Το πέταλο των οργανωμένων βρυχάται με συνθήματα λίγο πιο τολμηρά (Andreas Papakonstantinou / SOOC).

Ένα βροχερό απομεσήμερο Κυριακής, ο πατέρας μου θεώρησε ότι επέστη το πλήρωμα του χρόνου να ενηλιωκωθώ. Να γίνω σωστός, σκληρός και τίμιος άντρας. Μόλις σηκωθήκαμε από το τραπέζι, θυμάμαι σαν χτες τα δυό πιάτα μακαρόνια με κιμά που είχα τσακίσει, με πήρε παράμερα και μου ανακοίνωσε χαμογελώντας ότι «θα πάμε στο Καραϊσκάκη».

Ήταν Ολυμπιακός από μικρό παιδί, αλλά καθ’ότι ελεύθερος άνθρωπος, ποτέ δεν προσπάθησε να με προσηλυτίσει. Ήταν όμως κι έξυπνος και το μυαλό του δούλευε σε ψηλές στροφές.
Κατηφορίσαμε για το Φάληρο. Καθώς πλησιάζαμε στο γήπεδο, ένιωσα ότι μπήκα για πρώτη φορά σ’ένα παράξενο, άγνωστο μα και τόσο γοητευτικό κόσμο, που δεν περνούσε ποτέ από τα όνειρα μου. Άντρες στην συντριπτική πλειοψηφία, από τα ευρύτερα περιγραφόμενα ως λαϊκά στρώματα. Νέοι, μεσήλικες και γέροι μιά λαμπερή περηφάνια στο βλέμμα πήγαιναν να θαυμάσουν την αγαπημένη τους ομάδα. Και γύρω να πλανιέται το άρωμα της φτώχειας, η μυρωδιά του ιδρώτα, του καπνού και του φτηνού αλκοόλ, κυρίως κρασιού και ούζου.Το σκηνικό στην εξέδρα, μου θύμισε εντελώς ανεξήγητα και εν είδει πρωθύστερου déja vu την «Στέλλα», τον Φούντα και την Μερκούρη, στην ταινία που είδα κάμποσα χρόνια αργότερα.

Η βροχή κόπασε, μ’ένα μαγικό τρόπο θαρρείς και το παιδικό μυαλό μου χάθηκε,απολαμβάνοντας την εξωτική ατμόσφαιρα της κερκίδας. Πειράγματα, αστεία, φωνές, συνθήματα κι ατέλειωτες χούφτες πασατέμπο με ταξίδευαν σε φανταστικούς κόσμους. Κι όταν φάνηκε στο γήπεδο η ομάδα με τις ερυθρόλευκες ρίγες, οι ξέφρενες ιαχές μου έφεραν μια ανεξέλεγκτη ανατριχίλα μέχρι το μεδούλι των οστών. Αυτό ήταν… Χωρίς καν να το συνειδητοποιήσω, είχα λατρέψει τον Ολυμπιακό. Είχαμε νικήσει 1-0. Δεν θυμάμαι καν τον αντίπαλο. Εκείνο που θυμάμαι όμως είναι ότι δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ, αναπαράγοντας στο μυαλό όλες τις φάσεις του αγώνα. Και το επόμενο πρωί, πριν φύγω για το σχολείο ρώτησα τον πατέρα μου «που παίζει την Κυριακή ο Ολυμπιακός;».

Στο Φάληρο, καθώς φτάναμε στο γήπεδο, ένιωσα ότι έμπαινα σε έναν παράξενο, άγνωστο κόσμο.

Τριάντα χρόνια αργότερα, πήρα τον γιο μου από το χέρι. Λειτουργώντας εντελώς υποσυνείδητα, ήθελα μάλλον να ξαναγράψω ένα ωραίο κεφάλαιο στην οικογενειακή μας ιστορία. Γραμμή για το Καραισκάκη. Νέο γήπεδο, ανανεωμένο, ελκυστικό. Καθαρά ποδοσφαιρικό. Κι ο παραδοσιακός πλανόδιος πασατεμπάς να έχει αντικατασταθεί από μια ευπρόσωπη καντίνα, που διαθέτει μια ποικιλία προϊόντων. Με το αντιαισθητικό σάντουιτς και την πορτοκαλάδα ανά χείρας, άνευ ανθρακικού πάντα, καθόμαστε στις σύγχρονες εξέδρες κι ετοιμαζόμαστε να απολαύσουμε τον αγώνα. Το κοινό έχει κι αυτό διαφοροποιηθεί. Στους νέους και τους μεσήλικες έχουν προστεθεί κάμποσοι εκπρόσωποι του ωραίου φύλου. Το άρωμα της φτώχειας έχει αντικατασταθεί από μυρωδιές αποσμητικού και κολόνιας. Και το πέταλο των οργανωμένων βρυχάται με συνθήματα λίγο πιο τολμηρά, με σαφείς νύξεις για τον σεξουαλικό προσανατολισμό της φιλοξενούμενης ομάδας.

Η ατμόσφαιρα στο Καραϊσκάκη είναι άκρως υποβλητική. Ειδικά στις φιέστες (Andreas Papakonstantinou / Tourette Photography / SOOC)

Η ομάδα προηγείται 1-0 και βομβαρδίζει ανελέητα την περιοχή του Εδεσσαϊκού, που είχε την ατυχία να βρεθεί απέναντι μας. Ο εξάχρονος γιος μου παραληρεί δίπλα μου, ανεμίζοντας επικίνδυνα την ερυθρόλευκη πλαστική σημαία του, που βάζει σε κίνδυνο τα μάτια των θεατών στην πίσω σειρά. Και πάλι ύμνοι, συνθήματα και ιαχές δονούν τον αέρα και ο γιός μου συμμετέχει ενθουσιωδώς. Μια ατμόσφαιρα που θυμίζει Παρίσι στην εξέγερση του Μάη του ’69. Μιά όμορφη, κόκκινη επανάσταση. Αλλά φευ … Όπως όλα τα ωραία παραμύθια δεν έχουν ανάλογο τέλος, στο τελευταίο λεπτό και κόντρα στην ροή του αγώνα, που λένε κι οι έμπειροι σπορτκάστερς, ο Εδεσσαϊκός ισοφαρίζει. 1-1… Τέλος αγώνα κι όλοι οι γαύροι αποχωρούμε με μαύρες πλερέζες.

Ζω βουβά το δράμα του πατέρα, που χωρίς να το θέλει απογοητεύει βαθύτατα το νεαρό του βλαστάρι. Βγαίνουμε από τον ηλεκτρικό στην Πλατεία Βικτωρίας και κατευθυνόμαστε στο σπίτι. Ο Χρήστος, με κατεβασμένο το κεφάλι, πλέει σε μαύρα κύματα απελπισίας. Το βλέμμα του με κάνει να νοιώθω σαν δολοφόνος. «Ήθελες να τον κάνεις Ολυμπιακό και τα κατέστρεψες όλα», σκέφτομαι «Θα ντρέπεται κι ο πατέρας σου γιά σένα…». Μπαίνουμε στο σπίτι. Ο πατέρας στην φωτογραφία στο σαλόνι με κοιτάζει άκρως επιτιμητικά, καθώς ο Χρήστος γυρίζει και μου ρίχνει την χαριστική βολή.

«Και μην με ξαναπάς στο γήπεδο γιατί στενοχωριέμαι που δεν μπορούμε να νικήσουμε».
Ο γιός ετοιμάζεται για ύπνο. Εγώ πιάνω μια μπύρα, ανάβω τσιγάρο και κλαίω την μοίρα μου. Και καθώς ο μικρός πλησιάζει να με φιλήσει γιά καληνύχτα, μου αμολάει την βόμβα.
«Που παίζουμε την Κυριακή;».
«Στην Βέροια», ψελλίζω. «Και δεν μου λες, ρε μπαμπά, πόση ώρα από δω είναι η Βέροια;».

Κοιτάζω την φωτογραφία του πατέρα μου. Έχει ένα τεράστιο χαμόγελο περηφάνιας.
Κι αυτή είναι η αληθινή ιστορία μιάς οικογενειακής Ολυμπιακής παράδοσης τριών γενιών. Κι αυτός είναι ο Ολυμπιακός που ονειρευόμαστε…

 

// Ο Γρηγόρης Αζαριάδης είναι συγγραφέας.

 

Διαβάστε ακόμα: Πειράζει που είμαι ΑΡΗΣ;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top