«Δεν θέλω να βλέπω ένα κουτί και να νιώθω ότι μέσα βρίσκεται κάποιος αγάπημένος μου… Θέλω να τον θυμάμαι ζωντανό όπως ήταν» θυμάται ο Τάσος Καρατάσος να λέει η μητέρα του. (Screenshot από την τηλεοπτική σειρά «Six Feet Under»)

Η μάνα μου (από την οποία έχω πάρει ό,τι καλύτερο DNA έχω) απεχθάνοταν τις κηδείες. «Δεν θέλω να βλέπω ένα κουτί και να νιώθω ότι μέσα βρίσκεται κάποιος αγάπημένος μου… Θέλω να τον θυμάμαι ζωντανό όπως ήταν». Έτσι και εγώ όποτε πάω σε κηδείες είναι μόνο για να τιμήσω έναν άνθρωπο που εκτιμούσα και επειδή νομίζω ότι ίσως να νιώσουν κάποια παρηγοριά συμπαράστασης στον πόνο τους οι οικείοι του νεκρού.

Επειδή δεν φοβάμαι τον θάνατο η ανάμιξή μου σε νεκρικές διαδικασίες μάλλον προσεγγίζει τα όρια μιας αρρωστημένης τάσεώς μου προς το μακάβριο.

Με τον γνωστότερο νεκροθάφτη των «πλουσίων» της Αθήνας που ήταν στην ανηφόρα της οδού Μαρασλή (δίπλα στον Ευαγγελισμό) από μικρός σύχναζα στο «γραφείο τελετών» του διότι ήταν φίλος της μάνας μου. Περνούσαμε συχνά με μια νταμιτζάνα (από κείνες τις ωραίες με την ψάθα γύρω-γύρω) διότι είχε στο υπόγειο (ανάμεσα από τα φέρετρα) βαρέλια με την καλύτερη ρετσίνα που μπορούσε να βρει κανείς τότε στην Αθήνα. Μιλάμε τώρα για χρόνια Π.Χ (και μάλιστα πολύ Προ Χούντας!) που η μάνα μου είχε -όχι μόνο λόγω ρετσίνας- μια σχέση αγάπης της με αυτόν τον συμπαθέστατο γέροντα νεκροθάφτη. Το αναφέρω και πάλι διότι ο νεαρός τότε ανιψιός του (που ανέλαβε το γραφείο όταν πέθανε) με ήξερε και με συμπαθούσε από πιτσιρικά και μου ικανοποιούσε κάθε περιέργειά μου έχουσα σχέση με τα μεταθανάτια τελετουργικά.


Διαβάστε ακόμα: Οι ποιητές για τον θάνατο της μάνας τους


Όταν πια ενηλικιώθηκα, όποτε πέθαινε κάποιος της οικογένειας, τακτοποιούσα με εκείνον κάθε λεπτομέρεια της επικήδειας τελετής. Πήγαινα κατ´ευθείαν στο γραφείο του και μόλις με έβλεπε έπαιρνε εκείνο το τραγικό (με κρυφή ικανοποίηση) ύφος:
«Μη μου πείτε πάλι κύριε Τάσο, ποιος πέθανε κλπ. κλπ.» αναφωνούσε και εγώ απαντούσα:
«Μη μου λες Βασίλη πάλι πόσο στεναχωρήθηκες διότι θα το μετανιώσεις όταν θα σε παζαρέψω μετά στον λογαριασμό».
Διαλέγαμε γρήγορα φέρετρο για να τρέξουν οι συνεργάτες του στο σπίτι του νεκρού πριν κρυώσει (!) και μετά κανονίζαμε όλα τα τελετουργικά (λουλούδια, ώρα, δημοσιεύσεις κλπ.)

***

[Φλας μπακ] Όταν πέθανε ο παππούς μου ο Γιάννης το 1958, δεν είχα χρισθεί ακόμη ως ο «τελετάρχης κηδειών» των δυο «επωνύμων» οικογενειών μου, κατέφθασε ο Βασίλης με το συνεργείο του στο σπίτι του στην Μελέαγρου 5. Μου είπε να βγω έξω από την κρεβατοκάμαρα όπου είχε μόλις εκπνεύσει ο αγαπημένος μου παππούς διότι με εκείνον είχαμε ζήσει μαζί όλα τα χρόνια του πολέμου και του εμφύλιου. Δίχως να με πάρουν είδηση κρύφτηκα πίσω από την κουρτίνα και παρακολούθησα όλη την μακάβρια διαδικασία. Δεν θα αναφέρω πολλά από τα φρικτά που είδα να διεκπεραιώνονται με απίθανη ταχύτατα από τους εξειδικευμένους συνεργάτες του Βασίλη.

Ένα (κάπως πιο light) θα αναφέρω που το βρίσκω και κάπως διασκεδαστικό. Στους άνδρες για να κάνουν γρήγορα και επειδή δυσκολεύονται να περάσουν τα χέρια από το πουκάμισο, το σκίζουν και περνάνε μόνο το κολάρο από πίσω στον λαιμό κουμπώνοντάς το μπροστά πριν δέσουν την γραβάτα! Μετά κουμπώνουν χωριστά μια μια και τις μανσέτες στο κάθε χέρι και ο “μακαριστός” έτοιμος και ωραίος αλλά πουκάμισο δεν φορεί κι ας νομίζετε σεις ότι φορεί!

***

Επειδή έχω πολλές ζωντανές παλιές αναμνήσεις θυμάμαι πόσο εντυπωσίαζαν οι νεκρικές πομπές των αυτοκινήτων πίσω από την μαύρη συνήθως νεκροφόρα για τις οποίες ακόμη προβλέπεται στο Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ) ότι δεν διακόπτεται ποτέ ακόμη και στα κόκκινη φανάρια ενώ οι τροχονόμοι διευκόλυναν την διέλευσή τους. Τις νεκροφόρες τις λέω από τότε Καρλότες διότι είχαμε στην παρέα μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα (με αυτό το μικρό όνομα) που στα πάρτι μας ντυνόταν πάντα με μαύρα και είχε μανία να στολίζεται με κάποιες σκουρόχρωμες κορδέλες.

Τώρα πλέον βλέπουμε τις Καρλότες να κυκλοφορούν μονάχες τους (ακόμη και όταν μεταφέρουν νεκρούς) διότι μόλις πεθαίνουν οι άνθρωποι ειδοποιούνται από τους συγγενείς τους τα «κοράκια» και τους μεταφέρουν στα ψυγεία των νεκροταφείων έως ότου έρθει η ώρα της ταφής…

Τα χρόνια τα παλιά (κάτι που γίνεται ακόμη σε χωριά) η οικογένεια ξενυχτούσε τον αποθανόντα στο σπίτι του όπου μαζευόντουσαν όλοι οι συγγενείς και φίλοι και έπιναν και έτρωγαν ως το πρωί, άλλοτε με κλάμα και άλλοτε με γέλια ενθυμούμενοι τα όσα είχαν ζήσει με τον νεκρό. Λέγανε δε οι ψυχολόγοι (τότε λέγανε και κάποια σωστά!) ότι αυτό πέρα από παρηγορητικό για την χήρα, συνέβαλε στο να ξεχάσει για λίγο με τις φροντίδες της τον πόνο της και να φτάνει αποκαμωμένη από την κούραση στη δύσκολη στιγμή της ταφής. Τώρα βέβαια όλα άλλαξαν, διότι τις πιο πολλές φορές οι χήρες περιμένουν πώς και πώς τη στιγμή για να ξεφαντώσουν τραγουδώντας ένα μελωδικό φάντος ειδικά όταν ο μακαρίτης αφήνει πίσω του περιουσία μεγάλη.

Περιμένω να δω (για να μην καώ στη Βουλγαρία) αν θα αποτολμήσει ο ΣΥΡΙΖΑ να «περάσει» και κατ´ ουσίαν την εφαρμογή της καύσης των νεκρών, κόντρα στις λυσσαλέες αντιδράσεις των εκμεταλλευτών.

Έχω παραστεί και σε αρκετές εκταφές, άλλη κτηνωδία και αυτή! Μέχρι που να γίνει σε εκμεταλλεύονται, πέρα από τους πάπαρδους με τα μνημόσυνα και τα τρισάγια, και ένα σωρό άλλα επαγγέλματα όπως δημοτικοί υπάλληλοι, μαρμαράδες, κηπουροί, σκαφτιάδες κ.α

Περιμένω (για να μην καώ στη Βουλγαρία) να δω αν θα αποτολμήσει ο ΣΥΡΙΖΑ να «περάσει» και κατ´ ουσίαν την εφαρμογή της καύσης των νεκρών διότι οι αντιδράσεις όλων των εκμεταλλευτών (με πρωτοστατούντες τους μητροπολίτες και τον αρχιεπίσκοπο) είναι λυσσαλέες. Μόνη ελπίδα μας ο Δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης (εξ’ου και τον μισούν όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί) διότι αυτός είναι πείσμων στα όσα πιστεύει (ή δεν πιστεύει) όπως επίσης επειδή έχει όρχεις.

Αυτό που δεν αντέχω καθόλου είναι οι επικήδειοι. Εξαίρεση οι φορές που κάποιος πολύ οικείος (συγγενής ή φίλος) λαμβάνει τον λόγο για να αποχαιρετήσει συγκινημένος με δυο λόγια τον θανόντα. Αλλιώς μόλις βλέπω ομιλητή να βγάζει χαρτί και να διαβάζει το εγκώμιον του νεκρού αποχωρώ πάραυτα. Σίγουρα αυτό ενέπνευσε τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη να γράψει το Επιτύμβιον σχετικό ποίημά του…

***

Και τρία σχετικά ανέκδοτα:

1.
Πεθαίνει ένας πάμπλουτος Αμερικανός.
Στην κηδεία του, μία γυναίκα κλαίει γοερώς με καυτά δάκρυα.
Ένας από τους παρευρισκομένους την πλησιάζει και της ψιθυρίζει:
– Φαντάζομαι είσθε της οικογενείας; της λέει με συμπάθεια
– Όχι, απαντά η γυναίκα ανάμεσα στους λυγμούς της, γι’αυτό κλαίω!

2.
Ένας διάσημος καρδιολόγος πέθανε και στην κηδεία του το φέρετρο ήταν τοποθετημένο μπροστά σε μία μεγάλη μακέτα καρδιάς φτιαγμένης με λουλούδια. Όταν τέλειωσε η εξόδιος ακολουθία και όλοι αποχαιρέτησαν για τελευταία φορά τον νεκρό, έβαλαν μέσα στο φέρετρο την καρδιά. Τότε ένας από τους πενθούντες ξέσπασε σε γέλια και ο διπλανός του τον ρώτησε:
– Μα εσύ γιατί γελάς;
-Να μωρέ, σκεφτόμουν την δική μου κηδεία, απάντησε εκείνος, εγώ είμαι γυναικολόγος.

3.
Πηγαίνει ένας τσιγκούνης (μέχρι εκεί που δεν πάει), σε μία εφημερίδα να βάλει αγγελτήριο για την κηδεία της γυναίκας του:
– Ένα ευρώ κοστίζει η λέξη, του λέει ο υπάλληλος.
– Πόσο; Ένα ευρώ η λέξη; Είναι πολύ ακριβά!
– Tόσο πάει κύριε μου.
– Τέλος πάντων, γράψε: «Μαρίκα πέθανε».
– Δεν γίνεται, λέει ο υπάλληλος. Πρέπει το κείμενο να είναι τουλάχιστον 5 λέξεις.
– Καλά, τού λέει ο τσιγκούνης, Τότε γράψε: «Μαρίκα πέθανε, πωλείται Fiat Punto»!

 

Διαβάστε ακόμα: Αναζητώντας το νόημα της ζωής στις μικρές στιγμές

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top