Από την ώρα που διάβασα την είδηση για το ότι ο ΟΑΣΑ προσέλαβε, λέει, μουσική επιμελήτρια που θα επιλέγει μουσική για τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, φέρνω στο μυαλό μου ασυντήρητα λεωφορεία που μεταφέρουν ταλαίπωρους εργαζόμενους στις κακοπληρωμένες ή και εντελώς απλήρωτες δουλειές τους.
Έντρομους ανθρώπους από άλλους τόπους που αγωνιούν για τη μοίρα τους σ’ αυτήν την αλλούτερη χώρα.
Γερόντια που, αντί να χαίρονται τα στερνά τους, μετρούν νοερά τρεις το λάδι τρεις το ξύδι και πόσους θα βολέψουν κι αυτόν το μήνα με την κουτσουρεμένη σύνταξη και τι θα απογίνουν όταν κοπεί και το ΕΚΑΣ.
Τον μαγαζάτορα που, μέρες τώρα, παλεύει με τη συνείδησή του, επειδή δεν αντέχει να κρατήσει ούτε τον τελευταίο υπάλληλο.
Τον τύπο που δεν έκοψε εισιτήριο, όχι επειδή ανήκει στους στόκους του Δεν Πληρώνω, αλλά επειδή δεν του περίσσευε το 1,40.
Ένα σωρό ανθρώπινα πλάσματα, το καθένα με τα βάσανά του. Τους σκέφτομαι να περνούν μέσα από τους δρόμους αυτής της βανδαλισμένης, μισημένης, δυστοπικής πόλης και να χαζεύουν αφηρημένοι από τα λερά και χαρακωμένα τζάμια τα κλειστά και σκοτεινά μαγαζιά.
Τις μαγαρισμένες από το σπρέι προσόψεις με τα κακάσχημα ταγκαρίσματα, τους άστεγους, τους παρατημένους στη μοίρα τους τοξικομανείς, τη βρόμα και τη δυσωδία, τους βλοσυρούς πεζούς που προχωράνε χωρίς να κοιτούν ο ένας τον άλλο στα μάτια, χαμένος ο καθένας στις ζοφερές σκέψεις του…
Και όλο αυτό το σκηνικό να το διαπερνά και να το διαποτίζει σαν υπόκρουση για εφιάλτη το playlist της «μουσικής επιμελήτριας» των 1.000 ευρώ το μήνα.
Διαβάστε ακόμα: Οι τελευταίες μέρες του πρώην Βασιλικού Κτήματος στο Τατόι