1. Η Εθνική Ελλάδος στους Πανευρωπαϊκούς του 1967, με προπονητή τον Σάροσι. Ο Δημήτρης Κώνστας όρθιος, πρώτος από δεξιά

Η Εθνική Ελλάδος στους Πανευρωπαϊκούς του 1967, με προπονητή τον Σάροσι. Ο Δημήτρης Κώνστας όρθιος, πρώτος από δεξιά.

Τον θαύμαζα από πάντα. Από την εποχή που ήμασταν όλοι μαζί στο μυθικό Ζάππειο, μικροί-μεγάλοι ανάκατα, ο Κώνστας, ο μέγιστος των τερματοφυλάκων, ήταν για όλους μας, Εθνικούς, Ολυμπιακούς και μη, είδωλο. Προ παντός των τερματοφυλάκων, προ παντός!

Η κεντρική κολώνα του «Αυτοκράτορα», του Εθνικού, για πολύν καιρό, με το στυλ του το εξαίσιο και ανεπανάληπτο, φύσει και θέσει τέλειος κάτω από τα δοκάρια, ο Κώνστας ίσως έζησε σ’ εποχές που η παγκόσμια αναγνώριση δεν ήταν τόσο εύκολη όσο σήμερα. Παρ’ όλα αυτά μπόρεσε κι έμεινε για την Ελλάδα θρύλος, η μορφή του η εκτός συναγωνισμού θα δίνει πάντα το μέτρο για το πώς, για το τι σημαίνει τερματοφύλακας.

Τα είχε όλα: ύψος, όγκο, αντανακλαστικά, εξυπνάδα, θάρρος, ήθος. Αν ήταν στη Γιουγκοσλαβία, στην Ιταλία, σε κάποια από τις χώρες που τιμούν τους ήρωές τους, τα νέα παιδιά, και τα σημερινά ακόμα, τον Κώνστα θα είχαν πρότυπο. Είναι όμως κι αυτός στην Ελλάδα την άτυχη, όπου και ο καλύτερος στον κόσμο νά ’σαι, η αναγνώρισή σου δύσκολη, η καριέρα σου με το χάος, με την αμφισβήτηση, με τις μικρότητες είναι πάντα παράλληλη.

Δημήτρης Κώνστας: Εγώ τις αποφεύγω τις συνεντεύξεις. Τις απέφευγα πάντα. Μίλησα κάποτε στον Τέρενς Κουίκ, γιατί επέμενε κι ο Χαραλαμπόπουλος. Ήταν κι η εποχή που ξεκινούσε κι ο γιος μου να γίνει τερματοφύλακας και τους ενδιέφερε κάπως το θέμα.

– Ο γιος σας ο Μιχάλης.

– Ναι. Που δεν παραδεχόταν τίποτα απ’ όσα του έλεγα εγώ, και γινόντουσαν μάχες, μπας και καταφέρω να του δώσω βάσεις σωστές. Τελικά, ό,τι έμαθε, το έμαθε γρήγορα και σωστά από τον Στάμενιτς, που τον πήρε και μαζί του στη Γιουγκοσλαβία, να τον προπονεί ειδικά ο ίδιος.

– Ο Στάμενιτς στους τερματοφύλακες έδινε μεγάλη προσοχή. Τους θεωρούσε πολύ σημαντικό κομμάτι, τελείως ιδιαίτερο, για την ομάδα.

– Εγώ το στυλ τερματοφύλακα που διδάσκει ο Στάμενιτς δεν το πολυπάω, βέβαια. Προσωπικά, όταν έπαιζα, προσπαθούσα πάντα να βάζω τον αντίπαλο παίκτη σε φάκα. Να τον οδηγήσω να σουτάρει όπως ήθελα εγώ, όχι όπως ήθελε αυτός. Κι αυτό λέω και καμιά φορά, αυτό μεταφέρω, σε κάνα νέο παιδί που έρχεται να με ρωτήσει και μιλάμε.

Αν ο Κώνστας ήταν στη Γιουγκοσλαβία, στην Ιταλία, σε κάποια από τις χώρες που τιμούν τους ήρωές τους, τα νέα παιδιά, και τα σημερινά ακόμα, αυτόν θα είχαν πρότυπο.
2. Ο Κώνστας με τον θρύλο της κολύμβησης Μαρκ Σπιτς

Ο Κώνστας με το θρύλο της κολύμβησης Μαρκ Σπιτς.

– Δεν νομίζω πως απέχει πολύ η λογική Στάμενιτς από αυτό. Απλώς εκείνος, αν έχω καταλάβει καλά, την έστηνε όλη την ομάδα βοηθητική του τερματοφύλακα στο παγίδευμα του αντίπαλου σουτ. Όπως κάνουν, άλλωστε, κι οι περισσότεροι καλοί προπονητές, οι περισσότερες σωστά στημένες άμυνες σήμερα.

– Σήμερα, είναι πολύ συγκροτημένα, αλλά και πολύ προβλέψιμα τα πράγματα. Ακούς λίγο τις οδηγίες και ξέρεις τι θα κάνει ο ένας κι ο άλλος απέναντί σου. Βέβαια, εμείς παίζαμε πολύ πιο στατικό πόλο, και μας «έπαιρνε» να κάνουμε χιλιάδες πράγματα διαφορετικά σε κάθε παιχνίδι. Από το να… κλωτσάς το τέρμα και να πέφτει, μέχρι δεν ξέρω κι εγώ τι…

– Πέναλτι!

– Αμ, δεν ήτανε πέναλτι ακόμα. Πήγαινα λίγο μπροστά, και κοίταγα δήθεν κι εγώ πώς βούλιαξε το τέρμα, πώς γλίστρησε από κάτω η σανίδα που το κρατούσε όρθιο. Τέτοια.

– Ζήσαμε και την εποχή που το σκαστό δεν μέτραγε, ήτανε άουτ. Που δεν μπορούσε ο τερματοφύλακας να περάσει τη σέντρα. Που δεν μπορούσε μετά η μπαλιά του να πάει στα τέσσερα μέτρα της αντίπαλης περιοχής. Διάφορα…

– Εγώ είχα ξεκινήσει με την μπάλα τη δερμάτινη, μ’ αυτή που φωτογραφήθηκε ο Γιαννουρής. Και βάζαμε και… παρκετίνη στις ραφές, μην πάρει νερό κι αποβαρύνει.

– Πώς λοιπόν, πότε, ξεκίνησε η ιστορία του μεγαλύτερου κατά γενική ομολογία τερματοφύλακα όλων των εποχών, του Δημήτρη Κώνστα;

– Εγώ από μικρός είχα καημό με τη θάλασσα. Πειραιώτης κι εγώ, από την πιο φτωχή μάλιστα γειτονιά του Πειραιά, από το Χατζηκυριάκειο.

– «Πού ’χε ρετσίνα δροσερή και όμορφα κορίτσια»;

– Ναι. Το σπίτι μου ήτανε ανάμεσα στο Χατζηκυριάκειο και την Πηγάδα, δύο δωμάτια σκέτα, με την τουαλέτα στην αυλή. Ο πατέρας μου, ανάπηρος πολέμου, ναυτικός, τραβήξαμε πολλά ωσότου κάτι να φτιάξουμε. Εμένα δε, μέχρι την έκτη δημοτικού, δεν μπορούσες να με κρατήσεις με τίποτα. Με βλέπανε στο δρόμο τα παιδιά, οι συμμαθητές μου, κι όπου φύγει-φύγει. Τους έδερνα, τους τσάκιζα. Επειδή με κράταγε όσο μπορούσε η μάνα μου στο σπίτι μέσα, μόλις δραπέτευα, γινόμουνα ο φόβος κι ο τρόμος της γειτονιάς. Πρώτη δημοτικού είχα καταφέρει να πάρω αποβολή!

– Αυτό, όντως, μοιάζει κατόρθωμα.

– Δεκαπέντε χρόνων ήμουνα ένα ενενήντα, θηρίο ανήμερο. Ερχόντουσαν συμμαθητές μου και μου λέγανε «Αυτός μας πείραξε. Πήγαινε δείρ’ τονε», κι εγώ πήγαινα γραμμή. Λες κι ήμασταν στην Αμερική, στις δύσκολες συνοικίες των μαύρων, των Ιταλών. Εγώ εκτονώθηκα τελικά με τον αθλητισμό. Καλά που μπήκα στον αθλητισμό και σώθηκα. Από πολλά, από ένα σωρό πράματα.

– Από τα χειρότερα.

– Βέβαια, κι εγώ μικρός Ολυμπιακός ήμουνα. Στον Πειραιά, είμαστε ανέκαθεν οι τριακόσιοι του Εθνικού κι όλοι οι άλλοι είναι Ολυμπιακοί. Και μόλις σχόλαγα από το σχολείο, πήγαινα στη Λέσχη του Ολυμπιακού και τους έλεγα «Τι θα γίνει; Θα με γράψετε κι εμένα στην ομάδα»; Κι αυτοί όλο ναι, μου λέγανε, «Πέρνα απ’ αύριο».

Διαβάστε ακόμα: Τα παιδιά και τα δελφίνια –στη θάλασσα και στην πισίνα

– Γιατί σας περιφρονούσαν έτσι; Το ένα ενενήντα δεν τους έκανε, κουβαρίστρες θέλανε οι ιθύνοντες οι παντογνώστες;

– Έλα, ντε. Με βλέπανε σαν παιδάκι, ποιος ξέρει; Κι αλλάζουμε σπίτι, κι η διαδρομή μου πια ήτανε από ένα συνεργείο που είχανε οι Κεχαγιάδες. Κι άρχισα να του λέω του αδελφού του Κεχαγιά, που έπαιξε κι αυτός ένα φεγγάρι πόλο «Τι θα γίνει, θα με γράψει κανείς σας σε καμιάν ομάδα;» Και… μ’ έγραφε κι αυτός κανονικά.

– Είχατε δει τότε πόλο ή μόνο τη φανέλα μιας ομάδας λαχταράγατε;

– Όχι, δεν είχα δει. Αλλά κολύμπαγα σχετικά καλά κι εγώ στα Βοτσαλάκια. Στου Παρασκευά πήγαινα, σ’ ένα νησάκι. Εκεί που είναι ο Ναυτικός Όμιλος τώρα, ήταν μια παραλία εκεί, και κολύμπαγα κι εγώ, και πηγαίναμε από το ένα νησάκι στ’ άλλο, από τον ένα βράχο στον πιο πέρα. Εδέησε τέλος ο Κεχαγιάς να με γράψει στον Εθνικό, κι άρχισα κι εγώ να κολυμπάω στο Ρέστειο το κολυμβητήριο στο Φάληρο, να προπονούμαι στο μόνο άλλο «κολυμβητήριο ξηράς» που υπήρχε εκείνες τις εποχές.

«Ο Σάροσι ήταν αυτός που μας έβαλε τις πρώτες επαγγελματικές βάσεις. Αυτός με καθιέρωσε κι εμένα στην Εθνική».

– Όλα τ’ άλλα ήταν… θάλασσα, κανονικά.

– Ναι. Και πρώτος μου προπονητής ήταν ο Τσαντάς. Κι ο Γαρύφαλλος, από κοντά. Ως κολυμβητής, δεν τα παράτησα γρήγορα, κολύμπησα αρκετά χρόνια, σε καλό, νομίζω, επίπεδο. Ερχόμουνα και δεύτερος, και τρίτος, και πρώτος καμιά φορά. Ήμουνα όμως τρομερά δειλός: ανέβαινα στο βατήρα για την εκκίνηση και τρέμανε τα πόδια μου. Ποιος ξέρει γιατί…

– Εσείς, ο πιο άφοβος τερματοφύλακας που έχουν δει τα μάτια μας;

– Εγώ, ο ίδιος. Αλλά κολυμπάγαμε, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς. Κι εγώ και πρόσθιο πήγαινα, κι ελεύθερο, και μεικτές. Όλα. Κολυμπάγαμε στο Ζάππειο στους Πανελλήνιους, κι ύστερα πιάναμε και το πόλο. Την ίδια μέρα.

Διαβάστε ακόμα: Στο Ζάππειο μια νύχτα –Στιγμές παλιές, ονειρικές, στο πιο όμορφο κολυμβητήριο του κόσμου

3. Από την πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης στο περιοδικό Watersports, που δεν υπάρχει πια

Από την πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης στο περιοδικό Watersports, το οποίο δεν υπάρχει πια.

– Μου τα έχει διηγηθεί πολύ παραστατικά κι ο Δημήτρης ο Καρύδης, για τις δόξες του Ζαππείου τη Δεκαετία του ’60 και ’70.

– Γινότανε ο χαμός. Ερχόντουσαν βασιλιάδες, πρωθυπουργοί, καρφίτσα δεν έπεφτε. Μια πρόσκληση νά ’χες να δώσεις, ήσουνα εσύ ο βασιλιάς! Άνοιγες τις πόρτες όλες.

– Και το πόλο;

–Ξεκίνησα παίζοντας και μέσα. Έχει κερδίσει και πρωτάθλημα ο Εθνικός με γκολ δικό μου. Γιατί εγώ, προκειμένου να παίξω, όπου με βάζανε, ήμουνα πρώτος. Μέσα έπαιζα μέχρι και που καθιερώθηκα ως τερματοφύλακας. Μέχρι και σε κάποιους Μεσογειακούς Αγώνες που είχαμε πάει με τον Σάροσι προπονητή, παίζαμε Ελλάς-Γιουγκοσλαβία, κι ήταν ο Σάντιτς, ένας 2.14΄ στο ύψος, και δεν υπήρχε από μας κανένας λίγο κοντινός στο ύψος του να τον μαρκάρει, και τον μάρκαρα εγώ, τι να κάνω; Εγώ φύλαγα τον γίγαντα, τον καλό γίγαντα.

– Κι ο Αννίβας ο Μπίσμπας φύλαξε κάποτε τον Φάραγκο…

– Μου άρεσε, πάντως, και το έξω εμένα. Κι όσο ήμουνα, μετά τον Θυμαρά και τον Κεχαγιά, τρίτος-τέταρτος στον Εθνικό, έπαιζα αρκετές φορές έξω. Κι έλεγα, μικρός, στον Κεχαγιά «Κύριε Γιάννη, να κάτσω κι εγώ λίγο τέρμα;», κι αφού τον ζάλιζα, μού ’λεγε, «Άντε ρε, κάτσε κι εσύ λίγο».

– Και τον περάσατε μετά.

– Ήταν, όμως, πάρα πολύ καλός τερματοφύλακας ο Κεχαγιάς. Κι αν δούλευε περισσότερο, θα μπορούσε να κάθεται πολύ περισσότερο χρόνο κάτω από τα δοκάρια από μένα. Εγώ πάντως, Σωτήρη, είχα ένα καλό: δεν περιφρονούσα κανέναν, παρακολουθούσα όλους τους τερματοφύλακες, μεγάλους ή μικρούς. Αυτό για μένα ήταν το σχολείο μου. Δεν υπήρχαν οι γνώσεις για να μας διδάξουν εμάς την εποχή εκείνη. Από τερματοφύλακα σε τερματοφύλακα μπορούσες ν’ ακούσεις πέντε πράγματα, και μετά τίποτα. Και σήμερα ακόμα, πιο πολύ οι προπονητές στυλ Γιαννουρή να σου πούνε κάτι παραπάνω, που υπήρξαν κι αυτοί μεγάλοι τερματοφύλακες στον καιρό τους.

– Οι «παραστάσεις» όμως είναι ανεκτίμητες. Η τηλεόραση σήμερα, για όποιον έχει λίγο μυαλό, μπορεί να γίνει δάσκαλος μέγας. Βλέποντας μόνο, βέβαια, κι όχι ακούγοντας όλες τις ηλιθιότητες που ξεστομίζουν οι ειδικοί-περί-την-υδατοσφαίριση σπορτκάστερς μας…

– Εμείς εικόνες δεν είχαμε. Ούτε πολλά παιχνίδια διεθνή παίζαμε. Μάλιστα, τα καλά δικά μου παιχνίδια δεν τά ’χουνε δει στην Ελλάδα, τα περισσότερα τά ’παιξα στο εξωτερικό. Εδώ βλέπανε όλοι ένα-δυο Εθνικός – Ολυμπιακός, κι εκεί έληγε το πράγμα. Στο εξωτερικό, όμως, κι εγώ, και οι συμπαίκτες μου, δείχναμε ποιοι ήμασταν. Και μας υπολήπτονταν οι ξένοι μερικές φορές πιο πολύ κι από τους δικούς μας εδώ. Κάναμε, όμως, όπως σας έλεγα στην αρχή, κι αρκετές τρέλες εν ώρα παιχνιδιού, που η εποχή τις επέτρεπε. Σ’ ένα ματς Εθνικός-Γλυφάδα, είχε βάλει το κεφάλι μέσα ο Γιαννόπουλος και κατέβαινε ένα-μηδέν με την μπάλα, κι εγώ τον περίμενα, και μόλις σταμάτησε να μου σουτάρει, του απλώνω τα χέρια εγώ και του λέω:«Δώσ’ τη μπάλα. Σφύριξε. Δεν άκουσες»; Και μου την έδωσε τη μπάλα, και την πήρα εγώ ωραία-ωραία. Ήτανε ν’ ανοίξει η πισίνα να τον καταπιεί, μου το θύμισε πρόσφατα ο ίδιος, δεν τό ’χει ακόμα ξεπεράσει ο άνθρωπος.

«Εγώ, Σωτήρη, είχα ένα καλό: δεν περιφρονούσα κανέναν, παρακολουθούσα όλους τους τερματοφύλακες, μεγάλους ή μικρούς. Αυτό για μένα ήταν το σχολείο μου».

– Εγώ έχω δει και τερματοφύλακα στην Καλαμάτα να κάνει υποβρύχιο, και ν’ αφήνει το τέρμα άδειο, αλλά να καταφέρνει να κλέψει την μπάλα από τον εμβρόντητο αντίπαλό του. Όταν ξεκινάτε εσείς, πάντως, ο Εθνικός είναι ήδη ισόβιος πρωταθλητής. Έτσι δεν είναι;

– Βέβαια. Εγώ έχω πάρει μόνο 16 πρωταθλήματα Ελλάδας, από τα 36… Ήμασταν, όμως, όλ’ αυτά τα χρόνια πραγματική οικογένεια στον Εθνικό. Κι αυτό εγώ το ένιωθα ίσως και περισσότερο από τους συνομηλίκους μου όλους, γιατί παντρεύτηκα και πρώτος, θυμάμαι. Κι επειδή είχαμε ένα σπίτι αρκετά άνετο πια στον Πειραιά, αγοράζαμε ψάρια, κρέας, όλα τα φαγητά, για όλη την ομάδα, και για τις κοπέλες των συμπαικτών μου, τις φιλενάδες τους τότε, και μετά γυναίκες τους. Νιώθαμε τόσο πολύ δεμένοι μεταξύ μας που δεν φοβόμασταν τον Εθνικό μήπως δεν παίξουμε καλά, αλλά το φίλο μας και συμπαίκτη. Εγώ φοβόμουνα μη μου πει ο Σωτήρης ο Σταθάκης ο κολλητός μου καμιά κουβέντα, «Γιατί την κοπάνησες σήμερα από την προπόνηση;» ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Κι εγώ παράταγα και τη δουλειά μου για να τρέξω στην προπόνηση. Ευτυχώς που ήταν από πίσω κέρβερος στο σπίτι η γυναίκα μου, να με αναπληρώσει, να τ’ αντέχει όλα.

Διαβάστε ακόμα: Ο Σωτήρης Κακίσης θυμάται τη (νυχτερινή) θάλασσα της Καλαμάτας του 1975, ως πολίστας τότε κι ο ίδιος της Βουλιαγμένης

– Εσείς είχατε και οικογένεια μες στην οικογένεια.

– Ναι. Κι εγώ, πες, έκανα την πλάκα μου. Εκείνη; Όσον αφορά στα παιχνίδια μέσα, το δέσιμο αυτό που σας λέω, έβγαινε. Βρισκόμασταν και με κλειστά τα μάτια, που λένε, στο ματς πάνω. Διαισθητικά.

– Πότε καταλάβανε στον Εθνικό, πως, όσον αφορά στον Κώνστα, είχανε να κάνουνε με μια πολύ μεγάλη υπόθεση;

– Αυτό δεν ξέρω να σας το πω. Εκείνο που μπορώ, όμως, να σας πω είναι πως εγώ είχα αποκτήσει πια τέτοιο πάθος με το τέρμα που, όταν έβγαινα από το νερό, τα χέρια μου ήταν σαν της πλύστρας. Όλων των παιδιών, δηλαδή, που δουλεύαμε, που παλεύαμε κι από μόνοι μας. Με τον Σάροσι, όμως, μπήκαν τα πράγματα σε σωστές, κάπως, βάσεις. Εκεί πια, με την Εθνική, ένιωθα πως θα πήγαινα καλά. Δεν φοβόμουνα όπως με το κολύμπι. Που έκανα στην προπόνηση 1,12΄ στο πρόσθιο στα εκατό, κι ο Τέρης ο Κουτουμάνης 1,17΄, και στους αγώνες ήμουν αγνώριστος. Στο πόλο, εγώ ο ίδιος άνθρωπος, ήμουνα κι ο εμψυχωτής της ομάδας…

– Γενναίος.

– Ύστερα, δεν μπορούσα να φανταστώ πως κάποιος, ο οποιοσδήποτε, θα μου ’βαζε γκολ. Κι εικοσιπέντε να μού ’χε βάλει στη σειρά, πάντα ήμουνα βέβαιος πως θα τού ’πιανα το εικοστό έκτο! Άλλος άνθρωπος.

– Ο Σάροσι ήταν κι αυτός τερματοφύλακας, νομίζω.

– Ναι. Και, αν και Ούγγρος, ένιωθε Έλληνας, παντρεύτηκε Ελληνίδα, μέχρι τα τελευταία του ήταν ο δικός μας άνθρωπος. Κι ο γιος του έπαιξε υψηλού επιπέδου πόλο. Ο Σάροσι ήταν αυτός που μας έβαλε τις πρώτες επαγγελματικές βάσεις. Αυτός με καθιέρωσε κι εμένα στην Εθνική.

«Δεν μπορούσα να φανταστώ πως κάποιος, ο οποιοσδήποτε, θα μου ’βαζε γκολ. Κι εικοσιπέντε να μού ’χε βάλει στη σειρά, πάντα ήμουνα βέβαιος πως θα τού ’πιανα το εικοστό έκτο!»
4. Ο Κώνστας στην πισίνα του Ζαππείου, με σκουφάκι ακόμη χωρίς προστατευτικά καλύμματα για τ' αυτιά

Ο Κώνστας στην πισίνα του Ζαππείου, με σκουφάκι ακόμη χωρίς προστατευτικά καλύμματα για τ’ αφτιά.

– Γινόντουσαν μεγάλα παιχνίδια με την Εθνική τότε;

– Ναι. Σε πολλά παιχνίδια τα δίναμε όλα. Και δεν είχαμε και τόσο ευκαταφρόνητη ομάδα. Εγώ, βέβαια, πάντα ψύχραιμος. Εγώ που τσακωνόμουνα για ψύλλου πήδημα μικρός, ως παίκτης, ίσως και λόγω της θέσης του τερματοφύλακα, δεν διανοούμουν να χτυπήσω και να χτυπηθώ. Μόνο σ’ ένα Παγκόσμιο πρωτάθλημα στρατιωτικό στην Τεχεράνη, επί Σάχη, σ’ ένα εκπληκτικό ταξίδι, παίζαμε τελικό με τους Γερμανούς, και η πισίνα είχε κοκκινίσει από τα αίματα.

– Όπως Ουγγαρία-Σοβιετία το ’56 στη Μελβούρνη;

– Χειρότερα. Είχανε βάλει κι έναν Πέρση διαιτητή, ο οποίος παράταγε κάτω το σημαιάκι, για να μας πει πως σφύριξε φάουλ, κι έδειχνε με τα χέρια σε ποιον… Και χωριστήκαμε σε ζευγάρια οι παίκτες και δερνόμασταν. Μιλάμε για το ξύλο της αρκούδας, οι… Ευρωπαίοι ενώπιον των… βαρβάρων. Κι είχα έναν Γερμανό αγκυροβολημένο μπροστά μου, κι όταν ο Πέρσης δεν κοίταγε, τού ’ριχνε ο Γιώργος ο Θεοδωρακόπουλος, τού ’ριχνα με το πόδι κι εγώ. Αλλά είχα βγει κι εγώ έξω απ’ τα ρούχα μου.

– Έξω κι απ’ το… μαγιό! Αλλά είναι ιεροσυλία να χτυπάει παίκτης τον τερματοφύλακα, ήτανε τουλάχιστον τη δική μας εποχή. Τι να πούμε σ’ αυτό το σημείο για τους τερματοφύλακες ειδικά;

– Να σας πω λίγα εμπειρικά, από την καριέρα τη δική μου, πράγματα, αν θέλετε. Εγώ πάντα ήμουνα σίγουρος πως ο παίκτης θα σουτάρει από τη μεριά που κοίταγε. Αυτό, νομίζω, πως είναι κι ακόμα κανόνας: ο παίκτης βλέπει τη μεριά που θα σουτάρει. Κι ασυναίσθητα, ακόμα του ξεφεύγουν ματιές προς τα ’κει. Γι’ αυτό οι μεγάλοι παίκτες πιάνουν την μπάλα και κάνουν τα πάντα να μην κοιτάξουν κατά το τέρμα.

– Μην προδοθούν.

– Ναι. Μια φορά, λοιπόν, στο τελευταίο δευτερόλεπτο ενός ντέρμπι Εθνικού-Ολυμπιακού, που και με ισοπαλία τό ’παιρνε το Πρωτάθλημα ολόκληρο ο Ολυμπιακός, και γινότανε χαμός στην πισίνα, πανδαιμόνιο, κερδίζαμε εμείς μ’ ένα γκολ και σφυρίξανε πέναλτι σε βάρος μας. Κι ο Μάκης ο Χαρίτος, ο προπονητής του… Ολυμπιακού, είχε φύγει απ’ την αγωνία –μου τα λέγανε όλ’ αυτά μετά εμένα– κι είχε πάει στου κυρ-Βασίλη το μπαρ μέσα, για να μη βλέπει. Κι εγώ πετάχτηκα βέβαιος από μια ματιά που τού ’χε ξεφύγει του… εκτελεστή μου στη γωνία που έπρεπε, και την κατέβασα μάλιστα την μπάλα και με τα δύο χέρια από το Γάμα. Αλλά μετά αμέσως, τόσο πολύ τρελάθηκα απ’ τη χαρά μου που βρέθηκα εκεί στο νερό ημιλυπόθυμος. Κι ήρθε και με τράβηξε σαν μετά από μάχη μεγάλη στο μέτωπο ο Σωτήρης ο Σταθάκης προς τα ρηχά της πισίνας.

«Το βλέπω πολύ στημένο το σύγχρονο πόλο. Και οι προπονητές σήμερα δύσκολα ν’ αφήσουν τους παίκτες ν’ αυτοσχεδιάσουν. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή δεν τους εμπιστεύονται».

– Και χωρίς το ανάστημα το δικό σας σήμερα οι τερματοφύλακες όλο προς τα μπροστά πέφτουν στα πέναλτι, δεν διανοοούνται να διαλέξουν γωνία…

– Εγώ πάλι νόμιζα πως τις έκοβα στη μέση τις πιθανότητες, πέφτοντας στη μια γωνία. Και είχα πάντα αυτοπεποίθηση, σιγουριά. Αυτό τον μπέρδευε, τον βραχυκύκλωνε, τον εκάστοτε αντίπαλό μου.

– Είναι και δεύτερος προπονητής ο τερματοφύλακας στο παιχνίδι μέσα, δεν είναι;

– Λόγω οπτικής γωνίας. Τα βλέπουμε όλα από την πίσω θέση της αίθουσας του κινηματογράφου. Πάντως, με τον Σταθάκη, που ας ήτανε νεότερός μου, εμείς οι δύο επικοινωνούσαμε με τα μάτια. Μεταφυσικά λίγο. Έστελνα και την μπάλα σωστά όπου ήθελα, γιατί, παίζοντας και μέσα, είχα δουλέψει και στα σουτ, οπότε δεν είχα κανένα πρόβλημα. Δεν γυρίζανε οι συμπαίκτες μου να πάρουν μπάλα: εγώ την έστελνα την μπάλα, και την περιμένανε τυφλά όλοι, στο σημείο που έπρεπε για τον καθέναν στην αντεπίθεση. Τους τροφοδοτούσα όποτε ήθελα, όπου ήθελα, κι όπως ήθελα.

Διαβάστε ακόμα: Josep Brasco: ο δάσκαλος των δασκάλων

– Και όποιον θέλατε.

– Ο Μάρκελος ο Σιταρένιος π.χ., που ήτανε γρήγορος κι έφευγε πάντα πρώτος, δεν γύριζε να κοιτάξει καθόλου, ούτε δέκατο του δευτερολέπτου δεν έχανε. Ήτανε βέβαιος πως η μπαλιά μου θα τον έβρισκε πάντα στο σωστό σημείο, να την πάρει μπροστά από εκείνους που τον κατεδίωκαν. Κι ο Σωτήρης πάλι έφερνε τον φουνταριστό που φύλαγε λίγο προς τ’ αριστερά, ώστε εγώ νά ’μαι έτοιμος να τον πιάσω από τα δεξιά. Όλ’ αυτά τα κάναμε αυτόματα, από μόνοι μας συχνά, από ένστικτο τις περισσότερες φορές. Αλλά τα παιδιά, οι συμπαίκτες μου, με κάνανε καλό τερματοφύλακα. Εδώ, ένα χρόνο έπαιζα με προσαγωγούς, μόνο με χέρια, και δεν τό ’χε καταλάβει κανένας. Άσε που, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, τους προκαλούσα τους αντιπάλους μου να σουτάρουν. Κι έπιανε κι αυτό. Ο παίκτης ψυχολογικά αιφνιδιαζότανε. Μπερδευότανε, και σούταρε άσχημα…

– Αυτά στο σύγχρονο πόλο θα μπορούσαν να γίνονται, λέτε;

– Εγώ το βλέπω πολύ στημένο το σύγχρονο πόλο. Αυτή είναι η εντύπωσή μου. Και οι προπονητές σήμερα δύσκολα ν’ αφήσουν τους παίκτες ν’ αυτοσχεδιάσουν. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή δεν τους εμπιστεύονται. Αλλά κι η ελευθερία έχει συχνά ευεργετικά αποτελέσματα. Αρκεί να μην πιάσει κανείς και κάνει τη μια βλακεία πάνω στην άλλη.

– Η ελευθερία, είν’ αλήθεια, έχει λείψει απ’ όλα τα σπορ πια. Η ευεργετική ατομικότητα.

– Μα πώς θα γίνει; Πώς θα ομορφήνει και λίγο το πράγμα; Δεν λέμε να καταπατούνται τα βασικά ή να διαλύεται ο συγχρονισμός της ομάδας. Αλλά και η επινοητικότητα έχει τη χάρη της. Και η τυποποίηση τα τρωτά της. Τι χαρά να πάρει ένας θεατής, αλλά κι ο παίκτης μέσα στο παιχνίδι, όταν είναι όλα προκαθορισμένα απ’ τα πριν;

– Αλλάξανε οι εποχές. Σκλήρυναν παντού τα πράγματα.

– Εμείς, όμως, τότε κάναμε και το κέφι μας. Ήμασταν παρέα. Και στο εξωτερικό, και με τον Εθνικό, και με την Εθνική, όλοι μ’ εμάς, με τους Έλληνες, είχαν να κάνουν. Δίναμε λίγη ζωή παραπάνω, τα ζούσαμε σαν παιδιά όλα. Εδώ ο Καραβάνος, το υπέροχο αυτό παιδί, ο τόσο καλός τερματοφύλακας του Ολυμπιακού, έτρωγε γκολ κι έλεγε, αν ήταν ωραίο το σουτ ή η φάση, «Τι ωραίο γκολ»! Έτσι μονολογούσε καμιά φορά, τον είχα ακούσει εγώ με τ’ αφτιά μου, αθώα πάντα εντυπωσιασμένος. Ας ήταν ο ίδιος εκείνος που τό ’χε φάει το γκολ, θαύμαζε το συνδυασμό, την ικανότητα. Είχε μαγεία κάποτε το πόλο, όλα τα σπορ. Θα την ξαναβρεί άραγε ποτέ; Θα την ξαναβρούμε;

5

Διαχρονική Εθνική Ελλάδος 2015: στη μέση ο Δημήτρης Κώνστας, δεξιά του ο Τάσης Παπαϊωάννου, παλιός αρχηγός της Γλυφάδας, και αριστερά του ο Γιάννης Γιαννουρής. (Φωτό: Σωτήρης Κακίσης).

//Η πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης του Δημήτρη Κώνστα έγινε στο περιοδικό «WATERSPORTS», τεύχος 8ο, Ιούνιος 2005. Η εδώ δημοσίευση είναι αφιερωμένη στην Τζίνα Ρούπακα, την αντίστοιχα μεγάλη τερματοφύλακα του ελληνικού πόλο, την «Κόμπρα» κατά τον Κώνστα).

Water Polo legends: Dimitris Konstas, the giant goalie from Greece

 

Διαβάστε ακόμα: Μπράβο στην ελληνική ψυχή, αλλά κανενός είδους ψυχή δεν αρκεί…

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top