Εκτός από δύο (προσωρινά;) ανενεργές πολιτικές ομάδες (Ακροδεξιά Χρυσής Αυγής και δραχμική Αριστερά), στο πολιτικό σκηνικό αυτήν τη στιγμή φαίνεται να υπάρχουν πέντε ενεργές ομάδες πολιτικών, δημοσιολόγων και πολιτών:
1. Οι υποστηρικτές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ,
2. Οι κεντροαριστεροί/κεντρώοι, οι οποίοι ναι μεν ασκούν κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είτε επιχειρηματολογούν υπέρ κάποιας ανοχής/συναίνεσης είτε θεωρούν εαυτούς ως πιθανούς συγκυβερνήτες. Σε αυτούς θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε, μεταξύ άλλων, φορείς και δυνάμεις που ανήκαν ή κινούνταν γύρω από το ΠΑΣΟΚ, την Ένωση Κεντρώων και ένα σημαντικό –αλλά όχι απαραίτητα πλειοψηφικό στη βάση του– κομμάτι από το Ποτάμι,
3. Οι κεντροαριστεροί/κεντρώοι/φιλελεύθεροι/κεντροδεξιοί που είναι καθαρόαιμοι αντι-ΣΥΡΙΖΑ (αυτή η τάση εκτείνεται από πρώην στελέχη της ΔΗΜΑΡ μέχρι την καμπάνια του Κυριάκου Μητσοτάκη),
4. Η καραμανλική Δεξιά, η οποία εμμέσως μεν συστηματικά δε υποστηρίζει την κυβέρνηση Τσίπρα και
5. Η «βαθιά» Δεξιά (Σαμαράς, Άδωνις κ.λπ.), η οποία επίσης είναι ξεκάθαρα αντι-ΣΥΡΙΖΑ.
Εάν αυτή η αρκετά απλοποιημένη και σχηματική υπόθεση εργασίας ισχύει, τότε παρατηρούμε ότι τόσο το Κέντρο, ως εν δυνάμει παράταξη, όσο και η ΝΔ ως Αξιωματική Αντιπολίτευση είναι ουσιαστικά και θεμελιωδώς διχασμένες ως προς την προσέγγισή τους απέναντι στο φαινόμενο Τσίπρας και κυρίως ως προς την επόμενη μέρα.
Οι δύο βασικές τάσεις που πιστεύουν ότι η μόνη λύση για τη διάσωση της Ελλάδας είναι η άμεση αποχώρηση Τσίπρα –δηλαδή η κεντρώα/φιλελεύθερη και η αμιγώς δεξιά τάση– είναι ασύμβατες σε μια σειρά από άλλα ζητήματα και τομείς πολιτικής, όπως π.χ. το μεταναστευτικό, ο ρόλος της Εκκλησίας κ.λπ.
Ωστόσο, ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του ελληνικού συστήματος είναι το πόσο τέτοιες πολιτικές διαφορές επικεντρώνονται (α) στο παρελθόν και (β) στα πρόσωπα, με αποτέλεσμα ο πυρήνας της διαφωνίας στη συγκεκριμένη περίπτωση να μην είναι π.χ. το σύμφωνο συμβίωσης ή το ασφαλιστικό, αλλά ο θετικός ή αρνητικός ρόλος του Αντώνη Σαμαρά.
Το ίδιο ισχύει και για τις δύο ομάδες που είναι πιο φιλικά προσκείμενες στο ΣΥΡΙΖΑ –τους κεντρώους/κεντροαριστερούς και την καραμανλική δεξιά– δεδομένου ότι πολλοί από τους πρώτους θεωρούν τη διακυβέρνηση Καραμανλή (και ειδικά την περίοδο 2007-2009) ως τη βασική αιτία της κρίσης.
Η συμμετοχή του Πάνου Καμμένου και των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση, η προσέγγιση με το καραμανλικό κατεστημένο, η ψήφιση μέτρων και νομοσχεδίων που (ελαφρώς σχιζοφρενικά) πρώτα καταγγέλονται ως προδοσία και ξεπούλημα και μετά ψηφίζονται και εφαρμόζονται (π.χ. ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, ιδιωτικοποίηση αεροδρομίων) και η συντήρηση μιας αόριστης, εύπλαστης υπόσχεσης για συναίνεση ή άνοιγμα στο Κέντρο (αρκετά χαμηλών απαιτήσεων, είναι η αλήθεια) έχουν καταφέρει να προσφέρουν στον κ. Τσίπρα έναν πολιτικό «τριγωνισμό» (triangulation), ο οποίος αφενός μεν διασπά τους αντιπάλους του, αφετέρου δε αρκεί –προς το παρόν– για να του εξασφαλίζει την πολιτική επιβίωση.
Η δυστοκία ανανέωσης και μετεξέλιξης του ελληνικού κομματικού συστήματος –η οποία μόνον επιτείνεται από τη στροφή σε αμεσοδημοκρατικού τύπου «ανοικτές» διαδικασίες εκλογής αρχηγού από τη βάση– καθυστερεί το σχηματισμό ενός φιλοευρωπαϊκού/φιλομεταρρυθμιστικού δεύτερου πόλου.
Είναι μάλλον προφανές ότι η επίδοση της ΝΔ το Σεπτέμβριο του 2015, μετά από μία επτάμηνη περίοδο διακυβέρνησης που κατάφερε να συμπυκνώσει τον πολιτικό χρόνο ανάμεσα στην αιτία/λάθος και το αιτιατό/καταστροφή, δεν την καθιστά ως έχει βιώσιμο αντίπαλο.
Το Σεπτέμβριο, η ΝΔ πλήρωσε την αμφίσημη στάση και τα αντικρουόμενα μηνύματα που έστειλε ως προς το εάν η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνετέλεσε εθνική καταστροφή και πρέπει να φύγει αμέσως ή εάν θα πρέπει να συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας/σωτηρίας.
Απ’ ό,τι φαίνεται, το δίλημμα αυτό, σε συνδυασμό με έναν εμμονικό φατριασμό γύρω από πρόσωπα του παρελθόντος, εξακολουθούν να τέμνουν οριζόντια –και να ευνουχίζουν πολιτικά και εκλογικά– τον πολιτικό χώρο εκτός ΣΥΡΙΖΑ.
Διαβάστε ακόμα – Φώτης Κοκοτός: Το Παραμύθι του τεμπέλη Έλληνα