Otto

Peter von Hess, «The Entry of King Othon of Greece in Athens» (1839).

Πριν από κάποια χρόνια είχε γίνει μια έκθεση χαρακτικών στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών. Μια χρήσιμη έκθεση. Αφορούσε τα χρόνια του Όθωνα (1834-1862) και τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Ο νεαρός βασιλιάς μάς «φορέθηκε» μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, την ιδρυτική πράξη του νεοελληνικού παρακράτους, κατά την εύστοχη (περιέργως) παρατήρηση του Γιανναρά. Ο Όθωνας αγαπούσε με ρομαντικό τρόπο το βασίλειό του, εξαιτίας της θέσης που κατείχαν οι αρχαίοι Έλληνες στο φαντασιακό της κεντρικής Ευρώπης. Φρόντισε να μεταφέρει, για προφανείς συμβολικούς λόγους, την πρωτεύουσα στην Αθήνα, μια πόλη 10.000 κατοίκων όπου έβοσκαν κοπάδια στους πρόποδες της Ακρόπολης. Ανοικοδομεί την πόλη, εξοπλίζοντάς τη με λαμπρά νεοκλασικά κτίρια. Και ζητάει απ’ τους ζωγράφους τη δημιουργία μιας «ιστορικής πινακοθήκης». Πέρα από τις ανοησίες περί Βαυαροκρατίας, συνέβαλε στη δημιουργία ενός από τους πιο επιτυχημένους και κοντόφθαλμους εθνικισμούς της Δύσης. Με εγγενή παράμετρο, έναν καταστροφικό μεγαλοϊδεατισμό.

Από μια άποψη, λοιπόν, είμαστε νεότερο έθνος από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πριν εξοργιστείτε, σκεφτείτε το ενδεχόμενο η διαπίστωση αυτή να αποτελεί μια λαμπρή «δικαιολογία» για το μπουρδέλο του τελευταίου καιρού.

Να πώς έχει ζήσει ένας βλάκας σαν και μένα τη σύγχρονη εθνικοφροσύνη:

Από την απόρριψη του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» της χούντας περάσαμε στην ορθόδοξα καθολική αποδοχή της γαλαζόλευκης πίστης. Το γαλάζιο το κραδαίνουμε και το λευκό το ψηφίζουμε. Δώσ’ του ρίγη συγκίνησης. Αγαπούσαμε τις παρελάσεις, γιατί μας θύμιζαν το μέλλον των παιδικών μας χρόνων. Τώρα θέλουμε τις παρελάσεις, για ν’ αναζητήσουμε το παρελθόν της ενηλικίωσής μας. Η πατρίδα είναι πολύ trendy στις μέρες μας. Το ίδιο η ανακύκλωση, το Okey, τα συσσίτια και τα σούσι με ζυγούρι (αντικατέστησαν το καμαμπέρ με σος βατόμουρο). Απ’ τον Μελά στη Μελίνα κι από κει στον Κασιδιάρη, περνώντας και μια βόλτα από την Πάολα, μετά το συλλαλητήριο και τη (σπασμένη) βιτρίνα.

Οι παράδοξες σχέσεις Ιστορίας και Γεωγραφίας στην Ελλάδα: η Ιστορία είναι αυτό που εκτείνεται, όταν η χώρα συρρικνώνεται.

Ο γιος σας, που κάνει τη βασική του εκπαίδευση μπροστά στο Facebook, ρωτάει με μάτια γεμάτα απορία: «Γιατί η 28η Οκτωβρίου είναι γιορτή, αφού χάσαμε;» Απαντάτε: «Γιατί ο λαός είπε το μεγάλο ΟΧΙ. Βασικά, από συνήθεια. Μετά ανακαλύφθηκε η φόρμουλα της Εθνικής Αντίστασης. Για να κάνεις Εθνική Αντίσταση, μια ήττα είναι πολύ πιο πρακτική». Για να φανείτε καλός πατέρας, θα θελήσετε να συνεχίσετε το μάθημα Αγωγής του Πολίτη. Καθισμένοι αναπαυτικά πάνω στα τεύχη του Αστερίξ, το διδακτικότερο εγχειρίδιο της εποχής μας, το οποίο ευτυχώς μεταφράστηκε στ’ Αρχαία, ώστε να μπορούμε να το καταλάβουμε, αρχίζετε: «Η Ελλάδα του 2013, αγόρι μου, είναι μια κυρίαρχη και πλούσια χώρα, αλλά ο περιούσιος λαός της είναι στριμωγμένος σε μια γωνιά της Βαλκανίας. Περικυκλωμένη από τα εχθρικά στρατόπεδα Αμερικάνουμ, Τουρκοσπόρουμ, Σκοπιοχόρουμ και Μπουντεσμπάνκουμ, που θέλουν να της πιούν το αίμα, ανθίσταται ακόμα και πάντα σθεναρά. Οι προδότες Μητσοτακίξ και Γιωργακίξ δεν θα περάσουν». Καπάκι πετάτε και κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα μιας Ελλάδας που πάλλει εν χορώ, ιδίως με την αλλαγή της ώρας, την Εθνική του μπάσκετ κι όταν μιλάει στο κινητό. Συνεχίστε απαριθμώντας εορτές και επετείους.

Τη στιγμή εκείνη, ο μικρός θα σας διακόψει: «Και τι σημαίνει ”πατριώτης” μπαμπά;» – «Σημαίνει τον καθαρό Έλληνα, τον γνήσιο. Του καθαρού Έλληνα τού αρέσει να μεταμφιέζεται. Τον έχουμε δει με αμπέχονο, με ζιβάγκο, με άνορακ, με τζάκετ, με κοστούμι. Τώρα φοράει βερμούδα και μακό. Τα εργαλεία του ονομάζονται σύμβολα». (Τη στιγμή εκείνη, σχεδιάστε σε μια κόλλα χαρτί μερικά ελληνικά σύμβολα: το Καραϊσκάκη, μια BMW, ένα παστίτσιο, ένα φακελάκι, ένα μπουκάλι ουίσκι, τον Αυτιά). Σκιαγραφήστε κατόπιν τις παράδοξες σχέσεις Ιστορίας και Γεωγραφίας. Στην Ελλάδα, η Ιστορία είναι αυτό που εκτείνεται, όταν η χώρα συρρικνώνεται.

Κάποιος θα παρατηρούσε ότι, εξαιτίας της κρίσης, ο λαός επιστρέφει στην παράδοση. Ότι έχει ανάγκη από υπερηφάνεια, από ρίζες. Ναι, η μαζοχιστική Ελλάδα, της οποίας αρέσει να κάνει γκριμάτσες μπροστά στον καθρέφτη, πιστεύει πλέον (όχι νομίζει, ούτε θεωρεί) ότι δεν είναι και τόσο άσχημη για την ηλικία της. Συσπειρώνεται λοιπόν γύρω από θέσεις προκαθορισμένες. Του στιλ: «Έλληνες, αν ξέρατε, είσαστε λιγότερο άνανδροι, γαϊδούρια, απαίδευτοι, ρατσιστές απ’ ό,τι λένε». Η χώρα θυμίζει γεμιστό σοκολατάκι. Μαλακό από μέσα, παγωμένο απέξω.

Οι Έλληνες δεν εντρυφούν πλέον, εκλαϊκεύουν. Μαθαίνουν την Ιστορία με τον Νταλάρα και τον Λαζόπουλο. Με ολίγη από Ευαγγελάτο.

Ωστόσο, οι Έλληνες βάζουν την οικογένεια πάνω απ’ τον πατριωτισμό. Ο μαντράχαλος ο γιος σας, υποψιασμένος, αναρωτιέται: «Αυτός ο πατριωτισμός, για τον οποίο τόσο πολύ όλοι μιλάνε, δεν βρίσκεται σε αντίφαση με τον ατομισμό, τον οποίο τόσο καλά όλοι εφαρμόζουνε:» Εδώ πρέπει να φανείτε σαφείς και αυστηροί, και να απαντήσετε: «Και ναι, και όχι».

Ναι, γιατί οι Έλληνες έχουν γίνει πραγματιστές. Οι υψηλές ιδέες τούς προκαλούν δυσπιστία. Δεν εντρυφούν πλέον, εκλαϊκεύουν. Μαθαίνουν την Ιστορία με τον Νταλάρα και τον Λαζόπουλο. Με ολίγη από Ευαγγελάτο.

Όχι, γιατί οι πατριωτικές εκκενώσεις που διαπερνούν τη χώρα πάνε χέρι-χέρι με την επιστροφή στις αξίες της οικογένειας και της ατομικής ηθικής, με τις οποίες μας έχουν ζαλίσει τ’ αποτέτοια τα τελευταία χρόνια. Η οικογένεια μπαίνει πάνω απ’ την πατρίδα, για τον ίδιο λόγο που το σεξ μπαίνει μετά τον έρωτα. Απόδειξη ο Πούτιν: πρώτα τον ερωτευτήκαμε και μετά μας πήδηξε.

Το κοινοτικό όραμα αναβιώνει με τη νέα οικογένεια: μοναχική και ετερόκλητη. Ο γιος γκαζάκιας, ο πατέρας επιχειρηματίας. Η κόρη γλάστρα, ο μπαμπάς δημόσιος υπάλληλος. Κωδικοποίηση: Η Ελλάδα ζει μια διανοητική επανάσταση. Το μοναδικό, μοντέρνο, πρακτικό, ενδιαφέρον ερώτημα είναι: «Πώς θα ζήσουμε όλοι μαζί χαρωπά, όταν ο ένας σιχαίνεται τον άλλο;» Το παίζουμε «το έθνος που ξαναγεννιέται από τις στάχτες του», χωρίς να βγάλουμε τις παντούφλες. Επ’ αυτού υπάρχει συναίνεση. Της σαλοτραπεζαρίας.

Άλλο διασκεδαστικό φαινόμενο, η κυκλική επιστροφή του οικολογικού πατριωτισμού της αριστεράς. Εξήγηση: «Το στοκ των εννοιών έχει πρακτικά εξαντληθεί, οπότε μεθοδεύεις. Όταν ο Α κλέβει μια ιδέα από τον Β, ο Β πρέπει να αναπληρώσει παίρνοντας από τον Α. Ο σημερινός ιδεολόγος είναι εναντίον της ιδιωτικοποίησης του ΟΠΑΠ και της εκπαίδευσης, κηρύσσοντας ότι το έθνος είναι σε κατάσταση κινδύνου. Τους αρπάζει απ’ τα χέρια τη σημαία και γράφει στο μαυροπίνακα την εξίσωση «αριστερά=δημοκρατία=πατρίδα».

Το μοναδικό, μοντέρνο, πρακτικό, ενδιαφέρον ερώτημα είναι: «Πώς θα ζήσουμε όλοι μαζί χαρωπά, όταν ο ένας σιχαίνεται τον άλλο;»

Οι Έλληνες, δεδομένου ότι αδυνατούν να αλλάξουν το οτιδήποτε, μεταρσιώνουν την αδυναμία τους. Είναι οι εκλεκτοί και όλοι τους χρωστάνε. Με 16% βιομηχανία και 70% παροχή υπηρεσιών. Συμβαίνει ό,τι και με τη γλώσσα. Η άμυνα της Ελληνικής είναι μάταιη. Στο Facebook, οι αναρτήσεις γίνονται πλέον ως επί το πλείστον στ’ αγγλικά. Η γραμματική είναι το δικό μας μπέιζμπολ. Οι κανόνες της είναι εξίσου ακατανόητοι σε έναν ξένο και σ’ έναν ιθαγενή. Έτσι, σταματήσαμε να κλίνουμε τα τριτόκλιτα.

Βέβαια, προοδεύουμε –με αργά βήματα είναι η αλήθεια. Όσο μας δημοσκοπούνε τόσο περισσότερο μας πιάνει ένα είδος συλλογικού ναρκισσισμού. Οι Έλληνες μελετάνε ο ένας τον άλλο μέσω Internet, βλέπουν ο ένας τον άλλο μέσω τηλεόρασης και ακούν ο ένας τον άλλο μέσω ραδιοφώνου. Καταλήγουν να είναι τόσο ευχαριστημένοι από τον εαυτό τους, απ’ την πρόοδό τους στην τάξη (σχολική), ώστε κάθε λίγο και λιγάκι ανταλλάσσουν βλαστήμιες μεταξύ τους. Εξαίρεση η Μαριάννα Βαρδινογιάννη και η συλλογή σκουπιδιών από τον Σκάι.

Αντίθετα, απέναντι στους εχθρούς του έθνους, αυτούς που τολμούν να θίξουν τα εθνικά τους δίκαια, μετατρέπονται σε επιβήτορες που «θα δείξουν σ’ όλους αυτούς τους πούστηδες τι σημαίνει Έλληνας». Να δείτε που τα παλλαϊκά συλλαλητήρια θα σταματήσουν μόλις αυξηθεί το όριο των πιστωτικών καρτών.

Παλιά, σιχαινόμασταν Σμυρνιούς και Αλεξανδρινούς για την κουλτούρα και τον κοσμοπολιτισμό τους. Σήμερα, υπάρχουν χιλιάδες Έλληνες που διαπρέπουν στο εξωτερικό και δεν θέλουν να γυρίσουν ούτε με σφαίρες. Και πολλοί περισσότεροι που παίρνουν των ομματιών τους. Αλλά υπάρχουν και διαπρεπείς Έλληνες που απλώς μας σιχαίνονται. Να θυμηθούμε: Καστοριάδης, Αξελός, Πετρόπουλος, Ξενάκης.

Κατά τα άλλα, ο καιρός πάντα υπέροχος. Αλήθεια, εσύ θα πας Μύκονο το καλοκαίρι;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top