Η Novartis, που τόσο έχει απασχολήσει την Ελληνική πολιτική σκηνή εδώ και αρκετό καιρό, παραδέχθηκε ότι πλήρωσε 1.2 εκατομμύρια δολάρια σε μια εταιρεία που ανήκει στον προσωπικό δικηγόρο του Ντόναλντ Τραμπ, μετά την εκλογή του τελευταίου το 2016. (Φωτογραφία: Harold Cunningham / Getty Images / Ideal Image)

Τον Δεκέμβριο του 2017, Γάλλοι εισαγγελείς απήγγειλαν κατηγορίες προς την εταιρεία-γίγαντα Lafarge-Holcim για συμμετοχή στην χρηματοδότηση του Ισλαμικού Κράτους στην Συρία. Παρότι η είδηση ότι η μεγαλύτερη εταιρεία τσιμέντου του πλανήτη πλήρωνε μίζες που κατέληγαν στις τσέπες των τζιχαντιστών είναι από μόνη της μεγάλο γεγονός, άξια προσοχής είναι και η διαδικασία που οδήγησε στην αποκάλυψη αυτή.

Η περίπτωση της Lafarge-Holcim ίσως είναι ενδεικτική ότι αλλάζουν κάποια πράγματα στην Ευρώπη. Φαίνεται πως η εποχή της «αφέλειας» που εταιρείες ανάλογου μεγέθους διέλυαν κάθε κανόνα ηθικής, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό έχει τελειώσει. Μια σειρά σκανδάλων στην Ευρώπη δείχνει ότι δικαστές, εισαγγελείς αλλά και πολιτικοί έχουν γίνει λιγότερο ανεκτικοί απέναντι στην εταιρική διαφθορά, κοινώς στις μίζες.

Ένα ακόμα παράδειγμα που βεβαιώνει του λόγου το αληθές είναι η περίπτωση της Novartis που τόσο έχει απασχολήσει την Ελληνική πολιτική σκηνή εδώ και αρκετό καιρό. Αυτόν τον μήνα, η εταιρεία παραδέχθηκε ότι πλήρωσε 1.2 εκατομμύρια δολάρια σε μια εταιρεία που ανήκει στον προσωπικό δικηγόρο του Ντόναλντ Τραμπ, μετά την εκλογή του τελευταίου το 2016. Ο σκοπός της μίζας ήταν να μάθει σύμφωνα με τον πρώην Διευθύνοντα Σύμβουλο Τζο Χιμένεζ, πρώτη τα πλάνα του προέδρου για την Υγεία.

Ανάλογη περίπτωση είναι και αυτή που αφορά τον Βενσάν Μπολορέ, έναν από τους πλουσιότερους Γάλλους, ιδιοκτήτη της εταιρείας τηλεπικοινωνιών Vivendi. Πριν περίπου δυο μήνες ο Μπολορέ υπέστη τον εξευτελισμό -για έναν επιχειρηματία του μεγέθους του- να ανακριθεί από τις Γαλλικές αρχές για μίζες σε Αφρικανούς πολιτικούς, χωρίς να του απαγγελθούν τελικά κατηγορίες. Παρά ταύτα η ανάκριση και μόνο του Μπολορέ ήταν ισχυρό μήνυμα ότι η Γαλλία που έχει την φήμη ότι κάνει τα στραβά μάτια στην διαφθορά, αλλάζει στάση.

Οι ευρωπαϊκοί κανόνες είναι σύντομα πιθανό να απαγορεύσουν τις ανώνυμες εταιρίες, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως εταιρίες βιτρίνα για τις μεταφορές χρημάτων που είναι δύσκολο να εντοπιστούν.

Οι νέοι νόμοι δυσκολεύουν τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να παίξουν βρώμικα. Η Αμερική πέρασε το νόμο περί Πράξεων Διαφθοράς από το Εξωτερικό (FCPA) το 1977. Με το πέρασμα των χρόνων οι αμερικανικές αρχές έχουν ασκήσει διώξεις σε πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, με βάση το εάν έχουν επιχειρήσεις στην Αμερική, έχουν εισηγμένες μετοχές ή έχουν χρέος προς το Αμερικανικό κράτος. Μερικά από τα μεγαλύτερα πρόστιμα της FCPA έχουν επιβληθεί σε ευρωπαϊκές εταιρείες. Σε σύγκριση με την Αμερική, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν επιδείξει σχετικά λίγες περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια. Όμως και η Ευρωπαϊκή νομοθεσία δείχνει να πλησιάζει.

Ένας γαλλικός νόμος, ο Sapin II, που θεσπίστηκε τον περασμένο Ιούνιο, δίνει στα δικαστήρια τη δικαιοδοσία να δικάζουν επιχειρήσεις για δωροδοκία σε τρίτες χώρες, ακόμη και αν κανένα άλλο κράτος δεν έχει διαμαρτυρηθεί. Όπως και ο βρετανικός νόμος περί δωροδοκίας του 2010, διαμορφώθηκε από μια σύμβαση κατά της διαφθοράς του ΟΟΣΑ. Οι νόμοι σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και οι νέοι κανόνες όπως η MiFID 2, μια οδηγία της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που τέθηκε σε ισχύ φέτος, διαμορφώνουν επίσης νέες συνήθειες, για παράδειγμα κάνοντας τις επιχειρήσεις να δημοσιεύουν ποιος πληρώνει για ποιες υπηρεσίες. Οι ευρωπαϊκοί κανόνες είναι σύντομα πιθανό να απαγορεύσουν τις ανώνυμες εταιρίες, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως εταιρίες βιτρίνα για τις μεταφορές χρημάτων που είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Η Βρετανία, η οποία απαγορεύει ήδη τέτοιες ανώνυμες επιχειρήσεις, πρόκειται να επεκτείνει το νόμο αυτό το μήνα, έτσι ώστε να ισχύει για πολλά υπερπόντια εδάφη της.


Διαβάστε ακόμα: Το κλαμπ των μονοκρατόρων του 21ου αιώνα


Όμως στο παιχνίδι μπήκε ενεργά και η λεγόμενη κοινωνία των πολιτών, μέσω των Μη Κυβερνητικών Οργανισμών. Η ιστορία της Lafarge για παράδειγμα ξεκίνησε από μια ΜΚΟ, την Sherpa και την εφημερίδα Le Monde. Ενώ η οργάνωση Global Witness με βάση το Λονδίνο ξεκίνησε έρευνες για την δραστηριότητα του Ιταλικού πετρελαϊκού γίγαντα Eni. H εταιρεία κατηγορείται μαζί με την Royal Dutch Shell για μίζες σε Νιγηριανούς πολιτικούς το 2011. Ασφαλώς, δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο στην Νιγηρία, είναι ίσως η πρώτη φορά που η εισαγγελική έρευνα κινείται από μια ΜΚΟ. Ο πρώτος γύρος της ακροαματικής διαδικασίας σε δικαστήριο του Μιλάνο είχε και μια κωμική διάσταση αφού ήταν τόσοι οι κατηγορούμενοι, που ο δικαστής είπε κάποια στιγμή «την επόμενη φορά πρέπει να πάμε σε μεγαλύτερη αίθουσα». Ανάμεσα στους κατηγορούμενους ήταν και ο σημερινός διευθύνων σύμβουλος της ENI καθώς και πρώην μεγαλοστελέχη της Shell.

Η πίεση στις Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αυξάνεται πάντως και από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, αφού οι Αμερικανοί φαίνεται να είναι ιδιαίτερα αυστηροί σε τέτοια θέματα. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Telia μιας Νορβηγικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών στην οποία το Αμερικανικό κράτος επέβαλε πρόστιμο ενός δις δολαρίων για μίζες στο Ουζμπεκιστάν. ‘Έκπληξη όμως αποτελεί το γεγονός ότι ο νέος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής, Σιρίλ Ραμαφόζα ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση του θα συνεργαστεί πλήρως με τις Γαλλικές αρχές για το σκάνδαλο της εταιρείας Thales. Η εν λόγω αμυντική βιομηχανία είχε προνομιακή μεταχείριση από τον πρώην πρόεδρο της χώρας Τζέικομπ Ζούμα ο οποίος παραιτήθηκε λόγω μυρίων όσων σκανδάλων.

Εντύπωση όμως προκαλεί και το γεγονός ότι αυξάνονται οι προσπάθειες προκειμένου οι εταιρείες να «αυτό-αναφέρονται». Τι σημαίνει αυτό; Το 2016 ο αεροναυπηγικός γίγαντας της Ευρώπης η Airbus ανέφερε στις βρετανικές και τις γαλλικές εισαγγελικές αρχές ότι έδωσε ψευδείς πληροφορίες σε μια προκαταρκτική έρευνα για υπόθεση διαφθοράς. Η Airbus πλήρωσε εν τέλει πρόστιμο 3 δις δολαρίων γλιτώνοντας ενδεχομένως πρόστιμο μαμούθ, αν δεν αυτό-αναφερόταν. Οι βρετανικές αρχές ιδιαίτερα υποδέχτηκαν μάλλον με ενθουσιασμό την υπόθεση της Airbus, δίνοντας και άλλα κίνητρα σε εταιρείες όπως την Rolls-Royce η οποία ήρθε σε συμβιβασμό πληρώνοντας μόνο 500 εκατ. λίρες για υπόθεση μιζών.

Οι ακτιβιστές πιστεύουν ότι στόχος του Τραμπ είναι να βοηθήσει τους εθνικούς πρωταθλητές της Αμερικής κάνοντας τα στραβά μάτια στην διαφθορά. Ενώ ανάλογοι φόβοι εκφράζονται για επιχειρήσεις από την Κίνα και την Ρωσία.

Παρά τα θετικά βήματα που έχει κάνει η Βρετανία ανησυχίες παραμένουν καθώς από τη μια υπάρχουν πολιτικοί όπως ο αρχηγός των Εργατικών στην Μεγάλη Βρετανία, Τζέρεμι Κόρμπιν, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι εταιρείες την βγάζουν φτηνά, κάνοντας προ-δικαστικές συμφωνίες ενώ από την άλλη υπάρχει και η ανοικτή πληγή των Ρώσων ολιγαρχών, στο λεγόμενο Λόντονγκραντ όπως ονομάζεται περιπαικτικά το Λονδίνο πια. Μόλις πρόσφατα, μετά την υπόθεση Σκριπάλ, του Ρώσου πράκτορα που φέρεται να δηλητηριάστηκε από το Κρεμλίνο σε βρετανικό έδαφος, οι αρχές κλονίστηκαν συθέμελα.

Από την άλλη πλευρά, οι Ευρωπαίοι επιχειρηματίες ανησυχούν πρώτα από όλα γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί μια κινούμενη βόμβα. Τον περασμένο Νοέμβριο απέσυρε τις ΗΠΑ από μια διεθνή συμφωνία για την διαφάνεια των επιχειρήσεων στον τομέα του πετρελαίου, του αερίου και των μεταλλευμάτων. Οι ακτιβιστές πιστεύουν ότι στόχος του Τραμπ είναι να βοηθήσει τους εθνικούς πρωταθλητές της Αμερικής κάνοντας τα στραβά μάτια στην διαφθορά. Ενώ ανάλογοι φόβοι εκφράζονται για επιχειρήσεις από την Κίνα και την Ρωσία οι οποίες είναι ευκολότερο να κάνουν business στην Αφρική, για παράδειγμα, καθώς δεν αντιμετωπίζουν την δαμόκλειο σπάθη των δικαστικών αρχών.

[Πηγή: The Economist]

 

Διαβάστε ακόμα: Ρωσικά «McMafia» παιχνίδια από την Αγγλία έως την Κύπρο

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top