Στην πρότασή μας για την εταρική ταυτότητα της “Νέας Οδού” και αντίστοιχα της “Κεντρικής Οδού” πειραματιστήκαμε με μια αρχιτεκτονική που διασταυρώνεται με ένα είδος “παρεμβατικής τέχνης” διεκδικώντας το ενδιαφέρον των πολιτών.

Στις μέρες μας εξελίσσεται μια συζήτηση που διαπραγματεύεται τα ζητήματα των κοινωνικών αναγκών διεθνώς, της ορθής χρήσης των πόρων, των αποφάσεων και χειρισμών, με γνώμονα το γενικό συμφέρον, εντέλει της μεταμόρφωσης της σύγχρονης αρχιτεκτονικής σε δημόσιο αγαθό.

Πάντα υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν ιδέες και προτάσεις που επεξεργάζονται δυνατότητες, ανοίγουν νέους δρόμους, ανιχνεύουν δημιουργικές πρωτοβουλίες, υπερβαίνοντας δεδομένες συμβατικές αντιλήψεις για το πώς και για ποιους σχεδιάζεται και χτίζεται η αρχιτεκτονική. Μια τέτοιου είδους πρωτοβουλία, απρόσμενη για τα ελληνικά δεδομένα, εκδηλώθηκε πριν από τρία χρόνια περίπου σε ένα χώρο, αυτόν των υποδομών, που δεν μας έχει συνηθίσει στη χώρα μας να πρωτοτυπεί δημιουργικά.

Έτσι, το 2015 ανατέθηκε στο γραφείο μας – Potiropoulos+Partners – από τις ομώνυμες εταιρείες παραχωρησιούχων ο σχεδιασμός της αρχιτεκτονικής εταιρικής ταυτότητας των εγκαταστάσεων της «Νέας Οδού» και αντίστοιχα της «Κεντρικής Οδού». Πρόκειται, αφενός για την «Ιόνια Οδό», και αφετέρου για το γνωστό αυτοκινητόδρομο Αθηνών-Λαμίας και το νέο τμήμα του προς Καρδίτσα, Τρίκαλα, Καλαμπάκα, το οποίο ενώνεται τελικά με την «Εγνατία Οδό» στο Δρυμό της Πίνδου.

Πάντα υπήρχαν και υπάρχουν προτάσεις που επεξεργάζονται δυνατότητες, ανοίγουν νέους δρόμους, ανιχνεύουν δημιουργικές πρωτοβουλίες, υπερβαίνοντας δεδομένες συμβατικές αντιλήψεις για το πώς και για ποιους σχεδιάζεται και χτίζεται η αρχιτεκτονική.

Η καινοτόμος αυτή πρωτοβουλία, να αποκτήσουν οι συγκεκριμένοι αυτοκινητόδρομοι ταυτότητα και ιδιαίτερο χαρακτήρα, πιστώνεται στην τότε διοίκηση των δύο εταιρειών. Στο πλαίσιο αυτό εκπονήθηκε από το γραφείο μας το concept design, όμως στην συνέχεια ο σχεδιασμός διακόπηκε στο στάδιο της οριστικής μελέτης, λόγω των γενικότερων οξυμένων προβλημάτων, ειδικότερα στο χώρο των κατασκευών που προκάλεσε στην Ελλάδα η κρίση των δύο τελευταίων ετών. Άλλη μια χαμένη ευκαιρία…

Η δημόσια αρχιτεκτονική, με την ευρύτερη σημασία του όρου, όπως και η δημόσια τέχνη, είναι έννοιες που βρίσκονται σε διαρκή αναθεώρηση στη χώρα μας, καθώς είναι αναγκασμένες εκ των πραγμάτων να ακολουθούν τις αρνητικές στην πλειοψηφία τους και ανεξέλεγκτες εξελίξεις του δημόσιου χώρου.

Στην πρότασή μας για την εταιρική ταυτότητα της «Νέας Οδού» και της «Κεντρικής Οδού» πειραματιστήκαμε με μια αρχιτεκτονική που διασταυρώνεται με ένα είδος «παρεμβατικής τέχνης», διεκδικώντας το ενδιαφέρον των πολιτών.

Τέχνη είναι αυτό που κάνει τους άλλους να δουν ότι η φαντασία είναι μια περιπέτεια του μυαλού. Η τέχνη ανήκει σε όλον τον κόσμο, δεν θα έπρεπε να είναι προνόμιο μόνο των αστικών κέντρων.

Παρότι προ κρίσης είχε επικρατήσει, ή έστω διαφανεί, μια τάση προς τις σύγχρονες μορφές δημόσιας τέχνης – περιλαμβανομένων και των αρχιτεκτονικών «επινοήσεων» που επιχειρούσαν να «σπάσουν» τον κανόνα – παρ’ όλα αυτά στην Ελλάδα η σχέση της δημιουργικότητας με το δημόσιο χώρο εξακολουθεί να είναι ένα ανεξερεύνητο πεδίο. Η οικονομική καταστροφή που υπέστη η χώρα τα τελευταία χρόνια δεν αφήνει περιθώρια να ελπίζουμε ότι κάτι μπορεί να αλλάξει στο συγκεκριμένο ζήτημα προς το θετικότερο, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.

Απέχοντας πολύ από τα παραδείγματα των ανεπτυγμένων χωρών, ό,τι σχετίζεται με την παραγωγή δημόσιας αρχιτεκτονικής και τέχνης στον ελλαδικό χώρο βρίσκεται σε εμβρυακό επίπεδο από τη στιγμή που δεν πλαισιώνεται από ένα ουσιαστικό και εκσυγχρονισμένο ιδεολογικό και θεσμικό υπόβαθρο. Που θα τις αναγνωρίζει ως βασικούς παράγοντες πολιτισμικής, κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.


Διαβάστε ακόμα: Εσύ αποφασίζεις αν επιτρέπεται το κάπνισμα στους κήπους του ΚΠΙΣΝ.


Το στοίχημα που έχουν ήδη κερδίσει άλλες κοινωνίες αφορά στην ενεργοποίηση των δημιουργικών τους δυνάμεων μέσα από την ώσμωση διαφορετικών ιδεών και μέσων, έχοντας ωθήσει τους αρχιτέκτονες και τους καλλιτέχνες να συμπράξουν με ιδρύματα, αναπτυξιακούς φορείς και παράγοντες της δημόσιας διοίκησης προς τον κοινό αυτό σκοπό. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, όλους όσοι εμπλέκονται με τη δημόσια σφαίρα, ενισχύοντας τους δεσμούς της δημιουργικότητας με την κοινωνία στην εποχή των συνεχών αλλαγών και των μεγάλων πολιτισμικών προκλήσεων.

Δεν αρκεί να κατανοούμε την λειτουργία ενός κτίσματος, ούτε να βλέπουμε και να γνωρίζουμε την ομορφιά ενός έργου. Πρέπει το έργο αυτό να δημιουργεί συναισθήματα, να παράγει σκέψεις, να μας επηρεάζει.

Στην πρότασή μας για την εταιρική ταυτότητα της «Νέας Οδού» και αντίστοιχα της «Κεντρικής Οδού» πειραματιστήκαμε με μια αρχιτεκτονική που διασταυρώνεται με ένα είδος «παρεμβατικής τέχνης», διεκδικώντας το ενδιαφέρον των πολιτών. Κινηθήκαμε σε ένα ελαφρώς ασαφές φάσμα, μεταξύ αρχιτεκτονικής και τέχνης, το οποίο διέπεται από αναπάντεχες αφηγήσεις, επιχειρώντας να μεταμορφώσουμε μια εγκατάσταση διοδίων σε δημόσιο «αντικείμενο τέχνης». Θέλαμε να προσφέρουμε στον «ταξιδιώτη» μια εναλλακτική εμπειρία: πρωτότυπη, απροσδόκητη, επίκαιρη.

Δεν αρκεί να κατανοούμε τη λειτουργία ενός κτίσματος, ούτε να βλέπουμε και να γνωρίζουμε την ομορφιά ενός έργου. Πρέπει το έργο αυτό να δημιουργεί συναισθήματα, να παράγει σκέψεις, να μας επηρεάζει. Υπάρχει η ισχυρή πεποίθηση στην ελληνική κοινωνία ότι η τέχνη αφορά σε λίγους ταλαντούχους δημιουργούς, και αντίστοιχα λίγους διανοούμενους αποδέκτες, εγκλωβισμένη στους τέσσερις τοίχους μιας γκαλερί. Εμείς δεν το πιστεύουμε αυτό.

Ένας αυτοκινητόδρομος δεν είναι απλώς μια ουδέτερη κατασκευή, αλλά μια ζωτική χωρική δραστηριότητεα που έχει συλληφθεί στην προοπτική πολλαπλών οπτικών και εννοιολογικών συσχετίσεων.

Στην περίπτωση της πρότασής μας για την “Νέα” και “Κεντρική Οδό” η μετάβαση από το “αρχιτεκτονικό αντικείμενο” στο “εικαστικό συμβάν” επιχειρεί να εισάγει τον “ταξιδιώτη” σε διαφορετικούς τρόπους κατανόησης του καθημερινού χώρου στον οποίο ζεί και κινείται.

Αντιλαμβανόμαστε την αρχιτεκτονική, ακόμη και αυτή που εξυπηρετεί απλές λειτουργικές ανάγκες, ως μια μορφή τέχνης που επεμβαίνει καθοριστικά στην καθημερινότητα. Σε άλλες χώρες, η τέχνη βγαίνει από τις γκαλερί και τα μουσεία, γίνεται πρωτοπορία το ‘60, πειραματίζεται στη δεκαετία του ‘70 και μετά του ‘80, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 και στις αρχές του 2000 καλλιτέχνες επινοούν δρώμενα για να ενισχύσουν τη δυναμική του δημόσιου αστικού χώρου.

Το 2017 θα μπορούσε η εξωστρέφεια αυτή να επεκταθεί και εκτός πόλης. Τέχνη είναι αυτό που κάνει τους άλλους να δουν ότι η φαντασία είναι μια περιπέτεια του μυαλού. Η τέχνη ανήκει σε όλον τον κόσμο, δεν θα έπρεπε να είναι προνόμιο μόνο των αστικών κέντρων. Δεν είναι ένας καθρέφτης στον οποίο αντανακλάται ο καλλιτέχνης, αλλά ένα «σφυρί» που δίνει σχήμα στη ζωή, ξεπλένοντας από την ψυχή της κοινωνίας τη σκόνη της καθημερινότητας.

Υπάρχει η ισχυρή πεποίθηση στην ελληνική κοινωνία ότι η τέχνη αφορά λίγους ταλαντούχους δημιουργούς, και αντίστοιχα λίγους διανοούμενους αποδέκτες, εγκλωβισμένη στους τέσσερις τοίχους μιας γκαλερί. Εμείς δεν το πιστεύουμε αυτό.

Σύμφωνα με την κοινωνική ιστορία της τέχνης, η θεωρητική προσέγγιση ανασυνθέτει το πλαίσιο υποδοχής ενός έργου τέχνης σε μια πρακτική που συνίσταται στη σύζευξη δύο διακριτών ρόλων: του καλλιτέχνη και του κοινού του. Τι συμβαίνει, όμως, όταν το αμφίπλευρο αυτό σχήμα γίνεται πιο περίπλοκο; Θα μπορούσε άραγε η σύγχρονη τέχνη, και αντίστοιχα η αρχιτεκτονική, να μην κατασκευάζουν απλώς «θεατές», αλλά να εμπλέκουν ως οργανικά μέλη διαφορετικά «υποκείμενα-συνδημιουργούς»;

Έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να οραματιστούμε τον αρχιτέκτονα και τον καλλιτέχνη στο ρόλο του «οργανικού διανοούμενου» σε μια συμμετοχική διεργασία συνειδητής παρέμβασης για την διαμόρφωση της αισθητικής αντίληψης και του στοχασμού πάνω σε μια διαφοροποιημένη πολυεπίπεδη σύγχρονη πραγματικότητα; Για να μπορεί να λειτουργεί ο αρχιτέκτων, ο καλλιτέχνης, ως μοχλός αναδιανομής του δημόσιου χώρου;

Κινηθήκαμε σε ένα ελαφρώς ασαφές πεδίο, μεταξύ αρχιτεκτονικής και τέχνης, που διέπεται από αναπάντεχες αφηγήσεις, επιχειρώντας να μεταμορφώσουμε μια εγκατάσταση διοδίων σε δημόσιο “αντικείμενο τέχνης”.

Στην περίπτωση της πρότασής μας για την «Νέα» και «Κεντρική Οδό», η μετάβαση από το «αρχιτεκτονικό αντικείμενο» στο «εικαστικό συμβάν» επιχειρεί να εισάγει τον «ταξιδιώτη» σε διαφορετικούς τρόπους κατανόησης του καθημερινού χώρου στον οποίο ζει και κινείται. Θέλουμε να δει ότι οι λειτουργίες που υποστηρίζουν έναν αυτοκινητόδρομο δεν είναι απλώς ουδέτερες κατασκευές, αλλά ζωτικές χωρικές δραστηριότητες που έχουν συλληφθεί στην προοπτική πολλαπλών οπτικών και εννοιολογικών συσχετίσεων – αρχιτεκτονικών, καλλιτεχνικών, ιδεολογικών – αποδίδοντας στο δημόσιο χώρο μια δυναμική μεταμόρφωσης.

 

Διαβάστε ακόμα: Βραβείο Pritzker. (Άλλο) ένα απατηλό όνειρο.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top