18185707788_d4bb2f4ec1_k

Tα “Αστέρια”, ήδη από το 1954, ήταν ένα θαύμα της νέας αρχιτεκτονικής και της τουριστικής κομψότητας. Η Ελλάδα γινόταν μοντέρνα χώρα. Και αυτό άρεζε και συνάρπαζε.

Τα πρώτα μου μπάνια στην Αττική τα είχα κάνει στα “Αστέρια” και εκεί πήγαινε πολύς κόσμος, όχι γιατί η θάλασσα ήταν κάτι το σπουδαίο – που δεν ήταν – αλλά γιατί όλος αυτός ο κόσμος ήθελε να μετέχει στη σαρωτική ορμή της modernité που άλλαζε εκείνα τα χρόνια την πρωτεύουσα.

Ήμουν από τις πρώτες ίσως γενιές που μεγάλωνε με την Αθηναϊκή Ριβιέρα πλέον έτοιμη ή σχεδόν, εκείνα τα χρόνια της πρώτης καραμανλικής πρωθυπουργίας (ήδη όμως από το 1954) και αμέσως μετά. Ήταν ένα θαύμα της νέας αρχιτεκτονικής και της τουριστικής κομψότητας. Η Ελλάδα γινόταν μοντέρνα χώρα. Και αυτό άρεζε και συνάρπαζε.

Μόνο να σκεφτεί κάποιος ότι οι λουτρικές εγκαταστάσεις στη Γλυφάδα ή στη Βουλιαγμένη είχαν την υπογραφή μεγάλων αρχιτεκτονικών γραφείων, όπως του Βουρέκα, του Σακελλάριου, του Βασιλειάδη, του Δεκαβάλλα ή του Γεωργιάδη, και η διαφορά αυτή φαινόταν και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Στον κάναβο των βοτσαλωτών που δρόσιζαν τα πόδια, στους ξύλινους διαδρόμους μέσα στην άμμο με τις μπλε, κόκκινες και πράσινες βέργες τους, στα καλαμωτά στέγαστρα με τα λευκά υποστηλώματα, στις πολύχρωμες υφασμάτινες ομπρέλες, στην προοπτική προς τη ρηχή, αχανή θάλασσα και τις αμμουδερές πεδιάδες πάνω στις οποίες, έκπληκτος μια μέρα ως παιδί είχα παρακολουθήσει τα γυρίσματα μιας ελληνικής ταινίας με τη Μάρθα Καραγιάννη και τον Κώστα Βουτσά.

Υπήρχε το dancing, όπου ξεσάλωναν οι Αθηναίοι ακόμη και μέρα μεσημέρι και πριν από 50 -55 χρόνια χόρευαν ξέφρενα με το μαγιό και φωτογραφίζονταν και κυκλοφορούσαν την ευωχία τους.

Επιστρέφει η γεύση από τα χοτ ντογκ και η μυρωδιά από το Coppertone… Tο κοριτσάκι με τον σκύλο που τραβάει το μαγιό μάς καλωσόριζε πάντα στο τεράστιο vintage billboard όταν πλησιάζαμε τη Γλυφάδα και σε κείνο το σύνορο είχαμε πάντα την επιβεβαίωση από το στριγγό ήχο μιας προσγείωσης πάνω από τα κεφάλια μας.

Προσπαθώ να φανταστώ την εντύπωση που έκανε στους Αθηναίους της δεκαετίας του ’50 αρχικά και του ΄60 αργότερα όλο αυτό το πακέτο μοντέρνας ζωής. Η Ακτή “Αστήρ” ήταν το “αρτιώτερο, το πολυτελέστερο, το ανετώτερο τουριστικό συγκρότημα ξενοδοχειακών εξυπηρετήσεων εις όλην την Ελλάδα” με τις 100 καμπάνες με “πλήρες λουτρόν” και “προ παντός θέρμανσιν”, ούτως ώστε να είναι ένα πολυτελές καταφύγιο και το χειμώνα. Υπήρχε το dancing, όπου ξεσάλωναν οι Αθηναίοι ακόμη και μέρα μεσημέρι και πριν από 50 -55 χρόνια χόρευαν ξέφρενα με το μαγιό και φωτογραφίζονταν και κυκλοφορούσαν την ευωχία τους.

Η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας που είχε αναλάβει το έργο μέσα από την ανώνυμη ξενοδοχειακή εταιρεία “Αστήρ” πρόσφερε σε μοντέρνα εκδοχή αυτό που είχε επιχειρηθεί προπολεμικά. Μία φέτα κοσμοπολίτικης ζωής και ανέσεων.

Σε ρεπορτάζ του περιοδικού “Εικόνες” διαβάζω πως “σπάνια είδα την Γλυφάδα σε τέτοια λαμπρότητα και σε τέτοια γαλήνη συνετής νοικοκυροσύνης όσο το φετινό καλοκαίρι (π. 1960). Είναι ο μόνος χώρος σε ολόκληρη την Αττική όπου ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει ως άνθρωπος κι όχι σαν συμπτωματικός τρόφιμος ασύλου φρενοβλαβών. Δεν είναι τυχαίο που ένας άλλος κοσμοπολίτης ευπατρίδης και ιδαλγός του μεταπολεμικού μας κόσμου, ο σερ Ντάγκλας Φαίρμπανκς, δεν παραλείπει ευκαιρία σε κάθε ταξίδι του στην Ελλάδα ν’ αράζει το κότερο που χρησιμοποιεί (φέτος ήταν το “Έρως” του κ. Νιάρχου) αντίκρυ στ’ Αστέρια”.

Εισχωρούν και τα “Αστέρια” και όλη η παραλιακή ζώνη σε ένα κομμάτι νοσταλγικής αστικής ζωής, που με την απόσταση του χρόνου μοιάζει σχεδόν εξωπραγματικό.

 

Διαβάστε ακόμα: Στο γραφείο-σαλόνι της Μάνιας Καραϊτίδη.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top