5. Ο Καρύδης, ο Παπαδάκης κι η Σωτηρίου στις δόξες τους

Ο Καρύδης, ο Παπαδάκης και η Σωτηρίου στις δόξες τους.

Το ’69.
Το ’69. Και για τα επόμενα τρία χρόνια είμαι ο μόνος Έλληνας πρωταθλητής που κερδίζω βαλκανική πρώτη θέση. Όχι: ’69, ’71 και ’72. Το ’70 στην Αθήνα δεν τα κατάφερα, ήρθα δεύτερος, γιατί είχα κι ένα ατύχημα, είχα χτυπήσει. Μιλάμε με Βούλγαρους και Ρουμάνους μαζί. Κι έσπασα και το φράγμα του λεπτού και στα 100 μ. πεταλούδα, το ’71. Έκανα 59΄ μισό, και 59΄ σκέτο την επόμενη χρονιά. Στη Βαλκανιάδα, το 59΄ μου στην πεταλούδα κάναν δέκα χρόνια να το σπάσουν. Κι έφυγα μετά στην Αμερική.

Όπου;
Όπου –το λέω τώρα, που ο πατέρας μου δεν ζει, κι έτσι δεν θα σκάσει– εγώ δεν προπονιόμουνα. Επέστρεφα με δυο μήνες μόνο προπόνηση, κι έκανα ό,τι έκανα. Αν δεν είχα πάει στην Αμερική, θα ’χα φτάσει πολύ πιο ψηλά, πιστεύω.

«Σταμάτησα το ’73, στα είκοσι τρία μου. Την ίδια χρονιά ο Π.Σ.Α.Τ. μου απένειμε παμψηφεί το βραβείο ήθους. Και το απένειμε ξανά δεκαπέντε χρόνια μετά από τότε…»

Κι ο Γκάλης, αν είχε μείνει εκεί, μπορεί να μην είχε γίνει… θεός μας!
Εδώ, αν μη τι άλλο, θ’ αναγκαζόμουν να κάνω πιο πολλή προπόνηση. Πήγαμε τότε με τον Κουτουμάνη και τον Παπαδάκη με υποτροφίες από ’δω, κι εγώ, ως νέος που ήμουνα και με την ελευθερία που ένοιωσα εκεί πέρα στο Λος Άντζελες, τό ’ριξα έξω, ας πούμε. Ήταν κι η προπόνηση πολύ δύσκολη εκεί, αλλιώς είχαμε μάθει εμείς. Πέσαμε ξαφνικά στα πολύ βαθιά, και δεν μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε. Ενώ ήμασταν πολύ καλοί κολυμβητές, καλύτεροι από πολλούς που συναντήσαμε εκεί πέρα. Μας έλειπε η πειθαρχία και η κατάλληλη σωματική αγωγή. Δεν είχαμε τη δύναμη για ν’ ακολουθήσουμε πια ένα τόσο επίπονο προπονητικό πρόγραμμα. Αρχίσαμε να…

«Τζάτε»;
Να τζάμε… Δεν προλαβαίναμε πια να «μεταλλαχτούμε». Βέβαια, από την Αμερική εγώ γύρισα τελείως αλλιώς. Διαμόρφωσα χαρακτήρα πολύ διαφορετικό, έμαθα για αξιοκρατία, για συναγωνισμό, για εμπιστοσύνη στον εαυτό μας. Σμιλεύτηκα με άλλον τρόπο πια.

Κι επιστρέψατε στο Βασίλειο της Αναξιοκρατίας.
Στη ζούγκλα, εδώ. Και η Αμερική ζούγκλα είναι, αλλά ζούγκλα με… κανόνες. Εκεί, που δεν σε ξέρει κανείς, αν δεν γίνεις καλός, δεν τρως.

Εδώ, αν δεν γίνεις… κακός!
Ναι. Εκεί δεν έχει πατεράδες, ούτε τίποτα.

Κάνατε και δέκα χρόνια προπονητής στον Ολυμπιακό. Πολλά παιδιά περάσανε κι από τα δικά σας χέρια. Η Ρουσσάκη;
Η Έλλη ήταν εκπληκτική κολυμβήτρια από τα δέκα της. Εγώ την πήρα το ’80, έντεκα χρόνων. Αλλά αυτή από τα πέντε της ήταν έτοιμη για πολλά. Εγώ ήμουνα στον Ολυμπιακό προπονητής και το ’74 -’75, με τη Μεταπολίτευση. Με πήραν μάλιστα με τα χίλια ζόρια, δωρεάν σχεδόν να δουλεύω. Αλλά είχα πια το μεράκι και του προπονητή, την όρεξη. Εκείνη τη χρονιά, οι Κοσκινάδες είχαν πάει πάρα πολύ καλά. Είχαν κερδίσει στη Βαλκανιάδα στη Θεσσαλονίκη από… τρεις πρώτες θέσεις ο καθένας. Κι όπου ερχόταν πρώτος ο ένας, ερχόταν δεύτερος ο άλλος.

Θυμάμαι. Γινόταν χαμός στην Ελλάδα τότε, λες και παίρναμε το Παγκόσμιο! Εθνικό θέμα, μετά τις ταπεινώσεις της Δικτατορίας.
Κι ήταν και η πρώτη Βαλκανιάδα που κερδίσαμε και την πρώτη θέση στη βαθμολογία των Ανδρών. Αλλά εγώ, για λόγους που δεν είναι της στιγμής να τους αναλύσουμε, αναγκάστηκα να ξαναφύγω, να ξαναγυρίσω στην Αμερική. Γύρισα το ’80, κι έμεινα προπονητής στον Ολυμπιακό συνεχώς ώς το ’90.


Διαβάστε ακόμα: Δημήτρης Κώνστας – Ο Άρχοντας των δοκαριών


Τη Σοφία τη Δάρρα την είχατε;
Μόνο για έξι μήνες. Αλλά εκείνη την εποχή ήταν στο απόγειο της καριέρας της, πήγε εκπληκτικά καλά. Έκανε το 4΄16΄, έκανε το 8΄50΄, έκανε το 2΄05΄, και το 58΄ εκατό ελεύθερο. Με άθλιες για μας τότε συνθήκες προπόνησης. Αλλά, πάλι δεν είναι της στιγμής, την επόμενη χρονιά το παιδί ξεκινούσε προπόνηση αλλού. Τελοσπάντων…

Ας πούμε και λίγα για την υπόθεση προπονητής.
Τό ’χα μεράκι και το προπονητηλίκι εγώ, από ’να σημείο και μετά. Ήταν κάτι μέσα μου. Επειδή ως αθλητής ήμουνα τεμπέλης, κάποια στιγμή κατάλαβα τι είχα χάσει. Πόσα περισσότερα θα μπορούσα νά ’χα κάνει. Κι αυτά που μου λέγανε στην Αμερική μετά, στα μαθήματα φυσικής αγωγής και προπονητικής, εγώ τά ’χα βιώσει στα δεκαεφτά μου. Την αυθυποβολή, το visualization που λένε της κούρσας, εγώ τά ’κανα αποβραδίς χωρίς να το ξέρω: καθόμουν κι ονειρευόμουνα τον εαυτό μου να κολυμπάει –και να τους …σκίζω τους Παναθηναϊκούς!–, ν’ αφήνω πίσω τον αντίπαλό μου, τέτοια. Τά ’βλεπα όλα, σαν σε όραμα. Δεν είχα κανέναν, ούτε ψυχολόγο ούτε τίποτα, να μου συμπαρασταθεί τότε.

Και η πολλή συμπαράσταση δεν βγαίνει πάντα σε καλό, τά ’παμε.
Όχι, σήμερα είναι πιο εύκολα τα πράγματα για τους αθλητές. Η δεκαετία του εβδομήντα και του ογδόντα, που παλεύαμε ερασιτέχνες εναντίον επαγγελματιών, τα πράγματα ήτανε πολύ δύσκολα. Και οι γονείς –πού θα πάει;– θά ’ρθει μια μέρα που θα σταματήσουν να σε σκοτώνουν. Τώρα επίσης σε πιέζει ο ίδιος ο αθλητής να κάνει πιο πολλή, πιο σωστή προπόνηση. Πάνε και πιο μεγάλοι οι πρωταθλητές, αναλαμβάνουν κάπως τις ευθύνες που τους αναλογούν. Κι άμα εσύ δεν του κάνεις καλή προπόνηση, ο ίδιος ο αθλητής σε αλλάζει για ψύλλου πήδημα. Σε διαλέγουν πια τα παιδιά τα ίδια. Κι αυτό ήταν και δικό μου όραμα, από την Αμερική: ελευθερία επιλογής, όχι παλουκώματα και «–Δεν πάει κανείς πουθενά!», όπως ακόμα και πριν από τέσσερα χρόνια εδώ. Σε καίγανε στην πυρά, αν δεν ήθελες να κάνεις προπόνηση με τον προπονητή που σου επιβάλλανε.

Τι θυμάται από τη θρυλική του καριέρα ο Δημήτρης Καρύδης περισσότερο, ποια στιγμή, ποιο απ’ όλα τα μεγάλα γεγονότα;
Να σας πω: πάω σπίτι κάθε μέρα, βλέπω εκεί τα κύπελλα, ωραία τά ’χει στολισμένα η γυναίκα μου, όπως τά ’χε και η μάνα μου πριν, τα κοιτάζω, εντάξει. Αλλά αν κάποιος με ρωτήσει, του λέω: «Καλά τα μετάλλια και τα κύπελλα, και τα χρυσά και τ’ ασημένια, αλλά εγώ πιο πολύ θυμάμαι, δεν ξέρω πόσα χρόνια μετά, το ’94 νομίζω, που ήμουν πια προπονητής στην Κρήτη, που με εξέλεξαν εμένα καλύτερο κολυμβητή όλων των εποχών, κι ας είχαν γίνει, μετά την εποχή μου, δεν ξέρω πόσες μεγάλες, διεθνείς επιτυχίες. Ας είχαν περάσει τόσοι, επίσης μεγάλοι πρωταθλητές. Αυτό για μένα κάτι λέει… Κι ύστερα, εγώ σταμάτησα το ’73, στα εικοσιτρία μου. Και στα εικοσιτρία μου, ο Π.Σ.Α.Τ. μου απένειμε το βραβείο ήθους. Και το απένειμε ξανά μετά από δεκαπέντε χρόνια από τότε. Κι εμένα μου τό ’δωσε παμψηφεί τη χρονιά που σταμάτησα. Κάτι δεν δείχνει κι αυτό; Γιατί εμένα, το ξέρετε, με χειροκροτάγαν όλοι. Και οι Παναθηναϊκοί…

//Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό «WATERSPORTS», τεύχος 7ο, Μάιος 2005.

 


Διαβάστε ακόμα: Νίκος Γκάλης – Καλλιτέχνης, παιδί μου, μεγάλος καλλιτέχνης!

1 2 3

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top