p01ghbty

Δυστυχώς, ο μέσος Έλληνας βλέπει παντού στημένα παιχνίδια, προκειμένου να δικαιολογήσει τη δική του στασιμότητα. (Φωτογραφία: Scott Land)

Στο μαγαζί που παίρνω καφέ, το συμπαθέστατο παλικάρι που κάνει ντελίβερι αποφαίνεται με βεβαιότητα: «Είναι μαριονέτα ο Ομπάμα φίλε, τον έχουν μόνο για τη μόστρα, αφού το ξέρουμε καλά πως άλλοι αποφασίζουν και τά ‘χουν όλα συμφωνήσει».

Είναι μια διαδεδομένη άποψη αυτή όταν νιώθεις ότι χάνεις. Υποβιβάστηκε η ομάδα; Το παιχνίδι ήταν στημένο. Δεν σε θέλει το κορίτσι; Επειδή είναι πουτάνα. Πέτυχε ο γείτονας; Θά ‘ναι σίγουρα λαμόγιο. Και ούτω καθεξής. Πουθενά, όμως, δεν συναντάμε τέτοια ευρεία συναίνεση όσο στο θέμα των ισχυρών αυτού του κόσμου, στο μυαλό του μέσου Έλληνα που νιώθει χαμένος, γενικώς. Και βλέπει ένα σκοτεινό Διευθυντήριο να έχει σημαδέψει την τράπουλα, να έχει μοιράσει τα πόστα σε μασόνους, Εβραίους, ομοφυλόφιλους, μαριονέτες ή όλα μαζί, αφού έχει αποφασίσει από πριν πότε θα γίνει ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος παγκόσμιος πόλεμος.

Έχω συχνά αναρωτηθεί γιατί τόσοι πολλοί, ενδεχομένως οι περισσότεροι, συμπατριώτες μου πιστεύουν ότι το παιχνίδι, γενικώς, είναι στημένο. Ως τώρα δεν έβρισκα απάντηση. Όμως, η αποστροφή του φίλου στο καφέ της γειτονιάς μού άναψε ένα γλόμπο στον εγκέφαλο, σαν τα καρτούν.

Σκληρά εργαζόμενος, ευγενής και φιλότιμος μεν, αλλά ανόρεκτος για τη δουλειά και ίσως για τη ζωή ο φίλος, βλέπει δικαιολογημένα τις προοπτικές του να στενεύουν και, αφού πιστεύει ότι δεν θα γίνει ποτέ Ομπάμα, ή έστω μαγαζάτορας με δικούς του ντελιβεράδες, μειώνει τον «σικέ πλανητάρχη» για να δικαιολογήσει και τη δική του στασιμότητα.

Σε μεγάλο βαθμό τον καταλαβαίνω, αυτόν και όλους όσοι υποκύπτουμε κατά περιόδους ή και μονίμως στην εύκολη αισώπεια λύση του «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». Είναι μια παρηγοριά. Σε απαλλάσσει από τις ευθύνες σου. Όμως, ειδικά στη χώρα μας δεν είναι μόνον αυτό.

«Έχει ο θεός» λέμε και αναζητάμε σαν παιδιά τη βοήθεια και την ευθύνη σε μια ανώτερη δύναμη, παραβλέποντας τις δικές μας ευθύνες. Με άλλα λόγια, κάνουμε αγιασμό στο αμάξι, αλλά δεν φοράμε ζώνη ασφαλείας.

Στην Ελλάδα, ο ωχαδερφισμός, που γίνεται συχνά μηδενισμός, η έλλειψη προσωπικής φιλοδοξίας, το βόλεμα των μεταπολιτευτικών χρόνων της ήσσονος προσπάθειας, έρχεται να συναντήσει δυο μεγάλες παραδόσεις που μας καταδυναστεύουν. Στο πρακτικό επίπεδο, την απελπιστική αναξιοκρατία που επικρατεί σε όλα τα επίπεδα: Οικογενειοκρατία, φατριασμός, τοπικισμός, συντεχνιακές νοοτροπίες έχουν ως αποτέλεσμα αν δεν είσαι παιδί του μπαμπά ή προϊόν του κομματικού σωλήνα να μην μπορείς όχι πρωθυπουργός να γίνεις αλλά ούτε ευνοϊκή μετάθεση στο στρατό να πάρεις.

Το άλλο επίπεδο είναι το μεταφυσικό. Η ορθόδοξη παράδοση, πολύτιμη κατά τα άλλα και σεβαστή, λόγω των ύστερων αιώνων της παρακμής του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας μάς έχει μπολιάσει με μια μοιρολατρία που ευνοεί κάθε λογής προφητείες και δεισιδαιμονίες, οι οποίες καλλιεργούν ένα γενικότερο αίσθημα ματαιότητας και αδυνατίζουν την όρεξη για πίστη στον εαυτό μας και στη δυνατότητα υπέρβασης των δυνάμεων μας. «Έχει ο θεός» λέμε, («inch’Allah» – αν είναι θέλημα Θεού, λένε οι μωαμεθανοί) και αναζητάμε σαν παιδιά τη βοήθεια και την ευθύνη σε μια ανώτερη δύναμη, παραβλέποντας τις δικές μας ευθύνες. Με άλλα λόγια, κάνουμε αγιασμό στο αμάξι, αλλά δεν φοράμε ζώνη ασφαλείας.

Ακόμα και αυτή η υπέρτατη αξία του χριστιανισμού και ειδικά του ορθόδοξου χριστιανισμού, η συγχώρεση, μειώνει την ανάγκη για λογοδοσία και ατομική ευθύνη και πρωτοβουλία. Ενώ το αναστάσιμο πνεύμα όσο ζωογόνο και αν είναι μεταθέτει, ως ένα βαθμό, τις επίγειες υποχρεώσεις και δύσκολες αποφάσεις στο επέκεινα.

Να γιατί οι κάθε λογής Παπουλάκοι, Αρτέμηδες Σώρρες και Ομάδες Έψιλον βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Νανουρίζοντάς μας ότι τάχα δεν φταίμε εμείς για τίποτα, αλλά μονάχα κάποιοι άλλοι, πάντα ξένοι, τους οποίους αυτοί θα αναλάβουν να κατατροπώσουν.


Διαβάστε ακόμα: «Θες να γίνεις fit; Είναι απλό, σήκω από την καρέκλα κι έλα!»


Ο φίλος στο καφέ μού θύμισε τον εαυτό μου σε ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη όπου σήκωνα με δυσπιστία το βλέμμα στον ουρανό με τους ουρανοξύστες και προσπαθούσα μεταφορικά να τους κοντύνω. Ώσπου σταμάτησα σε ένα σταντ με χοτ ντογκ και το μάτι μου έπεσε σε ένα αυτοκόλλητο στο τζάμι με τα ψωμάκια: Έγραφε «impossible is nothing», και ο χοτ-ντογκάς είχε κόψει το λογότυπο της μάρκας αθλητικών στην οποία ανήκε το σλόγκαν. Το είχει οικειοποιηθεί, ως δική του έμπνευση και καθημερινή φιλοσοφία, και με έκανε να το νιώσω όταν με εξυπηρέτησε σαν να του δίνω ένα εκατομμύριο, όχι ένα δολάριο.

Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να ήταν αφελής και σίγουρα δεν έγινε πρόεδρος. Μπορεί σήμερα να έχει παρατήσει τα χοτ ντογκ και να ζητιανεύει στο μετρό. Δεν θα μου έκανε όμως εντύπωση, αν υπήρχε τρόπος να το μάθω, ότι στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν, έχει πραγματικά διαπρέψει.

Ο πατέρας του Μπαράκ Ομπάμα, του «πλανητάρχη», έβοσκε κατσίκες στην Κένυα. Ας το σκεφτούμε για μια στιγμή.

Ο πατέρας του Μπαράκ Ομπάμα έβοσκε κατσίκες στην Κένυα. Κατσίκες, ρε φίλε, σε μια άλλη ήπειρο. Σε μια χώρα που το κατά κεφαλήν ημερήσιο εισόδημα είναι όσο ο φρέντο που αγοράζω στο μαγαζί με τους καφέδες. Ας το σκεφτούμε για μια στιγμή.

Αντί να βλέπουμε παντού φαντάσματα και συνωμοσίες, ας αναλογιστούμε πόσα μπορούμε να διδαχτούμε από το παράδειγμά του Ομπάμα και του κάθε αυτοδημιούργητου φωτεινού προσώπου, και ασφαλώς των χιλιάδων Ελλήνων που κι αυτοί πετυχαίνουν με σκληρή προσπάθεια το στόχο που έθεσαν στον εαυτό τους. Μπορεί να μην γίνουμε πρόεδροι, ούτε καν καφετζήδες. Όμως, το χρωστάμε στον εαυτό μας να αντικρίζουμε με καθαρό βλέμμα τη ζωή που αξιωθήκαμε να ζήσουμε, χωρίς θολούρες συνωμοσίας, χωρίς «ελαμωρετώρα» και χωρίς να κλαίμε τη μοίρα μας.

 

Διαβάστε ακόμα: Νίκη Trump – Bad news για την Ελλάδα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top