Photo Credit: akadimia-platonos.blogspot

Βαφτίζοντας «φασίστες» αυτούς που ψήφισαν ΧΑ, μια ολόκληρη περιοχή μπορεί να απαξιωθεί, ενώ δικαιούται το ακριβώς αντίθετο. Photo Credit: akadimia-platonos.blogspot

Πριν από περίπου τρία χρόνια, όταν μετακόμισα στην περιοχή του Κολωνού, βρέθηκα μπροστά σε μια ενδιαφέρουσα πρόκληση. Είχα έρθει εδώ περισσότερο από σύμπτωση μιας και ήταν για μένα, μια terra incognita. Είχα υπόψη μου μονάχα τον virtual Κολωνό ∙ αυτόν που έχουν διαμορφώσει στο μυαλό μας τα αστυνομικά ρεπορτάζ και τα «οδοιπορικά για την Αθήνα της Κρίσης». Και ενώ είχα από παλιά, σταθερές φιλίες και έχω περάσει άπειρα βράδια στην Αχαρνών και την Λιοσίων, στην πραγματικότητα ήμουν πάντοτε περαστικός από τις περιοχές που έχουν «κερδίσει» μια άσχημη φήμη.

Μου άρεσε όμως η ιδέα ότι θα ζήσω σε μια παλιά (αρχαία) γειτονιά της Αθήνας που κρατά ζωντανή την ιστορική μνήμη της πόλης, από τον λόφο του Ιππίου Κολωνού έως τους δρόμους που κορυφώθηκε η Εθνική Αντίσταση, τα χαμόσπιτα που μεγάλωσαν τρεις γενιές Αθηναίων, τις παλιές νεοκλασικές επαύλεις, τα περιφρονημένα landmarks, όπως το μοναδικό δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής που είναι το Δημόσιο Καπνεργοστάσιο. Και κυρίως, η Ακαδημία Πλάτωνος, στη συνοικία της οποίας υπερηφανεύομαι ότι φιλοξενούμαι.

Από εδώ που βρίσκομαι, μπορώ να σχεδιάσω τους νοητούς δρόμους που συνδέουν την Ακαδημία με την Αρχαία Αγορά (που είχε σιχαθεί ο Πλάτων για την καταδίκη του δασκάλου του και ήρθε να φτιάξει τη σχολή του εδώ, μακριά δηλαδή από την πόλη), το νεκροταφείο του Κεραμεικού, το εργοστάσιο του φωταερίου στο Γκάζι, την Ομόνοια, το Μεταξουργείο, το ποτάμι ∙ τα γεωγραφικά, ιστορικά και κοινωνικά κύτταρα της αστικής μας ταυτότητας.

Σκέφτηκα τους ανθρώπους που ψωνίζω από τα μαγαζιά τους, που συναντώ στο δρόμο. Πολλοί από αυτούς τους ψήφισαν. Δεν είναι όμως «δικοί τους».

Στις πρόσφατες εκλογές για τον Δήμο Αθηναίων, το νεοναζιστικό κόμμα ήρθε πρώτο στην περιοχή μας, καταγράφοντας ένα εντυπωσιακό ποσοστό και όλοι αναρωτιούνται τι σκατά πήγε τόσο στραβά. Άκουσα πάλι περισπούδαστες αναλύσεις και προτάσεις να κατέβουν(sic) εδώ τα επιτελεία των κομμάτων για δημοκρατική επιμόρφωση, λες και πρόκειται για παρισινό banlieue. Η κυρίαρχη άποψη συμπυκνώνεται στην εξωτική περιγραφή μιας περιοχής (όχι κατάστασης) που απαιτεί την πατερναλιστική φροντίδα των «φορέων»…

Διαβάστε ακόμα: Ίων Δραγούμης και η σημερινή εθνικιστική ακροδεξιά

Δεν τους αδικώ, ωστόσο. Το πρόβλημα σε αυτήν την ανάλυση, δεν έγκειται στις προθέσεις, τις οποίες αντιλαμβάνομαι ως αγαθές σε πείσμα της «μαύρης», συνομωσιολογικής, ρητορικής που γίνεται μέρα με τη μέρα και πιο δημοφιλής. Τα προβλήματα είναι έντονα εδώ και ο πληθυσμός των μεταναστών που προσπαθούν να επιβιώσουν αρκετά μεγάλος. Αλλά για ένα περίεργο λόγο, το αίσθημα της ασφάλειας αναπληρώνεται από την ανθρωπιά που επιδεικνύουν οι κάτοικοι, την αίσθηση της συμμετοχής σε μια κοινότητα. Είμαι βέβαιος ότι τα στοιχεία για την εγκληματικότητα μπορεί και να με διαψεύσουν, αλλά εγώ είμαι υποχρεωμένος να καταθέσω τη δική μου μαρτυρία. Και να θυμίσω ότι η δημόσια ασφάλεια είναι, πριν απ’ όλα, το αίσθημα που βιώνει ο καθένας μας. H διασπορά του φόβου, άλλωστε, λειτουργεί σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Έχω περιηγηθεί αρκετά τις γειτονιές του 4ου διαμερίσματος (Ακαδημία Πλάτωνος, Κολωνός, Σεπόλια) και δεν αμφισβητώ ούτε κατ’ ελάχιστο το τοπίο της εμπορικής αποσύνθεσης, της ανατριχίλας για τον κοινωνικό αποκλεισμό, το τέλμα και τα αδιέξοδα. Υπερασπίζομαι όμως, την κανονικότητα αυτών των συνοικιών. Δεν υπάρχουν άλλοι νόμοι, άλλου τύπου εκδουλεύσεις. Και ναι, δεν έχω δει ποτέ μου τύπους με μαύρα μπλουζάκια. Είναι βέβαιο ότι κινούνται στους ίδιους δρόμους με μένα, αλλά η αλλοίωση των συνειδήσεων επιτυγχάνεται πιο αποδοτικά μέσω της διαστρέβλωσης της κοινωνικής μας ταυτότητας.

Οι κάτοικοι του 4ου διαμερίσματος είναι οι πιο γκάγκαροι Αθηναίοι που έχω γνωρίσει. Έμειναν εδώ όταν οι άλλοι μετακόμιζαν στις απρόσωπες «υπνουπόλεις» και φορτώθηκαν σημειολογικά, αλλά εντελώς άδικα, το στίγμα «αυτού που έμεινε πίσω». Υπάρχουν σιδεράδικα που δουλεύουν αδιάλειπτα, σαράντα χρόνια, δίπλα στα κουφάρια των πάλαι ποτέ εύρωστων βιοτεχνιών. Στα εργαστήριά τους οι άνθρωποι δουλεύουν μερακλίδικα παράγοντας πολιτισμική υπεραξία. Γιατί να μην λένε λοιπόν ότι «φυλάνε Θερμοπύλες»;

Κάπου εκεί πάτησε η εθνικιστική και αντι-πολιτική προπαγάνδα. Είναι πιο εύκολο να πεις εμείς και «αυτοί», και στο «αυτοί» να τσουβαλιάσεις τα πάντα: τη δημοκρατία, τις ελευθερίες, ακόμα και το αίμα των παππούδων σου που εκτελέστηκαν απ’ τους Ναζί το 1943, σ’ αυτήν εδώ την γειτονιά. Αυτός ο διχασμός παρουσιάστηκε σαν το λειτουργικό υποκατάστατο της ματαιωμένης κοινωνικής συνοχής και ο ακρωτηριασμός της μνήμης σαν αποκατάσταση της «αλήθειας που μας κρύβουν». Είναι σίγουρο ότι ενεργοποιήθηκαν τα συντηρητικά αντανακλαστικά και ανακλήθηκαν έντεχνα οι «λογοκριμένες» αναμνήσεις από την χουντική «τάξη και ασφάλεια». Αλλά τίποτα από αυτά δεν θα ήταν αρκετό, αν δεν επιβεβαιώναμε βιαστικά και την κοινωνική μας απόσταση.

Ο Παζολίνι έλεγε ότι η είσοδος στο θέατρο θα πρέπει να είναι δωρεάν σε όσους δηλώνουν «φασίστες».

Λίγες ημέρες πριν τις εκλογές πέρασα τυχαία έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής στο Σταθμό Λαρίσης, όπου είχε συγκέντρωση ο Παναγιώταρος. Το πλήθος ήταν στοιχισμένο σε αραιή διάταξη και κουνούσαν μηχανικά τις σημαιούλες τους. Δεν ήταν περισσότερα από εκατό άτομα. Η εικόνα αυτή μου ήρθε στο μυαλό όταν έβλεπα τα αποτελέσματα της κάλπης για την περιοχή που ζω.

Μετά σκέφτηκα όλους τους ανθρώπους που χαιρετώ, ψωνίζω από τα μαγαζιά τους, συναντώ στο δρόμο. Πολλοί από αυτούς τους ψήφισαν, παραβλέποντας την εγκληματική τους δράση. Ανέχτηκαν την διακηρυγμένη βία και τρομοκρατία που ασκούν σε συνανθρώπους μας και προσβάλλουν την τιμή και το ήθος του Έλληνα. Δεν είναι όμως, οργανικό κομμάτι μιας συμμορίας. Δεν είναι «δικοί τους». Και όσο κι αν κουρέλιασαν την αξιοπρέπεια ενός ολόκληρου έθνους, οφείλουμε να συναντηθούμε ξανά, όχι για να κουνήσουμε συγκαταβατικά το κεφάλι σε ό,τι μας λένε, αλλά γιατί μοιραζόμαστε την ίδια ταυτότητα.

Πριν δώσουμε αγώνα για να κερδίσουμε τις ψήφους τους, θα πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να μην δούμε τον γείτονά μας να γίνεται δολοφόνος. Βαφτίζοντάς τους «φασίστες» ικανοποιούμε μονάχα τη δική μας αυταρέσκεια και κατ’ επέκταση μια ολόκληρη περιοχή μπορεί να απαξιωθεί, ενώ δικαιούται το ακριβώς αντίθετο.

Θυμάμαι πάντα ένα κείμενο του Πιερ Πάολο Παζολίνι που είχε τη μορφή μανιφέστου για το σύγχρονο θέατρο. Έγραφε εμφατικά εκεί ότι η είσοδος στις παραστάσεις θα πρέπει να είναι δωρεάν σε όσους δηλώνουν «φασίστες». Δεν είναι αυτό μια καλή αρχή;

Διαβάστε ακόμα: Η «Μαύρη Διεθνής» μπορεί να διαλύσει την Ευρώπη;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top