Η αφήγηση για αυτή την Εθνική άλλαξε: Όχι μόνο γιατί έπαιξε όπως έπαιξε, αλλά επειδή αποκλείστηκε και στα πέναλτι. Ενηλικιωνόμαστε ποδοσφαιρικά και αυτό δεν είναι λίγο.

Η αφήγηση για αυτή την Εθνική άλλαξε: Όχι μόνο γιατί έπαιξε όπως έπαιξε, αλλά επειδή αποκλείστηκε και στα πέναλτι. Ενηλικιωνόμαστε ποδοσφαιρικά και αυτό δεν είναι λίγο. Photo Credit: fifa.com

Αν μοιάζει σε κάτι το ποδόσφαιρο με την πραγματική ζωή είναι το εφήμερο των συναισθημάτων. Η γνώση –που επιτυγχάνεται δια της εμπειρίας– πως όταν νιώθεις ένα μεγάλο, βαθύ συναίσθημα, ξέρεις (ή αν δεν ξέρεις, πρέπει επειγόντως να μάθεις) πως θα κρατήσει για λίγο. Και πως ακόμα και αν το συναίσθημα είναι αρνητικό, ενίοτε είναι καλύτερο από το να μην νιώθεις τίποτα.

Η ώρα είναι 2.30 τα ξημερώματα Δευτέρας 30 Ιουνίου του 2014. Είμαι κολλημένος στην κίνηση της Βασιλίσσης Σοφίας. Το παιχνίδι Κόστα Ρίκα – Ελλάδα έχει τελειώσει λίγη ώρα πριν. Σε ένα φανάρι, κοιτάω τα διπλανά αυτοκίνητα. Μια κοπελίτσα σε ένα smart. Ένα ζευγάρι 60αρηδων εξοντωμένοι από το αναγκαστικό ξενύχτι. Ένα μηχανάκι που μαρσάρει αμήχανα με δυο πιτσιρικάδες πάνω του. Ένας τύπος μόνος του σε ένα αυτοκίνητο ακούει με κωμική προσοχή το ραδιόφωνο. Έχουν όλοι κάτι παρόμοιο στο βλέμμα τους έτσι όπως κοιτούν μπροστά τα αμέτρητα κόκκινα φώτα από τα μπροστινά αυτοκίνητα.

Δεν με ενδιαφέρουν άμεσα, μάλλον δεν θα τους ξαναδώ ποτέ ξανά, αλλά ξέρω κάτι καλά γι’ αυτούς: Γνωρίζω πως τις τελευταίες ώρες έχουμε βιώσει παρόμοια συναισθήματα. Την ευφορία της αναμονής. Την απογοήτευση του πρώτου γκολ. Την αγωνία της ανατροπής. Την οργασμική χαρά της ισοφάρισης. Το επιφώνημα της χαμένης ευκαιρίας. Τον κρύο ιδρώτα των πέναλτι. Την παρόρμηση, τη σχεδόν DNAικη ανάγκη να κατηγορήσεις κάποιον για την ήττα. Τη φρόνιμη σκέψη της παραδοχής και της επιβολής του ξενέρωτου «δεν πειράζει». Την άβολη στιγμή του να βλέπεις άντρες να κλαίνε.

Πότε ήταν η τελευταία φορά που είχα βεβαιότητα πως είχα μαζικά, ταυτόχρονα συναισθήματα με τόσο πολλούς ανθρώπους; Δεν μπορώ να θυμηθώ, μάλλον σε μια άλλη εποχή, σε μια άλλη χώρα, τουλάχιστον 10 χρόνια πριν.

Ο Φερνάντο Σάντος είναι ο πιο ανθρώπινος τύπος με υπεύθυνη θέση στην Ελλάδα που θα συναντήσουμε ποτέ. Έφυγε ήδη. Και ας έκανε λάθη φεύγοντας.

Το φανάρι έχει ανάψει, δεν θα τους ξαναδώ πια, αλλά ξέρω πως όλοι μας έχουμε μια συγκεκριμένη δουλειά τις επόμενες ώρες: Να μάθουμε να διαχειριστούμε ένα νέο εθνικό συναίσθημα μεταξύ περηφάνιας και απογοήτευσης, μεταξύ της τακτοποίησης των εφήμερων συναισθημάτων και της δυσάρεστης γνώσης πως θα μπορούσαμε να έχουμε λίγο ακόμα όμορφο αποπροσανατολισμό.

Το Μουντιάλ που σώζει το παγκόσμιο ποδόσφαιρο, το εκπληκτικό Μουντιάλ της Βραζιλίας, τέλειωσε για την Ελλάδα. Ήταν ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο μετά από εκείνον τον μήνα του 2004, 10 χρόνια πριν. Μια ομάδα που από το 1930 μέχρι το 2004 είχε λάβει μέρος σε ένα Κύπελλο Εθνών (Euro) και ένα Μουντιάλ γράφοντας ιστορία από την ανάποδη, ούσα τελευταία σε κάθε διοργάνωση, από το 2004 και μετά έχει λάβει μέρος σε τρία Euro (έχοντας κατακτήσει ένα) και δυο Μουντιάλ. H Εθνική, που την είδαμε για πρώτη φορά να παίζει και να χάνει στα πέναλτι, δεν πέρασε στους 8 του Μουντιάλ και δεν γίνεται να μην νιώθεις απογοήτευση για τον τρόπο της ήττας. Αλλά δεν γίνεται και να μην έμαθες δυο τρία πράγματα από αυτή την εμπειρία. Η γνώση συνοπτικά:

Οι απόψεις στην εποχή των social media είναι τόσο χαοτικές, απολαυστικές, χειραγωγούμενες και επικίνδυνα καταδικαστικές που δεν πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν.

Όποιος προσπαθεί να κάνει ευκαιριακές παραβολές, να συγκρίνει την μπάλα με την πολιτική, την κοινωνία, τις μεταρρυθμίσεις και τη γενική «ελληνικότητα», κινδυνεύει να γελοιοποιηθεί από την ίδια την μπάλα.

Ο Γιώργος Καραγκούνης, ένας 37χρονος που χθες έτρεξε 13,62 χιλιόμετρα –τα περισσότερα από κάθε άλλον– στο μέλλον θα περιγράφεται στους νεότερους που δεν θα τον έχουν προλάβει ως ένας μυθικός τύπος που ήταν υπέροχο να παίζει στην ομάδα σου. Αλλά δεν θα το καταλαβαίνουν –αυτά πρέπει να τα βλέπεις, όχι να τα ακούς από νοσταλγικούς γέρους.

Όταν ρισκάρεις, μπορεί να αποτύχεις και να ζήσεις με το βασανιστικό what if. Αν σε λένε Γκέκα, καλωσόρισες σε μια βασανιστική ζωή.

Το ποδόσφαιρο είναι υπέροχο, αρκεί να μην το παίρνεις πολύ στα σοβαρά.

Όταν ακούς πολιτικό να μιλάει για ποδόσφαιρο, κλείσε αμέσως την φωνή. Μόλις γλίτωσες από έναν στυγνό λαϊκισμό, από ένα πορνογράφημα συναισθήματος, από μια κοινή απατεωνιά.

Ο Κώστας Κατσουράνης νίκησε το facebook. Και αυτό λίγοι το έχουν καταφέρει.

Είναι πάρα πολύ άβολο να βλέπεις άντρες να κλαίνε.

Ο Κώστας Κατσουράνης νίκησε το facebook, μπορεί να έχει καθαρή τη συνείδησή του. Και αυτό λίγοι το έχουν καταφέρει.

Ο Φερνάντο Σάντος είναι ο πιο ανθρώπινος τύπος με υπεύθυνη θέση στην Ελλάδα που θα συναντήσουμε ποτέ. Έφυγε ήδη. Και ας έκανε λάθη φεύγοντας.

Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα παραμένει επικίνδυνα πολωμένη, μια μάχη στερεοτύπων, βεβαιοτήτων και κυρίως ανοησίας. Δικαιολογημένο, δεδομένων των όσων ζούμε τα τελευταία χρόνια. Αλλά κάπως επικίνδυνο.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο εκνευριστικό από έναν εξαιρετικό τερματοφύλακα. Όταν δεν παίζει στην ομάδα σου.

Αν πονάει κάτι δεν είναι μόνο η ήττα, αλλά η γνώση του πόσο κοντά φτάσαμε στη νίκη.

Η αφήγηση για αυτή την Εθνική άλλαξε ήδη: Όχι μόνο γιατί έπαιξε όπως έπαιξε, αλλά επειδή αποκλείστηκε και στα πέναλτι. Πλέον έχουμε τον δικό μας μοιραίο, τη δική μας μαζική στιγμή απογοήτευσης. Ενηλικιωνόμαστε ποδοσφαιρικά και αυτό δεν είναι λίγο.

Υπάρχει λόγος που το ποδόσφαιρο είναι το καλύτερο άθλημα του κόσμου. Αυτά τα βλέμματα στο φανάρι, αυτά τα μαζικά εφήμερα συναισθήματα, αυτά που θα ακολουθήσουν σχολιάζοντας, είναι η απόδειξη.

 

Ο Δημήτρης Θεοδωρόπουλος είναι δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης του περιοδικού BHmagazino.

Διαβάστε ακόμα: Τα top 5 γκολ της ασπρόμαυρης Εθνικής Ελλάδος

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top