Εξοχική κατοικία Λαναρά, αρχιτέκτων Νίκος Βαλσαμάκης.

Ζούμε σε εποχή μεγάλων αλλαγών. Η δύναμη των «big data» αναπροσανατολίζει την παραγωγή. Στην παιδεία –όταν μπορεί κάποιος να παρακολουθεί από τις Φιλιππίνες μαθήματα στο ΜΙΤ και να πιστοποιεί τη γνώση του– το μοντέλο της αλλάζει εκ βάθρων. Η «gig economy» εισάγει καινούργιους κανόνες στην αγορά εργασίας. Το Internet δίνει τη δυνατότητα στους κατοίκους των πιο απομακρυσμένων περιοχών του πλανήτη να έχουν πρόσβαση σε γνώση, πληροφορία, υγεία, τραπεζικές συναλλαγές.

Η λεγόμενη τέταρτη βιομηχανική επανάσταση είναι ήδη πραγματικότητα. Νέες έννοιες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική, οι βιοεπιστήμες, τα σύνολα δεδομένων, η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, η κωδικοποίηση του χρήματος και οι διαδραστικές σχέσεις όλων αυτών μεταξύ τους ανατρέπουν τα καθιερωμένα.

Η αρχιτεκτονική, αντίστοιχα, πλέει σε αχαρτογράφητα νερά, με την έννοια της μετάβασης από μία κατάσταση σήμερα όπου το κτίριο κατασκευάζεται και λειτουργεί με συμβατικούς τρόπους σε μια μελλοντική όπου θα υλοποιείται με άγνωστα σε μας δεδομένα, λόγω της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας –π.χ. το 3d printing στην κατασκευή κτιρίων κ.ο.κ.

Πολυκατοικία στην λεωφόρο Βασ. Σοφίας 86, αρχιτέκτων Νίκος Βαλσαμάκης.

Στην κοσμογονία που συντελείται αναρωτιέται κάποιος, τι άραγε θα συμβεί με την αρχιτεκτονική κληρονομιά του 20ου αι.; Αυτό που μέχρι χθες θεωρούσαμε πρωτοπορία κρίνεται πλέον διατηρητέο; Τι από το συνολικό απόθεμα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής αξίζει να προστατευθεί και να αναδειχθεί η ιστορική του αξία; Και με ποιο τρόπο;

Πλούσια παρακαταθήκη έχουν να παρουσιάσουν σχεδόν εκατό χρόνια εμπειρίας της μοντέρνας αρχιτεκτονικής που αναπτύχθηκε τις δεκαετίες του 1920, 1930 και ύστερα στην Ευρώπη, το ίδιο και στην Ελλάδα. Το μοντέρνο σε όλη τη διάρκεια του 20ου αι. διαφοροποιείται, εξελίσσεται, ανανεώνεται, αμφισβητείται, διατηρεί όμως σε σημαντικό βαθμό αμετάβλητη την ουσία του. Έτσι, αποκτά σχεδόν χαρακτηριστικά κανόνα, καθώς συν τω χρόνω τείνει να κατακτήσει τη διαχρονική διάσταση του κλασικού.

Η έννοια του ιστορικού κέντρου αποτελεί το θεμελιώδες γνώρισμα κάθε βιώσιμου πολεοδομικού σχηματισμού, για λόγους θεσμικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς.

Τόσο το μοντέρνο όσο και το κλασικό αποτελούν εκφράσεις ενός «διεθνούς στυλ», ας το ονομάσουμε έτσι, που άλλοτε επικράτησε με αυθεντικό τρόπο, ενώ άλλοτε πάλι πέτυχε την αρμονική συνύπαρξη με διαφορετικές από αυτό κουλτούρες. Αν δεχτούμε το κλασικό ως μια κατηγορία «εκτός χρόνου», θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι και το μοντέρνο μπορεί να θεωρηθεί υπό μια έννοια «κλασικό», καθότι το αντιλαμβανόμαστε όχι ως κάτι που ολοκλήρωσε τον κύκλο του, αλλά σε συνεχή ανατροφοδότηση που ακόμη σήμερα εξακολουθεί να μας συνεπαίρνει. Το μοντέρνο μοιάζει να αποτελεί έκφραση της δυναμικής έννοιας του κλασικού στην εποχή της νεωτερικότητας.

Πολυκατοικία Μιχαηλίδη, αρχιτέκτονες Πολύβιος Μιχαηλίδης, Θουκυδίδης Βαλεντής.

Ωστόσο, στο τέλος του προηγούμενου αιώνα – αρχές του 21ου, οι προσεγγίσεις πιθανής οργάνωσης του αρχιτεκτονικού χώρου αρχίζουν να διαφοροποιούνται σε σχέση με την «παραδοσιακή» αντίληψη. Μια τέτοια είναι το «σπάσιμο» του κανάβου και η χρήση ρευστών γεωμετριών, μια δεύτερη η διερεύνηση μοντέλων που παράγουν ενδιάμεσες, «τυχαίες» χωρικές σχέσεις που δεν κατατάσσονται ούτε ως «υπόλοιπο» ούτε ως «poche» κ.λπ.


Διαβάστε ακόμα: Το «κιτς» ως νεοελληνική φιλοσοφία ζωής


Παράλληλα, η σύγχρονη τεχνολογία εισάγει νέα δεδομένα. Σήμερα μιλάμε πλέον για «moving buildings» ή «kinetic architecture», κι αυτό είναι μόνον η αρχή. Ας μην μπούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες, όλα αυτά όμως επαναφέρουν το ζήτημα του «προφίλ», το οποίο αποτελεί θέμα στη συζήτηση της αρχιτεκτονικής από την εποχή της Αναγέννησης.

Κτήριο ΔΕΗ, αρχιτέκτων Κλέων Κραντονέλλης.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: Μπορεί να υπάρξει αρχιτεκτονική χωρίς «προφίλ», όπως αυτό παραδοσιακά το γνωρίζουμε; Μένει να απαντηθεί. Ίσως κάπου εδώ, λοιπόν, παρ’ όλη τη διαχρονικότητά του, να χαράσσεται η κόκκινη γραμμή του μοντέρνου –έστω με την πιο στενή έννοια του όρου– προς κάτι μελλοντικό και απροσδιόριστο.

Η ιστορικότητα των κέντρων τους και, κατά συνέπεια, η δυνατότητα ανάκλησης της μνήμης είναι αυτά που συνήθως μας γοητεύουν στις ευρωπαϊκές πόλεις. Το ότι η πόλη δηλαδή έχει κάτι να μας διηγηθεί, αφενός μέσα από την πολεοδομική της δομή και αφετέρου μέσω των κτιρίων της, προσφέροντας στον επισκέπτη ένα μοναδικό ταξίδι στο χρόνο. Η έννοια του ιστορικού κέντρου αποτελεί το θεμελιώδες γνώρισμα κάθε βιώσιμου πολεοδομικού σχηματισμού, για λόγους θεσμικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς.

Ωδείο Αθηνών, αρχιτέκτων Ιωάννης Δεσποτόπουλος.

Ας μην οδηγήσουμε στο πυρ το εξώτερο και τα αξιόλογα κτίρια του ευρύτερου μοντέρνου αποθέματος και μαζί το αρχιτεκτονικό και κοινωνικό τους στίγμα, το οποίο αποτελεί πολύτιμη ιστορική μαρτυρία.

Στον αντίποδα όλων αυτών, το πρόβλημα του «κέντρου» της Αθήνας είναι ακριβώς ότι στερείται ταυτότητας, καθώς αναπτύχθηκε χωρίς ισχυρό ιστορικό πυρήνα. Η ελληνική πρωτεύουσα δεν είναι σε θέση να μας ταξιδέψει στο παρελθόν της. Εδώ η ιστορική μνήμη είναι αδύναμη, σχεδόν κάθε απτό ίχνος της έχει ή κινδυνεύει να χαθεί. Το πρόβλημα βέβαια είναι παλιό. Ήδη στην πρώτη περίοδο της πόλης μας μετά το 1833 κατεδαφίστηκαν εκατοντάδες υστεροβυζαντινές εκκλησίες, μοναδικό αποτύπωμα της μετακλασικής ιστορικής μνήμης. Τα λίγα αξιόλογα δημόσια κτίρια που ανεγέρθηκαν –όπως η Βουλή, τα Ανάκτορα, η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, η Βιβλιοθήκη, το Αρχαιολογικό Μουσείο– δεν στάθηκαν ικανά να συγκροτήσουν έναν αναγνωρίσιμο και συνεκτικό αστικό κέντρο.

Πολύ αργότερα, στην μεταπολεμική Αθήνα, το κύριο βάρος της οικοδόμησης αφέθηκε στην ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία και στην αυθαίρετη στέγαση, με τα γνωστά αποτελέσματα. Το σύστημα της αντιπαροχής γιγαντώθηκε, ενώ ο ρόλος του κράτους περιορίστηκε σε μικρής κλίμακας έργα ή σε διορθωτικές παρεμβάσεις. Με μαζικό τρόπο, νεοκλασικά και παραδοσιακά κτίρια θυσιάστηκαν στο βωμό της οικοπεδοποίησης.

Το πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας μετά τη δεκαετία του ’70 πολύ λίγο θυμίζει πλέον την Αθήνα του Μεσοπολέμου, ο δε σημερινός χαοτικός σχηματισμός των περίπου τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων στο λεκανοπέδιο της Αττικής είναι ουσιαστικά μια σύγχρονη «μετάπολη» που καμία σχέση δεν έχει με τις υπόλοιπες ιστορικές πόλεις της Ευρώπης.

Αυτό που σήμερα έχει τελικά σημασία είναι να σωθεί ό,τι απέμεινε. Δίπλα στις υστεροβυζαντινές εκκλησίες, τα παραδοσιακά κτίσματα και τα νεοκλασικά, ας μην οδηγήσουμε στο πυρ το εξώτερο και τα αξιόλογα κτίρια του ευρύτερου μοντέρνου αποθέματος και μαζί το αρχιτεκτονικό και κοινωνικό τους στίγμα, το οποίο αποτελεί πολύτιμη ιστορική μαρτυρία.

Εστιατόριο Διόνυσος, αρχιτέκτονες Προκόπης Βασιλειάδης, Σάββας Κονταράτος, Γιώργος Μπογδάνος, Π. Βασιλάκης.

Στην Ελλάδα, δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί η συνείδηση και μάλλον ούτε το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο, για την προστασία και ανάδειξη των σημαντικών κτιρίων του 20ου αι., τα οποία ως σύγχρονα μνημεία ολοκληρώνουν την εικόνα της εθνικής μας ταυτότητας σε ό,τι αφορά τον κτιριακό μας πολιτισμό και γενικότερα. Βέβαια, καμία θεσμική ρύθμιση δεν πρόκειται ποτέ να βάλει τάξη στο δομημένο περιβάλλον αν δεν το επιδιώξει η ίδια η κοινωνία, η οποία αναπτύσσει τη δική της δυναμική και της οποίας το αρχιτεκτονικό προϊόν αποτελεί πολιτισμική αντανάκλαση.

Στις αρχές του 21ου αι., η πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπως και όλη η υπόλοιπη χώρα, ζει ακόμη με τις παθογένειες του προηγούμενου. Πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό «κακό» παράδειγμα του πώς η «ποιότητα» του χώρου, του δημόσιου και του ιδιωτικού, επιδρά στο κοινωνικό ήθος των πολιτών, στις ανθρώπινες σχέσεις, του πώς διαμορφώνει νοοτροπίες και εγκαθιστά στο συλλογικό υποσυνείδητο στερεότυπα, και αντίστροφα.

 

Διαβάστε ακόμα: Το νέο κέντρο «σύνθετων βιωμάτων» της ELPEN στα Σπάτα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top