Street art, Παρίσι

Street art, Παρίσι.

«Βανδαλισμός ή κραυγή αγανάκτησης;» διαβάζω κάπου έναν πρόσφατο τίτλο για το τεράστιο άσπρο – μαύρο γκραφίτι στο ιστορικό κτίριο του Πολυτεχνείου. Σε μια τηλεοπτική εκπομπή πάλι σχολιάζει για το ίδιο θέμα ο δημοσιογράφος: «Από ό,τι διάβασα, το γκραφίτι αυτό ανήκει σε μια βερολινέζικη τεχνοτροπία». Και συμπληρώνει: «νεονατουραλιστική».

Ένα επόμενο κείμενο αναφέρει: «Η αλήθεια είναι ότι αν φιλοτεχνούσε κάτι αντίστοιχο ο Bansky, π.χ. σε ένα δημόσιο κτίριο του Λονδίνου, όλοι τώρα θα μιλάγαμε με θαυμασμό γι’ αυτό και θα αποθεωνόταν στα ΜΜΕ και τα social media». Κάποια στιγμή πέφτει τυχαία το μάτι μου σε άλλο σχετικό σχόλιο, αναρτημένο στο Facebook: «Αν και δεν μου λέει κάτι το γκραφίτι στην Πρυτανεία (σαφώς την προτιμώ χωρίς αυτό), δεν θα με πείραζε αν αυτοί που το έφτιαξαν το αφαιρούσαν σε 1-2 μήνες, αποκαθιστώντας το κτίριο». Και συνεχίζει: «Γενικά, δεν θα διαφωνούσα με την όποια εικαστική παρέμβαση σε ένα δημόσιο κτίριο – μνημείο, αν αυτή διαρκούσε λίγο, πέρναγε ένα μήνυμα και μετά εξαφανιζόταν όπως εμφανίστηκε».

Street art, Λονδίνο

Street art, Λονδίνο.

Επόμενο άρθρο, επίσης για το ίδιο πολυσυζητημένο θέμα, αναφέρει: «Το γκραφίτι στο Πολυτεχνείο μου αρέσει. Σου βουτάει το μάτι «από το αφτί» και στο γυρίζει σε μια θάλασσα μαύρης ταραχής, που μοιάζει με στιγμιαία αποτύπωση του εθνικού συλλογικού συνειδητού. Είναι τόσο απόλυτα φωτογραφικό όσο αν ζωγράφιζε κάποιος το 2004 ένα τρομερό γιγάντιο σύμπλεγμα «Φοίβου και Αθηνάς στα μπουζούκια».

Είναι εντυπωσιακό, είναι σκοτεινό, είναι προσεγμένο. Έχει γίνει με κέφι και μεράκι από καλλιτέχνες που υποψιαζόντουσαν τη σύντομη ημερομηνία λήξης του δημιουργήματός τους, αλλά σκασίλα τους. Επίσης έχει γίνει στους εξωτερικούς τοίχους ενός ιστορικού κτιρίου (νομίζω δεν πληροί τις προϋποθέσεις του μνημείου), το οποίο άλλοι θεωρούν αστικό καμβά και άλλοι ανεπίδεκτη καλλιτεχνικής επέμβασης δημόσια ιδιοκτησία». Το τελευταίο – ως προς την ακραία διπολική άποψη που έχουμε ως κοινωνία για το δημόσιο χώρο – κρατήστε το.

Το γκράφιτι του Πολυτεχνείου. Φωτογραφία: Γιούλη Τζερμπίνου

Το γκραφίτι του Πολυτεχνείου. Φωτό:: Γιούλη Τζερμπίνου

«Η τέχνη δεν είναι πράγμα, είναι ένας τρόπος», είχε πει ο Elbert Hubbard. Και συμπληρώνω: «Πράγμα» δεν είναι επίσης η Αρχιτεκτονική, είτε η κληρονομημένη είτε η σύγχρονη, ούτε βέβαια η πόλη. Για τον ορισμό της, για να δοθεί απάντηση στο αιώνιο ερώτημα «τι είναι επιτέλους τέχνη;» έχει δαπανηθεί άπειρος χρόνος σκέψης, συζητήσεων, θεωρητικών αντιπαραθέσεων και τόνοι χαρτιού. Από το πώς αντιλαμβανόταν την τέχνη ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης μέχρι τους προβληματισμούς ή τις θεωρήσεις των Henry James, Λέων Τολτστόι, Hugh MacLeod, John Dewey, Oscar Wilde, Arthur Danto, Michel Foucault, και τόσων άλλων ακόμη επιφανών, ων ουκ έστιν αριθμός.

«Η τέχνη απευθύνεται σε ελεύθερους ανθρώπους, αλλά είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κάποιος ποιοι είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι».

Όμως, για κάποιον εμμονικό λόγο, στο μυαλό μου επιστρέφει ξανά και πάλι η αποστροφή του Hubbard, ότι «η Τέχνη δεν είναι πράγμα…» Όπως επίσης ούτε η Αρχιτεκτονική ούτε η Πόλη, όπως προείπα. Και επανέρχεται στη σκέψη μου ασταμάτητα, μάλλον επειδή θεωρώ ότι ατυχώς αφορά εμάς στους Έλληνες άμεσα. Μάλιστα με το «χρωματισμό» που του δίνουν τα λόγια του Φρόιντ, αυτόν περί «ικανοποίησης των μυστικών και απωθημένων ορμών» – αν και ο μεγάλος Αυστριακός γιατρός, φυσιολόγος και ψυχίατρος αναφερόταν στη φαντασία του καλλιτέχνη και όχι στις «ορμές» μιας κοινωνίας, τη δική μας, η οποία βρίσκεται σε ελεύθερη πολιτισμική πτώση.

Στο βιβλίο του «Τι είναι σύγχρονη τέχνη», ο Terry Smith, καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Σύγχρονης Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Pittsburgh, θέτει ερωτήματα και δίνει απαντήσεις με μια ιστορική προσέγγιση, αλλά και με θεωρητικές και φιλοσοφικές θέσεις. Ωστόσο, στην εισαγωγή δέχεται την κοινότυπη απάντηση: «Κοιτάξτε γύρω σας: σύγχρονη τέχνη είναι η περισσότερη, γιατί όχι όλη, η τέχνη που γίνεται τώρα».

Street art, Βιέννη

Street art, Βιέννη.

Αν λοιπόν κοιτάξουμε στη χώρα μας τη «μεγάλη εικόνα» γύρω μας, τι άλλο θα δούμε πέρα από μια πλήρη «αισθητική» απαξία, από ένα lifestyle, που σε συνδυασμό με τη φθηνή εμπορευματοποίηση των πάντων, της τέχνης και της αρχιτεκτονικής συμπεριλαμβανομένων, είναι υπεύθυνα γι’ αυτό που εξαιρετικά εύστοχα σχολιάζει στον τίτλο του τελευταίου άρθρου του στην Καθημερινή ο Νίκος Βατόπουλος, ως «Εξοικείωση με το χειρότερο» – αναφερόμενος στο εν λόγω γκραφίτι του κτιρίου του Πολυτεχνείου.

Διαβάστε ακόμα: Aνοιχτή επιστολή προς κ. Αριστείδη Μπαλτά, Υπουργό Παιδείας, Πολιτισμού και Θρησκευμάτων.

Μπορεί να έχει δίκιο – αναμφισβήτητα έχει – o Δημήτρης Μυταράς, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή καταξίωση, όταν επισημαίνει: «Η τέχνη απευθύνεται σε ελεύθερους ανθρώπους, αλλά είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κάποιος ποιοι είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι. Η τέχνη δεν ερμηνεύεται ούτε με πολιτικά ούτε με καλλιτεχνικά μανιφέστα».

Ωστόσο, στη χώρα μας, κατά την προσωπική μου άποψη, η ποιότητα της παραγόμενης Τέχνης, και αντίστοιχα της Αρχιτεκτονικής, συναρτάται άμεσα και σχεδόν αποκλειστικά πλέον από την Πολιτική, από το όραμά της, τον τρόπο άσκησής της και την ηθική της, όπως εξάλλου και όλα τα σωρευμένα προβλήματά μας, είτε πρόκειται για προβλήματα της οικονομίας μας είτε λειτουργίας του κράτους, της παιδείας, υγείας, του πολιτισμού, της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος κ.ο.κ.

Μόνο οι πολιτικές επιλογές μπορούν να θέσουν τις θεσμικές βάσεις για ένα ολότελα νέο σύστημα παιδείας, το οποίο αποτελεί το πρώτο και κρισιμότερο βήμα, αν αληθινά ενδιαφερόμαστε να εγκαταλείψουμε κάποτε τον πολιτισμικά άγονο φαύλο κύκλο στον οποίο έχουμε εμπλακεί.

«Τα πάντα είναι πολιτική», κατά τον Thomas Mann – για μας ισχύει τούτο διπλά. Γιατί; Διότι είναι αυτόδηλα ανέφικτο να γυρίσουμε το χρόνο πίσω, στην εποχή της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού, για να βιώσουμε ως κοινωνία όσα δεν βιώσαμε, για να μπολιάσουμε το συλλογικό πολιτισμικό μας DNA με ό,τι τότε δεν μπολιάστηκε. Ήταν αυτός ο ιστορικός χρόνος κατά τον οποίο κόπηκε για τη χώρα μας ο ομφάλιος λώρος που (θα) τη συνέδεε με τον εν εξελίξει δυτικό πολιτισμό.

Public art, Λονδίνο

Public art, Λονδίνο.

Σε επίρρωση τούτου, αρκεί να ανατρέξει κάποιος στα ιστορικά κείμενα, ώστε να διαπιστώσει ότι σχεδόν το σύνολο του μετέπειτα εγχώριου «δυτικότροπου» πολιτισμικού προϊόντος δεν παρήχθη από γηγενείς συμπατριώτες μας, αλλά εισήχθη για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αι. είτε από τους Γερμανούς επί Όθωνα είτε από Έλληνες αστούς του εξωτερικού.

Αναπόφευκτα, επομένως, η λύση των ποικίλων προβλημάτων μας έγκειται πλέον και μόνον στις πολιτικές που θα υιοθετηθούν στην Ελλάδα από σήμερα και στο εξής. Ακριβώς, επειδή οι πολιτικές επιλογές είναι που μπορούν να θέσουν τις θεσμικές βάσεις για ένα ολότελα νέο σύστημα παιδείας, το οποίο αποτελεί το πρώτο και κρισιμότερο βήμα αν αληθινά ενδιαφερόμαστε να εγκαταλείψουμε κάποτε τον πολιτισμικά άγονο φαύλο κύκλο στον οποίο έχουμε εμπλακεί.

Διαβάστε ακόμα: Οι ζωές των άλλων – Η πόλη δεν είναι μόνο για τους «κανονικούς».

Πρόκειται για μονόδρομο, διότι πράγματι μόνον η ουσία της πολιτικής εμπεριέχει το όραμα και το διερευνητικό ενδιαφέρον για το πώς μπορεί να διαμορφωθεί το μέλλον, γενικότερα, και ειδικότερα στα ζητήματα της παιδείας και του πολιτισμού, για τα οποία συζητάμε. Η όποια προσκόλληση στο παρελθόν είναι παντελώς ανούσια για μας έως και επικίνδυνη.

Έχουμε οι Έλληνες μια απόλυτα στρεβλή οπτική (διότι περί οπτικής πρόκειται και όχι περί θέσης) για το τι σημαίνει Πολιτική με “Π” κεφαλαίο. Μια υπερβολικά απλοϊκή αντίληψη των αιτιών για τα δεινά μας και μια αντίστοιχα απλοϊκή και συνάμα ανεύθυνη πεποίθηση ότι πάντα υπάρχουν κάποιοι «άγνωστοι υπεύθυνοι» πίσω από αυτά. «Όσοι αρνούνται την πολιτική, είναι υπέρ της πολιτικής που τους επιβάλλεται», είχε πει ο Bertolt Brecht, ας μην το ξεχνάμε.

Public art, Βενετία

Public art, Βενετία.

Δεν έχουμε ακόμη αντιληφθεί, ούτε αισιοδοξώ ότι θα συμβεί σύντομα, ότι μια από τις πλέον βλαπτικές συνέπειες που υφίσταται εκείνος που απορρίπτει να «ασχοληθεί» ως ενεργός πολίτης με την πολιτική, είναι ότι καταλήγει να τον κυβερνούν τελικά κατώτεροί του, υποθηκεύοντας το μέλλον το δικό του και των παιδιών του. Βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα σχεδόν στο σημείο μηδέν. Διέξοδος προσφέρεται μόνον προχωρώντας με όραμα και σύνεση προς τα εμπρός, οπωσδήποτε όμως με πολιτικούς όρους.

Ας μην εθελοτυφλούμε, δεν είναι το γκραφίτι του Πολυτεχνείου το θέμα μας, ούτε το bullying στις μαθητικές και φοιτητικές κοινότητες – πρόκειται απλώς για την ελάχιστη κορυφή του παγόβουνου – αλλά η απουσία συλλογικής πολιτικής ευθυκρισίας. Και, κατ’ επέκταση, η απουσία μιας ενοποιημένης εθνικής θεωρίας σχετικά με το τι είμαστε, ποιο το περιβάλλον μας, πού ανήκουμε και προς τα πού θέλουμε να βαδίσουμε – γεωπολιτικά και πολιτισμικά – ως έθνος.

 

Διαβάστε ακόμα: Η “μουσική” των σφαιρών στην αρχιτεκτονική.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top