Στην ελληνική πρωτεύουσα δεν υπάρχουν ουρανοξύστες, αλλά περί τα 25 ψηλά κτίρια ύψους 33 έως 103 μέτρων, όπως το εμβληματικό ξενοδοχείο Χίλτον.

Σε μία συνέντευξή του ο Rem Koolhaas μιλώντας για την πόλη του μέλλοντος είχε αναφερθεί στη διασκορπισμένη πόλη, στο αντίθετο δηλαδή του πυκνού ιστορικού χαρακτήρα των ευρωπαϊκών αστικών κέντρων, όπως σήμερα τα γνωρίζουμε. Θεωρούσε, ότι λόγω της υπερσυγκέντρωσης πληθυσμού η μελλοντική πόλη δεν θα έχει καμία σχέση με τον κλασικό ορισμό της – με το κέντρο, τα όριά της και την περιφέρεια – αντίθετα, σε αυτόν τον νέο τύπο πολεοδομικού σχηματισμού η πληθυσμιακή πυκνότητα θα κατανέμεται ισόμορφα, με αποτέλεσμα να εκλείψει η κεντρικότητα.

Ο Winy Maas επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα της πόλης του 21ου αιώνα. Ο θεωρητικός των ολλανδών αρχιτεκτόνων MVRDV διαπραγματεύεται την σχέση του τεχνητού με το φυσικό περιβάλλον, προβάλλοντας το κτίριο σαν συνέχεια του τοπίου.

Ο Winy Maas επιχειρεί αντίστοιχα να δώσει απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα της πόλης του 21ου αιώνα. Η εξοικονόμηση χώρου, υποστηρίζει, θα μπορούσε να βρεθεί στην καθ’ ύψος ανάπτυξη. Αναρωτιέται, όμως, αν η αύξηση της πυκνότητας του πληθυσμού μπορεί να συνδυαστεί με τη βελτίωση της ποιότητας ζωής; Και ποιος θα είναι σε όλα αυτά ο ρόλος της φύσης; Ο θεωρητικός των ολλανδών αρχιτεκτόνων MVRDV διαπραγματεύεται την σχέση του τεχνητού με το φυσικό περιβάλλον, προβάλλοντας το κτίριο σαν συνέχεια του τοπίου. Και δεν πρόκειται για ασκήσεις αισθητικής, στις οποίες επιδίδεται ο Maas, κάθε άλλο, το διακύβευμα που τον απασχολεί είναι πολύ βαθύτερο.

Τα περισσότερα ψηλά κτίρια της Αθήνας κτίστηκαν κατά την περίοδο της δικτατορίας και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που για δεκαετίες υπήρχε από την αρχιτεκτονική κοινότητα καχυποψία απέναντι σε ανάλογα σχέδια.

Τρεις είναι οι κύριοι λόγοι που δεν υπάρχουν ουρανοξύστες στην Αττική. Ο πρώτος επικαλείται το επιχείρημα ότι εμποδίζουν τη θέα της Ακρόπολης, η οποία έχει ύψος 150 μέτρα, ο δεύτερος συνδέεται με την σεισμικότητα του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου, ενώ ο τρίτος, και ο σημαντικότερος κατά την άποψή μου, σχετίζεται με στερεότυπα και ιδεοληψίες που για άλλη μια φορά εγκλωβίζουν την συζήτηση στη γνωστή αδιέξοδη ελληνική εσωστρέφεια. Το δίλημμα που έχει τεθεί – ως προς το μέλλον που θα θέλαμε για την Αθήνα: είτε μία ανοιχτή παραθαλάσσια μητρόπολη με ήπιο χαρακτήρα, η μία πόλη που θα αναπτύσσεται βάσει των εκάστοτε επιχειρηματικών επενδύσεων – είναι ψευδές και παραπλανητικό, καθώς κινείται στο φάσμα του μαύρου και του άσπρου, και επομένως είναι εξ ορισμού αδόκιμο ως ερώτημα.

Άποψη της λεωφόρου Κηφισίας, μιας αρτηρίας που θα μπορούσε να έχει σχεδιαστεί για να φιλοξενεί (ακόμα) ψηλότερα κτίρια. Όποιος έχει παρατηρήσει την ελληνική πρωτεύουσα απο ψηλά, όποιος έχει περπατήσει στο κέντρο της και στις γειτονιές της, έχει πολλούς και σοβαρούς λόγους για να ασκήσει κριτική. Δεν είναι τα ψηλά κτίρια το πρόβλημα, αλλά η απουσία οργανωμένου χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.

Στην ελληνική πρωτεύουσα δεν υπάρχουν ουρανοξύστες, αλλά περί τα 25 ψηλά κτίρια ύψους 33 έως 103 μέτρων. Τα περισσότερα από αυτά κτίστηκαν κατά την περίοδο της δικτατορίας, όταν απελευθερώθηκε το ανώτατο ύψος δόμησης, και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που για δεκαετίες υπήρχε από την αρχιτεκτονική κοινότητα μια πολεμική, ή έστω καχυποψία, ενάντια σε όποιον πρότεινε ανάλογα σχέδια. Έτσι, η συζήτηση, στη χώρα μας, για την τυπολογία του ουρανοξύστη και για τον ρόλο του στην πόλη ήταν μέχρι σήμερα θεωρητική. Ο «τίτλος» του ψηλότερου κτιρίου της Αθήνας παραμένει σταθερός από το 1968 – πρόκειται για τον Πύργο των Αθηνών, ύψους 103 μέτρων, στην αρχή της λεωφόρου Μεσογείων.

Η επένδυση στο Ελληνικό φιλοδοξεί σε βάθος 25ετίας να ανατρέψει το στάτους που γνωρίζουμε, καθώς τα προτεινόμενα απο την μελέτη κτίρια ξεπερνούν σε ύψος ακόμη και το σύμβολο της πρωτεύουσας, την Ακρόπολη.

Στις ημέρες μας, η επένδυση στο Ελληνικό φιλοδοξεί σε βάθος 25ετίας να ανατρέψει το στάτους που γνωρίζουμε, καθώς τα προτεινόμενα από τη μελέτη κτίρια ξεπερνούν σε ύψος ακόμη και το σύμβολο της πρωτεύουσας, την Ακρόπολη. Σύμφωνα με την Lamda Development, το επενδυτικό της σχέδιο προέβλεπε έξι ουρανοξύστες με ύψος έως 200 μέτρα και μία ζώνη κτιρίων έως 50 μέτρα.

Ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου, υπήρχαν εκείνοι που ταύτισαν τους ουρανοξύστες με τον αμερικάνικο τρόπο σκέψης. Χαρακτηριστικά, ο Malevich το 1924 υποστήριζε ότι «…αν το μελλοντικό Λένιγκραντ κτιζόταν σε στυλ αμερικάνικων ουρανοξυστών, ο τρόπος ζωής και η σκέψη των κατοίκων του θα έπαιρνε αμερικάνικη απόχρωση». Βερμπαλιστικές υπερβολές.

Μπορούμε να φανταστούμε την Αθήνα με έργα όπως το εικονιζόμενο σχέδιο για το Changzhou Culture Center στην Κίνα, ένα κτίριο έξι φορές όσο το Λούβρο;

Από τη δεκαετία του 1980, στον ευρωπαϊκό χώρο αναπτύσσονται γόνιμες απόψεις και εφαρμογές, οι οποίες αντιτάσσουν στο αμερικάνικο μοντέλο της καθ΄ ύψος οικοδόμησης εκείνο της αστικής πυκνότητας και της μίξης των χρήσεων, που χαρακτήριζαν την ευρωπαϊκή πόλη. Όντως, στην Ευρώπη δεν πραγματοποιήθηκε μαζική ανοικοδόμηση ουρανοξυστών κατά το αμερικανικό μοντέλο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα είναι η Φρανκφούρτη. Παρόλα αυτά, και στις ΗΠΑ τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς γραμμικά. Η πρώτη κάθετη δόμηση στις αμερικανικές πόλεις – στο Σικάγο, την Νέα Υόρκη κ.α. – εμπεριείχε πλευρές της κοινωνικής πολεοδομίας, όπως είναι οι παλιοί ουρανοξύστες Art Deco, οι οποίοι τόσο ως προς την χωροθέτησή τους όσο και ως προς τον σχεδιασμό τους, εναρμονίζονταν κατά κάποιον τρόπο με τα περιβάλλοντα κτίρια, ενώ διατηρούσαν έναν οικείο και πιο «πολιτισμένο» χαρακτήρα, στοιχεία που σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί.

Παρότι το ύψος δόμησης έχει κρατηθεί χαμηλά, στα 27 μέτρα, η Αθήνα σήμερα ούτε επαρκείς ελεύθερους δημόσιους χώρους διαθέτει, ούτε ικανό πράσινο, ούτε καν ένα αξιοπρεπές skyline.

Στην Αθήνα θα μπορούσε, καταρχήν πειραματικά, να κτιστεί ένας περιορισμένος αριθμός ουρανοξυστών σε περιοχές με ιδιαίτερα πυκνή δόμηση, όπου δεν εμποδίζεται η θέα προς την Ακρόπολη, και στην συνέχεια να εξεταστεί αν το μοντέλο αυτό θα επεκταθεί και σε μεγαλύτερη, σαφώς όμως οριοθετημένη, αστική ενότητα της πρωτεύουσας. Τα επιχειρήματα περί του αντιθέτου δεν ευσταθούν, αν αναλογιστεί κανείς ότι παρόλες τις ρυθμίσεις στην κάλυψη, τον συντελεστή δόμησης και το ύψος, αλλά και τις αλλεπάλληλες αποσπασματικές πολεοδομικές παρεμβάσεις, η Αθήνα σήμερα ούτε επαρκείς ελεύθερους δημόσιους χώρους διαθέτει, ούτε ικανό πράσινο, ούτε καν ένα αξιοπρεπές skyline, παρότι το ύψος δόμησης έχει κρατηθεί χαμηλά, στα 27 μέτρα.

Στο βάθος, ο διασημότερος “μίνι ουρανοξύστης” της πόλης, ο Πύργος των Αθηνών, παραμένει το ψηλοτερο κτίριο της Αθήνας εδώ και μισό αιώνα (!).

Όσοι υποστηρίζουν ότι η τυπολογία του ουρανοξύστη δεν είναι δυνατόν να ενταχθεί στο ελληνικό τοπίο, ότι θα επηρεάσει αρνητικά το skyline της ελληνικής πόλης, ή ότι διαταράσσει τη δομή και την πολεοδομική της οργάνωση μη συμβάλλοντας στην ιστορική της συνέχεια, μοιάζει να τους διαφεύγει η σημερινή προβληματική εικόνα των αστικών μας κέντρων και ειδικότερα της Αθήνας. Όποιος έχει παρατηρήσει την ελληνική πρωτεύουσα από ψηλά, όποιος έχει περπατήσει στο κέντρο της και στις γειτονιές της, έχει πολλούς και σοβαρούς λόγους για να ασκήσει κριτική.

Ένα ακόμα μεγάλο κτίριο της Αθήνας, το μέγαρο του ΟΤΕ επι της λεωφόρου Κηφισίας.

Δεν είναι τα ψηλά κτίρια το πρόβλημα, αλλά η απουσία οργανωμένου χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Είναι, γενικά, η «ανώριμη» εικόνα των πόλεών μας, ιδιαίτερα της Αθήνας που αναπτύχθηκε σε συνθήκες ασύνδετες και ανεξέλεγκτες, χωρίς γοητευτική αφήγηση, χωρίς θύλακες «ευφορίας», χωρίς ταυτότητα και χαρακτήρα. Είναι επίσης η απουσία νέων πρωτότυπων κτιρίων που «σκοτώνει» την ελληνική πρωτεύουσα, μια πόλη χωρίς μέλλον, καθώς «συρρικνώνεται» πραγματολογικά και σημειολογικά ακολουθώντας τη δημογραφική γήρανση της χώρας μας.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιατί το ΦΙΞ δεν έγινε Tate Modern.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top