4seasonstsarouchis

Ο Νίκος Νυφούδης θυμάται τα χρόνια στο χωριό, τη γιαγιά του, τη μάχη της με τον καρκίνο και την αγάπη. («4 Εποχές», Γιάννης Τσαρούχης)

Τέτοια εποχή. Κάθε χρόνο. Περίμενα πώς και πώς να επιστρέψω από το σχολείο, να καθίσω μαζί με τη γιαγιά μου και να κάνουμε τραχανά. Ο παππούς έβγαζε το κόσκινο από το υπόγειο και το καθάριζε. Να το «κάψει ο ήλιος» έλεγε και το άφηνε 1-2 μέρες κάτω από το ζεστό ήλιο του Σεπτέμβρη. Ύστερα το ζυμάρι. Γρατζουνούσα τα χέρια στο κόσκινο. Η πρώτη χειρωνακτική εργασία.

Και σάλτσα ντομάτα. Για το χειμώνα. Μάθαινα όλα τα μικρά μυστικά της. Το αλάτι, το λεμόνι, λίγο λάδι και καλό βράσιμο να μη μας μουχλιάσει. Προτιμούσα να ήμουν μαζί της παρά να παίζω στην αλάνα. Έτσι κάπως έμαθα να κάνω και γεμιστά, κολοκυθάκια αβγολέμονο και πόσα άλλα. Βλέποντας εκείνη.

Μαζί μ’ αυτά και λίγη αποξηραμένη ρίγανη. Να κρέμεται μαζί με τις κόκκινες πιπεριές και τις ντομάτες που λιάζονταν για να μη χαθεί ο σπόρος. Ο σπόρος, αυτός ο θησαυρός. Και η χωριάτικη γεμάτη γεύση. Ούτε περίτεχνες τεχνικές ούτε φιέστες γευστικές. Αληθινή ντομάτα, ρίγανη, φέτα από τον τενεκέ, αγγουράκια από τον μπαξέ και λάδι από τις ελιές στο Πουρνάρι. Κι αγάπη, πολύ αγάπη.

Θυμάμαι τον Άνθιμο, όταν συγκατοικούσαμε στο Πόρτσμουθ, να λέει στη δική του γιαγιά να μην αγχώνεται για το αν τρώει καλά στα ξένα. «Τα γεμιστά του Νίκου είναι καλύτερα από τα δικά σου, γιαγιά, sorry». Και είμαι σίγουρος πως κι εκείνη, αντί να χαλαστεί, αγάλλιαζε. Έτσι ήταν και έτσι θα είναι, με την αγάπη χωρίς προϋποθέσεις.

Mόνο έτσι παλεύεται ο καρκίνος. Με αγάπη. Και όχι με ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Είμαι σίγουρος πως σε κάποιον μπορείτε να πείτε “σ’ αγαπώ” και να του σφίξετε το χέρι. Κάντε το.

Κι ερχόταν σιγά-σιγά ο χειμώνας, και ήταν βάλσαμο αυτός ο τραχανάς με κόκκινη σάλτσα. Να με παρηγορεί, όσο βαριόμουν που ο παππούς έβλεπε Βουλή. Κάθε απόγευμα. Ακόμα και σήμερα μου φαίνεται φοβερό. Αγράμματος άνθρωπος, αλλά εκεί. Άκουγε τους εκπροσώπους του. Ποτέ δεν κατάλαβα αν καταλάβαινε. Και δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω. Τον χάσαμε προτού αρχίσει η πολιτική μου ενηλικίωση. Μα μου έμεινε παρακαταθήκη αυτή η γλυκιά ανάμνησή του στο χωριό μας. Μου έμεινε παρακαταθήκη η αγάπη του για τη γιαγιά.

Θυμάμαι τα μπλε μάτια της και τα μονίμως μαύρα ρούχα της. Από τότε δεν μου αρέσουν τα μαύρα. Μονίμως μια αφορμή για να πενθεί. Μονίμως μια αφορμή για να μη ζει. Το χωριό, η εκκλησία. Όλα εκεί να τσεκάρονται μεταξύ τους. Σε μια άλλη Ελλάδα. Δύσκολη, αλλά και αληθινή. Σαν την ελληνική οικογένεια.

Και ύστερα ήρθε ο δικός της καρκίνος. Τον πάλεψε στα ίσια, σαν παλικάρι. Δεκαπέντε και βάλε χρόνια. Έφυγε όταν ήμουν 16 ετών. Μου χάρισε 15 χρόνια, παλεύοντας με το θεριό. Θυμάμαι πως, όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, δεν έλειψα ούτε μια μέρα από δίπλα της. Έξι και βάλε μήνες, μετά το σχολείο ήμουν εκεί, άνοιγα τα βιβλία μου και διάβαζα. Κάθε μέρα. Ήταν το δικό μου δώρο στο δώρο της να παλέψει.

Γιατί μόνο έτσι παλεύεται ο καρκίνος. Με αγάπη. Και όχι με ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Είμαι σίγουρος πως σε κάποιον μπορείτε να πείτε “σ’ αγαπώ” και να του σφίξετε το χέρι. Κάντε το.

 

Διαβάστε ακόμα: Αποκατάσταση της πίστης στην ανθρωπότητα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top