THE_CLEANERS2

Το 2012, ένας φοιτητής κινηματογράφου στην Αγγλία, ο Κωνσταντίνος Γεωργούσης, επέστρεψε στην Αθήνα για να πραγματοποιήσει την πτυχιακή του εργασία. Ήταν προεκλογική περίοδος και σκοπός του ήταν να καταγράψει το οικονομικό και κοινωνικό χάος στο οποίο βρέθηκε η Ελλάδα.

Το αποτέλεσμα της δουλειάς του είναι ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ για τη Χρυσή Αυγή –ένα κινηματογραφικό ντοκουμέντο για το καθημερινό της πρόσωπο, αλλά και για τη βαθύτερη κρίση της ελληνικής κοινωνίας.

Το «The Cleaners» είναι μια κλασική ταινία παρατήρησης: μια κάμερα, ένα μικρόφωνο, καμία άμεση παρέμβαση στη δράση ή επέμβαση στο υλικό. Στη γειτονιά του Αγίου Παντελεήμονα συμβαίνει το απροσδόκητο: μια ομάδα μελών της Χρυσής Αυγής δέχεται –και μάλιστα με ενθουσιασμό– να τους καταγράψει η κάμερα.

Ο Χρυσαυγίτης της διπλανής πόρτας γαλουχήθηκε με με το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», με το «όλα επιτρέπονται» των τηλεοπτικών μας αστέρων, με τον αυριανισμό των πρώτων σε κυκλοφορία εφημερίδων…

Οι σκηνές, γυρισμένες σε διάστημα 25 ημερών, είναι καθημερινές, οικείες: η λαϊκή της γειτονιάς, το γωνιακό καφενείο, η μισοάδεια πλατεία με τα παιδιά να παίζουν μπάλα. Όλα μοιάζουν φυσιολογικά και λίγο ανιαρά, μέσα στη γνώριμη ρουτίνα της πόλης. Ο υποψήφιος βουλευτής της Χρυσής Αυγής γυροφέρνει μέσα στον κόσμο, χαιρετώντας με αυτοπεποίθηση, όπως τόσοι άλλοι, τους μελλοντικούς του ψηφοφόρους.

Ο τρόμος δεν έρχεται ξαφνικά. Τον νιώθεις σιγά-σιγά. Ξεκινάει με μια δυσφορία για το αλαζονικό ύφος του πολιτικού, την έπαρση των υποστηρικτών του, τη γραφική κομπορρημοσύνη τους. Ακολουθεί ο εκνευρισμός για τις χυδαίες κουβέντες στους περαστικούς μετανάστες και το ανοιχτό μίσος «εναντίων όλων». Σε σοκάρει που εκφράζουν δημόσια τον ρατσισμό τους, που δεν προσπαθούν να τον κρύψουν, πόσο μάλλον που είναι υπερήφανοι γι αυτόν. Και που κανένας γύρω τους δεν αντιδρά, δεν δυσφορεί. Αν τύχει και βλέπεις την ταινία με παρέα, νιώθεις άμεσα την ανάγκη να δηλώσεις την απέχθειά σου και να εκφράσεις την απορία σου για το πώς φτάσαμε ως εδώ… Λίγα λεπτά ακόμα και σε πιάνει. Παύεις να μιλάς, παύεις να κουνάς, κρατάς την αναπνοή σου: είναι ο απόλυτος τρόμος.

«Είμαστε έτοιμοι ν’ ανοίξουμε τους φούρνους. Θα τους κάνουμε σαπούνια, τα οποία, όμως, δεν κάνουν για ανθρώπους, επειδή μπορεί να βγάλουμε καμιά καντήλα. Θα τα ’χουμε σαπούνια για τα αμάξια, για τα πεζοδρόμια… Θα κάνουμε λαμπαντέρ από το δέρμα τους, θα πάρουμε τα δόντια για κομπολόγια».

Ο τρόμος δεν έχει να κάνει με αυτά που ξέρεις, για το ναζισμό, το ολοκαύτωμα, την ιστορία. Δεν είναι για την ανατριχιαστική ατάκα του υποψήφιου βουλευτή και τα γέλια των φίλων του στο καφενείο. Δεν είναι για τις επιθέσεις εναντίων των μεταναστών, τα χαστούκια στην τηλεόραση, τα ρόπαλα, τις μαύρες μπλούζες. Ο τρόμος είναι για το πόσο όλα αυτά έγιναν καθημερινά, κοινότοπα. Για το πώς ο «κλασικός» ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής (άνδρας, ηλικίας 35-44, απόφοιτος Λυκείου και τεχνικής εκπαίδευσης, τώρα άνεργος) ασπάστηκε τόσο εύκολα τις ακραίες, ναζιστικές ιδέες της και τις αναπαράγει στο καφενείο, την πλατεία και τη λαϊκή. Ένας φίλος το αποκάλεσε «μπαναλιτέ του κακού».

«Είμαστε έτοιμοι ν’ ανοίξουμε τους φούρνους. Θα τους κάνουμε σαπούνια, τα οποία, όμως, δεν κάνουν για ανθρώπους, επειδή μπορεί να βγάλουμε καμιά καντήλα. Θα τα ’χουμε σαπούνια για τα αμάξια, για τα πεζοδρόμια…»

Ο Χρυσαυγίτης της διπλανής πόρτας δεν γαλουχήθηκε με τις ιδέες του εθνικοσοσιαλισμού, αλλά με τις κοινοτοπίες της σύγχρονης Ελλάδας: με το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», που κυριάρχησε από το 1981 ως και σήμερα, με το «όλα επιτρέπονται» των τηλεοπτικών μας αστέρων και τον αυριανισμό των πρώτων σε κυκλοφορία εφημερίδων, με τα φουσκωτά των υπουργών στις κεντρικές Κυκλάδες, με τους χοντρούς προέδρους του ποδοσφαίρου που όταν έβλεπαν τους οπαδούς τους να τα σπάνε χαμογελούσαν από τις σουίτες των γηπέδων, με τον Μιλόσεβιτς και τη ΦΥΡΟΜ, με την εθνική μας υπερηφάνεια το «2004» του Κεντέρη και της Θάνου, με τη ρουτίνα της καταλήψης και της κομπίνας, με τις γενιές που για χρόνια έτρωγαν τα έτοιμα και τα δανεικά.

Για τον Χρυσαυγίτη της διπλανής πόρτας, η πολιτική του μίσους είναι η μόνη διέξοδος της οργής του, καθώς όλα όσα γνώριζε καταρρέουν γύρω του και αναζητά αποδιοπομπαίους τράγους και εκδίκηση.

Υπάρχει ένας σύγχρονος μύθος που λέει ότι αν βάλεις έναν βάτραχο σε μια κατσαρόλα με νερό και ανεβάσεις τη θερμοκρασία σιγά σιγά, τότε ο βάτραχος δεν θα αντιδράσει και θα βράσει. Η ιστορία χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αδυναμία ή απροθυμία των ανθρώπων να αντιδράσουν σε σημαντικές αλλαγές, όταν αυτές συμβαίνουν πολύ σταδιακά. Ο μύθος του βατράχου μπορεί ίσως να περιγράψει πώς καταλήξαμε να θεωρούμε κοινότοπες και φυσιολογικές όλες τις ελληνικές παθογένειες που συσωρεύτηκαν τα τελευταία χρόνια –όπως και το μίσος της ΧΑ που στοιχειώνει τους αθηναϊκούς δρόμους. Ωστόσο στην πραγματικότητα, ακόμα κι ο βάτραχος, όταν νιώσει ότι η θερμοκρασία ανεβαίνει υπερβολικά, πηδάει έξω από την κατσαρόλα.

Το ντοκιμαντέρ «The Cleaners» πετυχαίνει ακριβώς αυτόν τον πολύ δύσκολο στόχο: μας φέρνει αντιμέτωπους με τον απόλυτο τρόμο που –χωρίς να το πάρουμε είδηση– έχει κατακλύσει την καθημερινότητά μας. Μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε ότι το νερό κοντεύει να βράσει και ήρθε η ώρα να πηδήξουμε έξω από την κατσαρόλα, πριν να ’ναι πολύ αργά.

ΥΓ. Το ντοκιμαντέρ «The Cleaners» προβάλεται σε πρώτη προβολή την Τετάρτη 2 Οκτωβρίου, στις 20.00, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών (Σίνα 31, Αθήνα) στα πλαίσια του φεστιβάλ CineDoc. Είναι μια σπάνια ευκαιρία να το δείτε.

 

Ο Γιούρι Αβέρωφ είναι παραγωγός ντοκιμαντέρ.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top