Ο ένας μένει κι ο άλλος αποχωρεί. Η αλλαγή φρουράς είχε στη σημασία της (Konstantinos Tsakalidis / SOOC).

Στη δήλωσή του για το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε ότι η ήττα που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει στρατηγικό χαρακτήρα. Με τη θέση αυτή ουσιαστικά συμφωνούν από το βράδυ της 7ης Ιουλίου κι έπειτα οι διάφοροι σχολιαστές, οι οποίοι τονίζουν ότι το 31.5% που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ εξασφαλίζει τη διατήρηση του κόμματος σε ρόλο ισχυρού πολιτικού παίκτη με προοπτική εξουσίας, γιατί τάχα αποτύπωσε άνοδο της δύναμής του σε σχέση με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.

Οι εκτιμήσεις αυτές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αποκλείσει μια μελλοντική ισχυροποίηση και διεκδίκηση της εξουσίας από κάποιο κόμμα, ιδίως αν αυτό έχει βρεθεί πρόσφατα σε κυβερνητική θέση και διατηρεί υψηλά ποσοστά. Ωστόσο η φετινή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφώς στρατηγικών διαστάσεων, με την έννοια πως μεταβάλλει σημαντικά το πολιτικό τοπίο και αποτυπώνει κρίσιμη μετατόπιση ισχύος στον ιδεολογικό άξονα, ικανή να ανοίξει μια νέα σελίδα στην ελληνική πολιτική ιστορία. Επίσης, αντίθετα απ’ ό, τι λέγεται, η επίδοση που κατέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές δεν σηματοδοτεί αύξηση της εκλογικής και πολιτικής του επιρροής σε σχέση με τις ευρωεκλογές, αλλά αντίθετα επικυρώνει την πτώση της και μάλιστα την επιτείνει.

Ένας στοιχειώδης κανόνας όχι μόνο της πολιτικής επιστήμης αλλά και της κοινής καθημερινής λογικής, τον οποίο μάλλον ουδείς από τους σχολιαστές των εκλογικών αποτελεσμάτων τήρησε ως τώρα, είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει ποσοτική σύγκριση ανάμεσα σε ανόμοια μεγέθη. Δεν μπορεί δηλαδή να ειπωθεί ότι κάποιος αύξησε τα δύο μήλα που είχε επειδή τώρα έχει τρία πορτοκάλια.

O ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν αύξησε την πολιτική του επιρροή και δύναμη κατά την περίοδο που μεσολάβησε από τις ευρωεκλογές του Μαΐου, αλλά συρρικνώθηκε περαιτέρω.

Το ίδιο ισχύει και για τα εκλογικά αποτελέσματα, τα οποία μπορούν να συγκριθούν ποσοτικά απευθείας μόνο με ομοειδή δείγματα, δηλαδή με άλλα εκλογικά αποτελέσματα που προέκυψαν από ίδιας φύσης διαδικασίες: οι εθνικές εκλογές συγκρίνονται ποσοτικά απευθείας μόνο με εθνικές εκλογές, οι ευρωεκλογές με ευρωεκλογές κ.ο.κ. Η αντιπαραβολή αποτελεσμάτων εκλογικών διαδικασιών διαφορετικής φύσης μπορεί να μας βοηθήσει να βγάλουμε ποιοτικά συμπεράσματα ή να καταγράψουμε γενικότερες τάσεις, όμως σε καμία περίπτωση δεν μας δίνει ένδειξη για την εξέλιξη της πολιτικής και εκλογικής δύναμης ενός κόμματος. Για κάτι τέτοιο είναι απαραίτητη η αντιπαραβολή ομοειδών διαδικασιών και η σύγκριση των ευρημάτων που θα προκύψουν.

Αν λοιπόν συγκρίνουμε την πτώση που κατέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου σε σχέση με εκείνες του Σεπτεμβρίου 2015 και την αντίστοιχη πτώση του στις πρόσφατες ευρωεκλογές σε σχέση με εκείνες του 2014, βλέπουμε ότι είναι μεταξύ τους απολύτως συμμετρικές και ότι μάλιστα η πτώση των εθνικών εκλογών είναι ακόμα μεγαλύτερη από εκείνη των ευρωεκλογών: στις πρώτες ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε το 11.3% της εκλογικής του δύναμης σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2015 (31.5% από 35.5% των ψήφων), ενώ στις δεύτερες είχε απολέσει το 10.5% (23.8% από 26.6%) σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2014. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η στιγμή που το κόμμα ανήλθε στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, η αποδυνάμωσή του καθίσταται δυσχερέστερη, αφού έχει χάσει το 13.2% του ποσοστού του σε σχέση με τότε (31.5% από 36.3%).

Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν αύξησε την πολιτική του επιρροή και δύναμη κατά την περίοδο που μεσολάβησε από τις ευρωεκλογές του Μαΐου μέχρι τις εθνικές εκλογές του Ιουλίου, αλλά στην πραγματικότητα εκείνη συρρικνώθηκε περαιτέρω. Επιπρόσθετα, το μέγεθος της ήττας του γίνεται ακόμη πιο εμφανές αν συγκριθεί με τις ανάλογες ήττες άλλων κυβερνώντων κομμάτων κατά το παρελθόν, αφού προκύπτει ότι η απώλεια εκλογικής δύναμης που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διακυβέρνηση Τσίπρα είναι αναλογικά από τις υψηλότερες.

Πράγματι, το 11.3% ή 13.2% που απώλεσε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές μεταξύ 2015-2019 είναι καταρχήν πολύ μεγαλύτερο από το μόλις 6% που έχασε η ΝΔ από το εκλογικό της ποσοστό κατά την πρωθυπουργία του Αντώνη Σαμαρά, όταν έπεσε από το 29.7% του 2012 στο 27.8% του 2015. Η πτώση του Τσίπρα είναι επίσης πολύ μεγαλύτερη από το 7.3% που είχε χάσει το ΠΑΣΟΚ μεταξύ 2000-2004 από την εκλογική του δύναμη, όταν μάλιστα πλησίαζε τα 11 συνεχή χρόνια στην εξουσία (40.6% από 43.8%). Αισθητά ευρύτερη είναι επιπλέον η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ και από το 8.3% που απώλεσε ο Κώστας Καραμανλής το 2007 σε σχέση με το ποσοστό που είχε λάβει το 2004 (41.8% από 45.5%). Μόνο η ελεύθερη πτώση Καραμανλή το 2009 και βέβαια η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ το 2012 αποτελούν χειρότερες επιδόσεις κυβερνώντων κομμάτων από εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Η ισχυροποίηση που πέτυχε ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι εντυπωσιακή και ιστορική.

Στα παραπάνω δεδομένα προστίθενται τα στοιχεία που αποτυπώνουν την παράλληλη θεαματική ισχυροποίηση της ΝΔ. Η άνοδος της ΝΔ στις ευρωπαϊκές και εθνικές εκλογές ήταν επίσης πλήρως συμμετρική, καθώς το κόμμα αύξησε τα ποσοστά του κατά 45.8% στις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου σε σχέση με εκείνες του 2014 (33.1% από 22.7%), και κατά 42% στις εθνικές εκλογές σε σχέση με εκείνες του Σεπτεμβρίου 2015 (39.9% από 28.1%) – αύξηση που φτάνει το 43.5% αν λάβουμε υπόψη το αποτέλεσμα του Ιανουαρίου 2015. Η ισχυροποίηση που πέτυχε ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι εντυπωσιακή και ιστορική, αφού πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση ποσοστών που έχει καταγραφεί στη μεταπολιτευτική Ελλάδα για ένα από τα δύο πρώτα κόμματα, πέρα από την ιλιγγιώδη άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981.

Το εύρος και η σημασία της νίκης της ΝΔ στις 7 Ιουλίου γίνονται ακόμη πιο ευδιάκριτα αν εξεταστεί η μετατόπιση εκλογικής δύναμης ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα. Η ΝΔ σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ πέρασε από το -7.4% του Σεπτεμβρίου 2015 και το -8.5% του Ιανουαρίου 2015, στο +8.4% του 2019, καταγράφοντας μια ισχυροποίηση 15.8 ή αντίστοιχα 16.9 μονάδων έναντι του αντίπαλου κόμματος. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μετατόπιση εκλογικής ισχύος ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα σε όλη τη μεταδικτατορική ελληνική ιστορία, με εξαίρεση και πάλι τις εκλογές του 1981. Σημειωτέον ότι η ανατροπή που καταγράφηκε στις ευρωεκλογές ήταν μικρότερη, ίση με 13.3 μονάδες, δεδομένο που επιβεβαιώνει πως η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές ήταν ακόμη βαρύτερη απ’ ότι στις ευρωπαϊκές.

Το στοιχείο που ολοκληρώνει την εικόνα της καίριας μεταβολής του ελληνικού πολιτικού χάρτη είναι εκείνο της συνολικής εκλογικής δύναμης των κομμάτων στον συμβατικό άξονα δεξιάς-αριστεράς. Τοποθετώντας τα κόμματα στον άξονα με βάση τις ιδεολογικές τους αναφορές και ορίζοντας ως αριστερά όχι μόνο τα αμιγώς αριστερά αλλά και τα κεντροαριστερά, και αντιστοίχως για τα κεντροδεξιά, βλέπουμε ότι τα κόμματα που βρίσκονται στη δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος συγκέντρωσαν συνολικά το 47.5% των ψήφων, ενώ εκείνα που βρίσκονται στην αριστερή το 49.7%.

Πρόκειται για τη μικρότερη διαφορά που έχει καταγραφεί ποτέ υπέρ της αριστερής πτέρυγας, με εξαίρεση τις ανώμαλες εκλογές του Μαΐου 2012, όταν, στην καρδιά της κρίσης, ο βασικός διαχωρισμός ήταν το μνημόνιο-αντιμνημόνιο και όχι ο παραδοσιακός άξονας δεξιάς-αριστεράς. Είναι χαρακτηριστικό το ότι ακόμα και στις μεγάλες νίκες της ΝΔ με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το 1990 και τον Κώστα Καραμανλή το 2004, η συνολική διαφορά υπέρ της αριστερής πτέρυγας ήταν μεγαλύτερη, παρότι η ΝΔ είχε λάβει ακόμη υψηλότερα ποσοστά από το φετινό 40%.

Επιπλέον, στις ευρωεκλογές του 2019 τα δεξιά κόμματα συγκέντρωσαν συνολικά μεγαλύτερα ποσοστά από τα αριστερά, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ σε ευρωεκλογές, και τελευταία φορά συνέβη στις εθνικές εκλογές του 1977. Ενδεικτικά, στις ευρωεκλογές του 1999, όταν μάλιστα νικήτρια ήταν η ΝΔ με 36%, τα δεξιά κόμματα είχαν συγκεντρώσει συνολικά το 42% των ψήφων ενώ τα αριστερά το 54.9%. Στις 26 Μαΐου η δεξιά πτέρυγα έλαβε το 49.7% και η αριστερή το 42.9%, παρότι το ποσοστό της πρώτης ΝΔ ήταν μικρότερο από εκείνο του 1999.

Kατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποιήθηκε μια καίρια πολιτική και ιδεολογική μεταστροφή στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.

Συνεπώς η ανάλυση των αντικειμενικών δεδομένων υποδεικνύει πως κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποιήθηκε μια καίρια πολιτική και ιδεολογική μεταστροφή στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, με σαφή ισχυροποίηση της δεξιάς σε βάρος της αριστεράς. Το 1981 ήταν η πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία που η αριστερή πτέρυγα του πολιτικού φάσματος συγκέντρωσε συνολικά μεγαλύτερα ποσοστά από τη δεξιά. Το 2019 η δεξιά μειώνει όσο ποτέ τη διαφορά της από την αριστερά σε επίπεδο εθνικών εκλογών, και μάλιστα την ξεπερνά για πρώτη φορά σε επίπεδο ευρωεκλογών. Κάτι ανάλογο δεν είχε συμβεί ούτε σε περιπτώσεις που η ΝΔ είχε λάβει αισθητά μεγαλύτερα ποσοστά από τα φετινά, συνεπώς η εξέλιξη που καταγράφεται έχει ευρύτερη διάσταση και δεν περιορίζεται απλώς στην άνοδο της ΝΔ.

Η ανακούφιση του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εθνικές εκλογές είναι το ίδιο άλογη και ανεδαφική με την αίσθηση που είχαν πολλοί μετά τις ευρωεκλογές, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν δήθεν υπό κατάρρευση. Προέρχονται και οι δύο από το ίδιο θεμελιώδες μεθοδολογικό λάθος, εκείνο της σύγκρισης ανόμοιων μεγεθών. Το 23.8% του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές φάνηκε υπερβολικά μικρό επειδή συγκρινόταν λανθασμένα με το 35-36% των προηγούμενων εθνικών εκλογών, ενώ το συγκρίσιμο μέγεθος ήταν το 26.6% των ευρωεκλογών του 2014. Αντίστροφα, μετά τις εθνικές εκλογές πολιτικοί και δημοσιογράφοι αναφέρουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δήθεν αύξησε σημαντικά τα ποσοστά του από τον Μάιο στον Ιούλιο, τη στιγμή που το κόμμα στις εθνικές εκλογές γνώρισε στην πραγματικότητα ακόμη μεγαλύτερη πτώση από εκείνη των ευρωεκλογών, γεγονός από το οποίο προκύπτει ότι βρίσκεται σε σταθερή κατεύθυνση φθοράς, όχι ανάκαμψης.

Η ανακούφιση του Τσίπρα μετά τις εθνικές εκλογές είναι το ίδιο άλογη και ανεδαφική με την αίσθηση που είχαν πολλοί μετά τις ευρωεκλογές, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν δήθεν υπό κατάρρευση (George Vitsaras / SOOC).

Το ότι η πολιτική συζήτηση στην Ελλάδα συνεχίζει να διεξάγεται με βάση την υπερσυναισθηματική και διαισθητική παρατήρηση των εξελίξεων αντί για την ορθολογική και επιστημονική τους προσέγγιση, είναι η απαισιόδοξη νότα στο γενικά θετικό μήνυμα των φετινών εκλογών. Επίσης, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, το γεγονός πως πολιτικοί, δημοσιογράφοι και δημοσκόποι διαπράττουν κατά συρροή ένα τόσο θεμελιώδες μεθοδολογικό λάθος, αποτελεί δείγμα μιας αντιδημοκρατικής αντίληψης που διέπει τη χώρα, η οποία θεωρεί τις ψήφους ως ιδιόκτητες ή δανεικές – σύμφωνα και με την ορολογία Τσίπρα – και όχι ως απαντήσεις στα συγκεκριμένα εκάστοτε ερωτήματα.

H Nέα Δημοκρατία οφείλει να αφήσει πίσω της τα σύνδρομα ενοχής.

Όσον αφορά το μεγάλο θέμα του πώς η ελληνική κεντροδεξιά θα μπορέσει να κεφαλαιοποιήσει τη δεξιόστροφη τάση που καταγράφεται στο εκλογικό σώμα, εγκαθιδρύοντας μια δεξιά ιδεολογική ηγεμονία για την επόμενη ιστορική περίοδο, η σύντομη εκτίμησή μου είναι πως η ΝΔ θα το επιτύχει αν γίνει περισσότερο εθνική και φιλελεύθερη ταυτόχρονα, όσο κι αν κάτι τέτοιο μπορεί να ακούγεται σε πολλούς παράδοξο. Αν η συντηρητική παράταξη θέλει να αξιοποιήσει την ιστορική ευκαιρία που της παρουσιάστηκε, θα πρέπει σε ιδεολογικό και πολιτισμικό επίπεδο να τονώσει τις παραδοσιακές της αναφορές δίνοντάς τους ζωντανό σύγχρονο περιεχόμενο, κάτι που σημαίνει ότι οφείλει να αφήσει πίσω της τόσο τα σύνδρομα ενοχής, όσο όμως και την ελληνορθόδοξη κλειστότητα.

Σε οικονομικό επίπεδο θα είναι πολύ πιο εύκολο από το παρελθόν να υποστηρίξει έμπρακτα και ρητορικά την καπιταλιστική νοοτροπία της εντατικής εργασίας και της μεθοδικής επένδυσης ως τη μόνη οδό προς τη μακροπρόθεσμη ευημερία, τώρα που δεν υπάρχουν πια οι ροές εύκολων δανεικών κεφαλαίων από το εξωτερικό μέσω των οποίων αυξάνονταν τεχνητά τα βιοτικά επίπεδα, και μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει κατανοήσει τη φενάκη του κρατισμού.

Τα δείγματα από τα τελευταία χρόνια είναι θετικά. Γι’ αυτό και η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη κατόρθωσε να επανέλθει στην εξουσία, με μια νίκη που όπως αναλύθηκε παραπάνω είναι στρατηγική και ιστορική. Η ηγεσία της ΝΔ θα πρέπει να θυμάται ότι αναδείχθηκε εξαρχής χάρη στην κινητοποίηση ευρύτερων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, που μέσα από τον παροξυσμό των αριστερών μεταπολιτευτικών μυθευμάτων και το αδιέξοδό τους, συνειδητοποίησαν ακριβώς την ανάγκη μιας τέτοιας εξέλιξης της ελληνικής δεξιάς.

 

// O Σωτήριος Φ. Δρόκαλος έχει Μεταπτυχιακούς τίτλους και εργασίες στις Διεθνείς Σχέσεις, τις Στρατηγικές Σπουδές και τη Διεθνή Αντιτρομοκρατία, πτυχίο Νομικών Επιστημών με εργασία στην Πολιτική Οικονομία (Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, Πανεπιστήμιο Niccolò Cusano της Ρώμης). Είναι συγγραφέας συνολικά έξι ιστορικών και θεωρητικών βιβλίων στην ιταλική και ελληνική γλώσσα, όπως και διάφορων μελετών και άρθρων ιστορίας και διεθνούς πολιτικής σε περιοδικά και ιστοσελίδες της Ελλάδας και της Ιταλίας. 

 

Διαβάστε ακόμα: Αν έβλεπε ο Μαρξ το «Game of Thrones».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top