα και όταν καταλήγουν στην οχλαγωγία ‒σαφώς προτιμότερη πάντως αυτή από την ψυχρή και απαξιωμένη πλέον ειδημοσύνη‒ των δικτύων, της αμοιβαίας αξιολόγησης, της αλγοριθμικής/ διαδικαστικής πρακτικής (έναντι της γεωμετρικής αφαίρεσης και της αναλυτικής συλλογιστικής) κ.α.

Συναρπαστικά όλα αυτά, εκεί όμως όπου η επιχειρηματολογία του δοκιμίου απογειώνεται είναι όταν η Κοντορεβιθούλα ξεσπά λυτρωτικά, στρεφόμενη προς τους γονείς της: «Με αποπαίρνετε για τον εγωισμό μου, αλλά ποιος είναι αυτός που μου τον συνέστησε; Για τον ατομισμό μου, αλλά ποιός μου τον δίδαξε; Εσείς οι ίδιοι μπορέσατε ποτέ να τα βρείτε με τους άλλους; Ανίκανοι να ζήσετε σαν ζευγάρια, χωρίζετε… Οι όμιλοι στους οποίους ανήκατε παλιότερα αγωνιούν και σκορπίζουν: αδελφότητες όπλων, ενορίες, πατρίδες, συνδικάτα, οικογένειες, όλα σε διαρκή ανασύνταξη. Σταθερές μόνο μένουν οι ομάδες πίεσης… που ντροπιάζουν τη δημοκρατία…»

«Από αυτούς τους ομίλους με τις αφηρημένες ονομασίες που τα αιματοκυλίσματά τους υμνούνται στα βιβλία της Ιστορίας… σαφώς προτιμώ τη δική μας εγγενή εικονικότητα… που δεν ζητάει το θάνατο κανενός. Δεν θέλουμε πια οι όμιλοί μας να πήζουν με το αίμα. Δεν θέλουμε τη συλλογικότητα που χτίζεται με τη σφαγή του άλλου ή και με την ίδια τη δική μας θυσία. Να ποιο είναι το μέλλον της δικής μας ζωής, έναντι της δικής σας Ιστορίας και των πολιτικών σας του θανάτου».

Ένα καταληκτικό αγωνιώδες ερώτημα, που, όση αισιοδοξία κι αν αντλώ από τα τεκταινόμενα στην οικουμένη, προσωπικά με θλίβει και με αποκαρδιώνει. Οι θυσίες, λοιπόν, που απαιτούν οι σημερινοί αφεντάδες μας‒και που με τόση ευκολία και προθυμία τις λογαριάζουν ως τεκμήρια της σύνεσης και της γενναιοψυχίας του ελληνικού λαού‒ θα επιτρέψουν άραγε στις νέες γενιές μας να εκπληρώσουν το φιλήσυχο και γνησίως αλληλέγγυο αυτό όραμα;

 

Ο Δημήτρης Ποταμιάνος είναι Ομότιμος καθηγητής Επικοινωνίας και συγγραφέας.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top