Ένα μαύρο κοστούμι, ένα άσπρο πουκάμισο και μια σκούρα γραβάτα αρκούν. Μπορούν να λειτουργήσουν ως ιδανικό φόντο πάνω στο οποίο μπορείς να διακρίνεις ξεκάθαρα την προσωπικότητα, το σφρίγος και την αισιοδοξία ενός ανθρώπου.

«Φρεσκοξυρισμένος, καλοχτενισμένος και χαμογελώντας πλατιά, ο πατέρας μου πόζαρε με ανεπιτήδευτη φυσικότητα μέσα σ’ ένα σκούρο κοστούμι με άσπρο πουκάμισο και στενή μαύρη γραβάτα». (Στη φωτογραφία ο Νίκος Κ. Τσίτσας γύρω στα ’50s)

Σκαλίζοντας τις προάλλες σ’ ένα κουτί με παλιές φωτογραφίες, έπεσα πάνω σε κάτι ασπρόμαυρες του πατέρα μου, όταν ήταν ακόμη νέος, γύρω στα 25 του. Ορφανεμένος απ’ τα πέντε, ο μικρότερος από τα τρία αδέρφια, δεν πρέπει να ήταν πολλά χρόνια που είχε έρθει απ’ το χωριό στην πρωτεύουσα, όπως χιλιάδες άλλοι της γενιάς του εκείνη την εποχή. Τα χρήματα τότε πρέπει να κάλυπταν μετά βίας τα βασικά, ωστόσο η αίσθηση που εξέπεμπε σ’ αυτές τις εικόνες κάθε άλλο παρά μίζερη ήταν. Φρεσκοξυρισμένος, καλοχτενισμένος, και χαμογελώντας πλατιά, γυρισμένος στα 3/4 και γέρνοντας ελαφρά μπροστά, χωρίς να κοιτάζει το φακό, πόζαρε με ανεπιτήδευτη φυσικότητα μέσα σ’ ένα σκούρο κοστούμι με άσπρο πουκάμισο και στενή μαύρη γραβάτα. Διάολε, ο πατέρας μου έμοιαζε σαν να ’χε βγει απ’ το Rat Pack!

Διαβάστε ακόμα: Το χρήμα, η κατανάλωση, η εξουσία και το μεγάλο προσδόκιμο ζωής δεν φέρνουν την ευτυχία.

Και τότε αντιλήφθηκα ότι το εξαιρετικό σ’ αυτήν τη φωτογραφία δεν ήταν τα ρούχα ή το στυλ (άλλωστε, τη δεκαετία του ’60, ανεξάρτητα από την οικονομική ή κοινωνική κατάστασή του, ο καθένας πρέπει να είχε ένα μαύρο κοστούμι, ένα άσπρο πουκάμισο και μια σκούρα γραβάτα στην ντουλάπα του). Το εντυπωσιακό ήταν ο τρόπος που αυτά τα δύο στοιχεία λειτουργούσαν ως ιδανικό φόντο πάνω στο οποίο μπορούσες να διακρίνεις ξεκάθαρα την προσωπικότητα, το σφρίγος και την αισιοδοξία του εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Όσο κι αν εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή υπόνοια ότι οι επόμενες δεκαετίες θα τον επιβεβαίωναν.

«Οι περισσότεροι υπακούαμε πειθήνια στις προτροπές της ‘’αγοράς’’ να αφήσουμε τα αγαθά μας να μιλήσουν για μας. Άλλο εάν συχνά νιώθαμε ότι το κοστούμι που φοράμε ήταν κάποιου άλλου».

Οι φωτογραφίες της εποχής μας δεν είναι έτσι. Δεν έχουν εκείνο το πνεύμα. Αυτό που καταφέραμε όλα τα προηγούμενα χρόνια ήταν να φέρουμε το φόντο μπροστά, υποβιβάζοντας την προσωπικότητα σε δεύτερο ρόλο. Σκεφτείτε το λίγο. Αυτό στο οποίο υποκύψαμε ήταν οι προτροπές της «αγοράς» να αφήσουμε τα αγαθά μας να μιλήσουν για μας: τα ρούχα, τα αυτοκίνητα, τα σπίτια, η δουλειά, το εισόδημα, οι γυναίκες –ναι, και οι γυναίκες.

«Η επιστροφή στην απλότητα είναι ο δρόμος που δείχνουν όλοι οι οιωνοί. Ένας τρόπος ζωής που θέλει σεμνότητα κι αυτοπεποίθηση –όχι φιοριτούρες».

Δεν είχε τόση σημασία ούτε η τιμή τους ούτε η ποιότητά τους ούτε ο τρόπος που θα τα αποκτούσαμε ούτε εάν μας ταίριαζαν ούτε λόγος φυσικά για το εάν πραγματικά τα είχαμε ανάγκη. Αυτό που μετρούσε ήταν η ιδιοκτησία σε συνάρτηση με το κοινωνικό αντίκρισμα. Το να τα έχουμε και να τα προβάλουμε. Το να έχουμε πολλά. Και να μπορούμε να τα αντικαταστήσουμε όλα με εκείνα που θα είναι στη μόδα του χρόνου. Το πρόσταγμα ήταν αυτό, και οι περισσότεροι υπακούαμε πειθήνια, άλλο εάν συχνά πυκνά νιώθαμε ότι το κοστούμι που φοράμε ήταν κάποιου άλλου.

01

«Μπορούμε να είμαστε είτε μίζεροι είτε ευτυχισμένοι», έγραφε ο Κάρλος Καστανέδα. «Ο πατέρας μου δεν χρειάστηκε να τον διαβάσει ποτέ».

Εάν υπάρχει ένα θετικό μήνυμα στη ζοφερότητα της τελευταίας πενταετίας, αυτό είναι η απεξάρτηση από όλη την παρανοϊκή νοοτροπία που περιγράψαμε πιο πάνω. Με βίαιο κι ακραίο τρόπο, θα μου πείτε, όμως από την άλλη καμιά μορφή απεξάρτησης δεν είναι ήπια. Αναγκαστικά ή όχι, η επιστροφή στην απλότητα είναι ο δρόμος που δείχνουν όλοι οι οιωνοί. Είναι ένας τρόπος ζωής που τον «φοράς» χωρίς να «σε φοράει», που τονίζει το ποιος είσαι κι όχι το τι έχεις, που θέλει σεμνότητα κι αυτοπεποίθηση και όχι φιοριτούρες κι απεγνωσμένες κραυγές για να σε προσέξουν.

Έχουμε ήδη μπει σ’ αυτήν την εποχή. Στην εποχή που η πολυτέλεια μπορεί να είναι ένα μαύρο κοστούμι στην ντουλάπα. Αυτό που μένει ίσως ν’ αποφασίσουμε είναι να το κάνουμε ιδανικό φόντο που μπροστά στο φακό της ιστορίας θα αναδεικνύει την αισιοδοξία, το ποντάρισμά μας στην ευτυχία κι όχι τη μιζέρια. «Μπορούμε να είμαστε είτε μίζεροι είτε ευτυχισμένοι. Και για τα δύο απαιτείται η ίδια ακριβώς δουλειά. Το θέμα είναι πού δίνει κάποιος έμφαση», έγραφε ο Κάρλος Καστανέδα. Ο πατέρας μου δεν χρειάστηκε να τον διαβάσει ποτέ.

//Ο Κώστας Τσίτσας είναι δημοσιογράφος.

 

Διαβάστε ακόμα: «Στο ταξίδι που κατάλαβα τι πραγματικά είναι η ευτυχία».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top