1.

«Στο παιχνίδι μέσα πίστευα πως μπορούσα να τα κάνω όλα. Ήμουν απ’ τους πρώτους φουνταριστούς που δεν έμενα κολλημένος μπροστά, που στο παραπάνω σούταρα απέξω, που είχα και σουτ καλό»…

Συναντηθήκαμε στην Αθήνα. Πρόεδρος πια και τεχνικός διευθυντής της Παρτιζάν, ο μυθικός Ιγκόρ Μιλάνοβιτς είχε, βέβαια, πολλά να πει. Για την καριέρα του τη μοναδική, για τα τόσα χρυσά, για τις δύο ολυμπιακές πρωτιές του, για τις εποχές των θριάμβων της Γιουγκοσλαβίας στις πισίνες όλου του κόσμου. Παγκόσμια μορφή, ο Μιλάνοβιτς συνδύασε τη δύναμη με την τέχνη ιδανικά, την αυτοσυγκέντρωση με το θάρρος τέλεια. Αλλά κι η μουσική είναι έρωτάς του, λέει, η τέχνη πάντα στόχος του.

Παρά τρίχα δεν ήρθε στην Ελλάδα, στον Ολυμπιακό, μια φορά κι έναν καιρό, πριοτού πάει στη Ρόμα και στην Μπαρτσελόνα. Αλλά, με κάθε ευκαιρία συγκινείται εδώ. Του θυμίζει, άλλωστε, η Αθήνα άλλη μια πρωτιά: στους Πανευρωπαϊκούς του ’91.

Ν’ αρχίσουμε απ’ το ’91, από την Αθήνα πάλι, Ιγκόρ;

Η Αθήνα το ’91 ήταν ωραίος σταθμός στην καριέρα μου. Ενδιαφέρουσα χρονιά, ενδιαφέροντες αγώνες. Γιατί εμείς είχαμε κάνει όλη την προετοιμασία ως Γιουγκοσλαβία με τους Κροάτες μαζί και, πέντε μέρες πριν από τους αγώνες, οι Κροάτες μας εγκατέλειψαν για λόγους πολιτικούς. Για μας τους Σέρβους και τα παιδιά από το Μαυροβούνιο, αυτό ήταν μεγάλη έκπληξη, σοκ τεράστιο.

Νιώσατε προδομένοι, φαντάζομαι. Οι συμπαίκτες σας και φίλοι, τ’ αδέρφια σας ως τότε, γινόντουσαν ξαφνικά ξένοι, εχθροί.

Κλαίγαμε όλοι μαζί, Κροάτες και Σέρβοι εκείνη τη μέρα. Ούτε αυτοί ήθελαν να χωρίσουν τόσο άδοξα οι δρόμοι μας. Ο Μπούκιτς και άλλοι παίζανε και στην πρώτη επτάδα. Ήταν πολύ λεπτή η κατάσταση, πολύ περίπλοκη. Δύσκολη ιστορία. Εμείς καλέσαμε, για να συμπληρώσουμε τη δεκατριάδα, τον Κότσανιν, τον Ουσκόκοβιτς, τον Ζίμονιτς, θυμάμαι, και τους γυρίσαμε απ’ τις διακοπές τους. Αλλά, παιχνίδι με παιχνίδι, αρχίσαμε όλο και ν’ ανεβαίνουμε, παίζαμε κάθε φορά καλύτερα, μέχρι που φτάσαμε και στο χρυσό.

Σαν Δανία στο ποδόσφαιρο περίπου, σαν την Ελλάδα το 2004 στην Πορτογαλία;

Τέτοιες καταστάσεις και ιστορίες πρέπει να χρησιμεύουν στους ειδικούς για παραδείγματα, για το πώς λειτουργούν τα πράγματα στον αθλητισμό και όχι μόνο. Πώς κερδίζει η ομάδα, πάνω από ατομισμούς κι ατομικότητες. Στην Αθήνα που είχαμε έρθει τότε, όλοι μας παρηγορούσανε: «Κρίμα, κρίμα. Ήσασταν οι καλύτεροι, και πάθατε τέτοιο πράμα»… Αλλά εμείς, με τον Νίκολα Στάμενιτς, τον Όρλιτς, μ’ εμένα αρχηγό και τον Σόσταρ ηγέτη, είχαμε άλλα σχέδια. Στοχεύαμε στο μετάλλιο, ας λέγανε οι άλλοι.

Που πολλά τραγούδια ξέρουνε… πάντα έξω απ’ το χορό.

Μπορεί να μην ήμασταν βέβαιοι για το χρυσό, που τελικά πήραμε, αλλά πίστη μεγάλη είχαμε. Και τα δώσαμε όλα. Εγώ ειδικά, ως φουνταριστός, κόντεψα να βγάλω όλους τους Πανευρωπαϊκούς μέσα, δεν μ’ αλλάζανε σχεδόν καθόλου. Παράξενο, αν μη τι άλλο, κι αυτό, αλλά άντεξα. Και νομίζω πως ήταν και το καλύτερο πρωτάθλημα της καριέρας μου όλης. Πάντως, η αναλογία με τη Δανία και την Ελλάδα στο ποδόσφαιρο είναι ακριβής. Συμπέρασμα, το επαναλαμβάνω: Η ομάδα κερδίζει. Όχι οι παίκτες από μόνοι τους.

2.-

«Κλαίγαμε όλοι μαζί, Κροάτες και Σέρβοι εκείνη τη μέρα. Ούτε αυτοί ήθελαν να χωρίσουν τόσο άδοξα οι δρόμοι μας».

Σήμερα όμως… συγκεντρωθήκαμε εδώ για να μιλήσουμε για έναν μέγιστο παίκτη. Πώς ξεκίνησαν όλα για σας, κάποτε στο Βελιγράδι;

Κοιτάξτε. Σ’ εμάς το πόλο ήταν οργανωμένο αρκετά, από το σχολείο το επίπεδο ήταν κιόλας πολύ ψηλό. Μιλάμε για το 1976 τώρα, που ξεκινούσα κι εγώ στην Παρτιζάν. Είχα κάνει κι ένα χρόνο πριν κολύμπι. Οι γονείς μου με πήγανε στην πισίνα, γιατί είχαν διαβάσει ένα άρθρο σε μια εφημερίδα που καλούσε παιδιά στις σχολές, κι είπανε πως καλό θα μού ’κανε να με πάνε κι εμένα, μια και το κολύμπι σου φτιάχνει ωραίο σώμα και υγιές, κι αρκετοί πολίστες τελειώνανε και το Πανεπιστήμιο. Εγώ σήμερα είμαι, δόξα τω Θεώ, υγιής, ωραίος δεν ξέρω αν είμαι, αλλά Πανεπιστήμιο δεν τέλειωσα! Στην Παιδαγωγική Ακαδημία έχω πάει μόνο…

Δίπλωμα χωρίς ζωή, χαρτί σκέτο είναι.

Εμένα πάντως δάσκαλός μου μεγάλος σε όλα υπήρξε κατ’ αρχήν ο Όρλιτς. Αυτός είναι ο πατέρας μου στο πόλο, κι έχω και δυο υπέροχους… θείους στην πισίνα: τον Ρούντιτς και τον Στάμενιτς. Χωρίς αυτούς τους τρεις ανθρώπους δεν θά ’χα κάνει όσα έκανα, ούτε θα ’χα γίνει ό,τι έγινα.

«Δάσκαλός μου μεγάλος σε όλα υπήρξε κατ’ αρχήν ο Όρλιτς. Αυτός είναι ο πατέρας μου στο πόλο».

Δεν βοήθησε και το… ύψος σας; Γιατί εσείς εκεί πέρα είστε συνήθως ψηλά παιδιά.

Εγώ είμαι… μετρίως ψηλός, θά ’λεγα. Μια ζωή… 1.93-1.94  κι εκατό κιλά. Αστειεύομαι και λέω πως μάλλον γεννήθηκα… 100 κιλά. Αλλά από τα 16 μου και μετά ήμουνα σταθερός σε ύψος και βάρος.

Τι σας πρωτοέλεγε ο πατέρας σας στο πόλο, ο Όρλιτς, ποιες ήσαν οι πρώτες του διδαχές;

Το πρώτο που μας μαθαίνανε εμάς ήταν να παλεύουμε, να πολεμάμε. Να βάζουμε την καρδιά μας μπροστά, και να τα δίνουμε κάθε φορά όλα. Αυτό μου έλεγε κι ο Όρλιτς: ν’ αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, και να τα δίνω όλα. Αυτό είναι πολύ σημαντική υπόθεση. Να εκπαιδεύσεις τον εαυτό σου, στα σπορ αλλά και στη ζωή, να είσαι πάντα 100 τοις εκατό παρών σε ό,τι κάνεις. Όχι 99 τοις εκατό: 100 τοις εκατό πάντα. Στην προπόνηση πρώταπρώτα, όχι μόνο στα παιχνίδια. Γιατί αν μπορείς στην προπόνηση να δίνεις τα πάντα, τότε μόνο στους αγώνες θα είσαι έτοιμος να δώσεις και παραπάνω, 110, 120 τοις εκατό του εαυτού σου, ίσως και 200 τοις εκατό στα πολύ δύσκολα! Ανάλογα πάντα και με την επαφή που έχεις και με τον Θεό…

Δηλαδή; Να περπατήσεις πια σαν τον… Χριστό στα νερά πάνω;

Όταν είσαι έτοιμος σωματικά, με προπόνηση πολλή πρωίαπόγευμα, κάθε μέρα, την ώρα του αγώνα το πνεύμα σου μπορεί να αυτονομηθεί ξαφνικά, να βρεθείτε μαζί σε μιαν άλλη, υπερβατική ζώνη, σε κατάσταση πραγματικά πρωτόγνωρη. Σ’ αυτό το διάστημα, σ’ αυτή τη μεταφυσική περιοχή, συνειδητοποιώ τώρα πως πολύ λίγοι αθλητές καταφέρνουν να βρεθούν, κι οπωσδήποτε έχει να κάνει και με εσωτερική πίστη μεγάλη.

Διαβάστε ακόμα: Josep Brasco – ο δάσκαλος των δασκάλων στο πόλο.

Ανατολικού… ορθόδοξου τύπου;

Ναι, βέβαια. Αλλά πώς να τα εξηγήσει κάποιος όλ’ αυτά, με λεπτομέρεια, στ’ αγγλικά;

Μην ανησυχείτε, τ’ αγγλικά σας είναι σχεδόν… ελληνικά, όλα τα καταλαβαίνουμε.

Είμαι και σε μια ηλικία πια που με νοιάζει πολύ τι λέγεται και πώς λέγεται, κι ενδιαφέρομαι ό,τι πω να μεταφερθεί σωστά. Αλλιώς, δεν έχει και νόημα.

Κάπως έτσι τά ’χαμε πει και με τον Νίκο Γκάλη. Είχα την αίσθηση πως είχε μια λάμψη σχεδόν μεταφυσική πάντα γύρω του.

Α, ο Γκάλης!

Καλός παίκτης δεν ήταν;

Τι καλός; Ο καλύτερος! Όλος ο κόσμος τον θαύμαζε. Έτσι, λοιπόν, κι εγώ σήμερα, ως πρόεδρος, ως τεχνικός διευθυντής της Παρτιζάν, αυτό προσπαθώ να μεταφέρω στα μικρά παιδιά. Πώς να νιώσουν ελεύθερα, τελείως ελεύθερα. Πώς ν’ αφεθούν τελείως στις προπονήσεις, πώς να μη φοβούνται να κουραστούν, πώς να ξεπερνάνε κάθε μέρα κι από λίγο τον εαυτό τους. Γιατί οι νόμοι της ζώνης του παραπάνω που λέμε είναι διαφορετικοί, λειτουργούν ιδιαίτερα.

3.

Σεούλ 1988. Η κυριαρχία της Γιουγκοσλαβίας στο πόλο συνεχίζεται. (Ο Μιλάνοβιτς δεξιά στην ιστορική φωτογραφία).

Πότε καταλάβανε στη Γιουγκοσλαβία πως είχανε στα χέρια τους τον μεγαλύτερο φουνταριστό του κόσμου;

Κι εγώ, στην αρχή, ένα παιδάκι σαν όλα τ’ άλλα ήμουνα. Τίποτα το εξαιρετικό, νομίζω. Από τα 14 μου άρχισα να δείχνω πως θα μπορούσα ίσως να παίξω καλύτερα από τ’ άλλα παιδιά. Ο Όρλιτς το διείδε αυτό, και μ’ έβαλε σε πρόγραμμα προχωρημένο. Στα δεκαπεντέμισί μου άρχισα κιόλας να παίζω στην πρώτη ομάδα. Με τον Μπελαμάριτς, τον Μανοήλοβιτς, το Ρούντιτς. Αυτοί ήταν οι πρώτοι μου συμπαίκτες. Μιλάμε για εμπειρία για μένα ανεπανάληπτη. Εγώ, πάντως, ήμουνα το πρώτο παιδί από τις υποδομές της Παρτιζάν που κατάφερα να παίξω φουνταριστός με τους μεγάλους κατευθείαν, και να πηγαίνω και καλά από την αρχή. Να σκοράρω, και να διακρίνομαι.

«Είναι πολύ σημαντική υπόθεση να εκπαιδεύσεις τον εαυτό σου, στα σπορ αλλά και στη ζωή, να είσαι πάντα 100 τοις εκατό παρών σε ό,τι κάνεις. Όχι 99 τοις εκατό: 100 τοις εκατό πάντα».

Ο φουνταριστός παλιά έριχνε κανονικά άγκυρα μπροστά, και πίσω παίζανε μια ζωή λιγότεροι.

Πράγματι, ο φουνταριστός τ’… αρχαία χρόνια άμυνα δεν έπαιζε. Όταν όμως ξεκινούσα εγώ, το ’80, ’81, είχαν ήδη αλλάξει τα πράγματα. Οι φουνταριστοί ήδη προσπαθούσαν να γυρίζουν πίσω. Εγώ βέβαια ήμουνα απ’ τους πρώτους που δεν ζύγιζα 130 κιλά, που δεν ήμουνα δύο μέτρα.

Είπαμε: μόνο ένα κι ενενηντατρία!

Ήμουνα πιο γρήγορος, πιο ευέλικτος. Δεν ξέρω. Δεν μ’ αρέσει να λέω για τον εαυτό μου, αλλά μπορώ να σας μεταφέρω το πώς ένιωθα, τα αισθήματά μου στο παιχνίδι μέσα. Στο παιχνίδι μέσα, λοιπόν, πίστευα πως μπορούσα να τα κάνω όλα. Ήμουνα όντως απ’ τους πρώτους φουνταριστούς που δεν έμενα κολλημένος μπροστά, που στο παραπάνω σούταρα απέξω, από αριστερά, που είχα και σουτ καλό. Στην άμυνα πάλι, πάντα ακολουθούσα τον παίκτη μου, κι ήμουνα κι έτοιμος να ξαναφύγω πρώτος στην επίθεση. Γιατί στο ένας εναντίον ενός είχα συνήθως πλεονέκτημα. Η τακτική του Στάμενιτς και του Ρούντιτς, σε ό,τι αφορά εμένα, αυτή ήτανε: «Ψάχνε συνέχεια το χώρο να βρεθείς ένας εναντίον ενός. Να πάρεις μπάλα, να σκοράρεις».

Πότε ξεκίνησε και η ιστορία της Εθνικής για σας;

Ξεκίνησα να παίζω στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας το 1983. Σ’ ένα τουρνουά στη Νάπολι. Και βγήκα πρώτος σκόρερ κιόλας, στο τουρνουά αυτό. Είχα μεγάλη χαρά. Πήρα το Κύπελλο του πρώτου σκόρερ με την… πρώτη.

Έχετε 349 συμμετοχές με την Εθνική, ο Σόσταρ νομίζω πως έχει μόνο περισσότερες, 365. Και γκολ έχετε 542, με τον Μπέμπιτς 594. Απίστευτα ρεκόρ. Χρυσά;

Εγώ έχω μετρήσει επτά. Επτά φορές ήμουνα πάνω στο βάθρο κι άκουσα τον ύμνο της χώρας μου επτά φορές…

Τα χαρτιά λένε 18 μετάλλια κι 11 χρυσά.

Ποιος ξέρει; Μπορεί να μετράνε και Βαλκανικούς, και Μεσογειακούς αγώνες. Αλλά σε Πανευρωπαϊκούς, Παγκόσμια Πρωταθλήματα και Κύπελλα, Ολυμπιακούς, εγώ επτά χρυσά μετάλλια έχω. Ούτε ο Σόσταρ έχει τόσα, γιατί δεν ήταν το ’84 στο Λος Άντζελες, ούτε στη Μαδρίτη, στο Παγκόσμιο του ’86. Πήραμε και στη Σεούλ το χρυσό, το ’88.

Η Μαδρίτη για τους φιλάθλους του πόλο θα μείνει, πάντως, αξέχαστη: οκτώ παρατάσεις με την Ιταλία, και το δικό σας το γκολ στο τέλος του… τέλους!

Να ένα σημείο, που κοιτώντας το τώρα, από την απόσταση των είκοσι πια χρόνων, βλέπω εγώ καθαρά την επαφή μου με τον Θεό. Την κατευθείαν επαφή μου με το Θείο. Ήμουνα τόσο καθαρός, τόσο έτοιμος μέσα μου εκείνη τη στιγμή, με το πνεύμα μου απολύτως ανοιχτό, τόσο ελεύθερο, που ό,τι έγινε, έγινε φυσιολογικά. Δεν πήγα να ξεχωρίσω, να βάλω το γκολ για μένα προσωπικά, εγωιστικά. Ήθελα να νικήσουμε. Και κάποιος Εκεί Πάνω φαίνεται πως το κατάλαβε αυτό. Για μένα, όμως, η πιο μεγάλη επιτυχία ήταν στη Σεούλ.

4.-

«Ο τερματοφύλακας είναι πολύ μοναχική υπόθεση. Ένας παίκτης την ώρα του παιχνιδιού μπορεί να υπολειτουργήσει, να κρυφτεί. Ο τερματοφύλακας δεν έχει τέτοια, είναι τελείως μόνος στη δουλειά του»…

Δυο χρόνια μετά. Το ’88.

Ναι. Παίξαμε στον τελικό, και πάλι χάναμε 52, όπως στο Λος Άντζελες και στη Μαδρίτη. Αλλά εγώ, μόλις είδα στη δεύτερη περίοδο να χάνουμε 52, βεβαιώθηκα μέσα μου πως θα κερδίσουμε! Τώρα μοιάζει σαν αστείο, μεταφυσικό αστείο ίσως, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Για μένα δε, εκείνο το ματς ήταν πιο δύσκολο, γιατί μετά τις προηγούμενες επιτυχίες, με φυλάγανε όλο και πιο καλά. Είχαμε πάρει και το Παγκόσμιο Κύπελλο το ’87, κι είχα ανακηρυχθεί επίσημα καλύτερος παίκτης του κόσμου. Το ’88 λοιπόν όλες οι αντίπαλες άμυνες ήσαν προσαρμοσμένες πάνω μου. Πέτυχα τα δύο τελευταία γκολ του Τελικού στη Σεούλ…

«Καλλιτέχνης ένιωθα πάντα, καλλιτέχνης νιώθω. Και πόλο, δεν πειράζει που το λέω εγώ, σαν καλλιτέχνης, νομίζω, έπαιξα».

Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην προπονητική φιλοσοφία του Στάμενιτς και του Ρούντιτς.

Πράγματι. Ο Στάμενιτς, αν θέλετε τη γνώμη τη δική μου, είναι ο καλύτερος κόουτς στον κόσμο. Ο Ρούντιτς πάλι είναι κάτι το τελείως διαφορετικό. Πιστεύει στην πολλή προπόνηση, στην πειθαρχία, στην ψυχολογική προετοιμασία. Αλλά, σε τεχνικό επίπεδο, το καλύτερο πόλο μπορεί να το διδάξει ο Νίκολα Στάμενιτς. Και μιαδυο ώρες να μιλήσω μαζί του νιώθω τυχερός. Ήρθε ένα καλοκαίρι στο Βελιγράδι και περάσαμε μαζί –καλή ώρα δυο υπέροχες ώρες. Κάθε φορά έχει κάτι νέο να σου πει, να μάθεις. Η άποψή του η προσωπική για το πόλο είναι άκρως επιστημονική, βρίσκεται πάντα μερικά βήματα πιο μπροστά απ’ όλους.

Επειδή, όπως τον γνώρισα κι εγώ, είναι άνθρωπος σοφός, ολοκληρωμένη προσωπικότητα, μπορεί και να δει σφαιρικά, απόλυτα, το αντικείμενό του.

Χωρίς αμφιβολία ξέρει το πόλο σε βάθος και πραγματικά. Ο Ράντκο Ρούντιτς ήταν πιο πολύ δημιουργός και ικανός οργανωτής, παρά κόουτς. Αυτό πιστεύω εγώ. Αλλά τον σέβομαι κι αυτόν εξίσου. Τι να πω, άλλωστε, για έναν προπονητή, που και μαζί του κέρδισα χρυσά μετάλλια και μοιράστηκα τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μου; Τεχνικά μίλησα μόνο, είμαστε φίλοι, και τα λέμε και μαζί σε κάθε ευκαιρία.

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Γκάλης –Καλλιτέχνης, παιδί μου, μεγάλος καλλιτέχνης!

Πήγατε και στην Ιταλία του, ως παίκτης, στη Ρόμα…

Κρίμα που δεν ήρθα στην Ελλάδα τότε. Ήμουνα έτοιμος, ξέρετε. Γιατί το 1991 είχαν κανονιστεί όλα, νά ’ρθω να παίξω στον Ολυμπιακό, μια κι ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία ήταν κοντά. Ήμουνα ελεύθερος, ήθελα πολύ νά ’ρθω, και θά ’τανε και η πρώτη χρονιά που θα επιτρέπονταν ξένοι στην Ελλάδα. Μάλιστα, γράφτηκε και στις εφημερίδες. Αλλά, μια εβδομάδα μετά, η ελληνική Ομοσπονδία αποφάσισε αρνητικά για την είσοδο ξένων παικτών στο πρωτάθλημα. Έτσι βρέθηκα στη Ρόμα, και πέρασα δύο υπέροχα χρόνια στη Ρώμη. Με τον Καμπάνια και τον Ρατζένοβιτς.

«Κρίμα που δεν ήρθα στην Ελλάδα τότε. Ήμουνα έτοιμος, ξέρετε. Γιατί το 1991 είχαν κανονιστεί όλα, να ’ρθω να παίξω στον Ολυμπιακό»…

Με τον Φερέττι που έπαιζε στη Ρόμα όταν της πήρε το Κύπελλο Ευρώπης η Βουλιαγμένη του Γιαννουρή, παίξατε μαζί;

Όχι. Ο Φερέττι πήγε στη Ρόμα όταν εγώ έφυγα για την Μπαρτσελόνα και την Ισπανία. Κερδίσαμε με τον Άντριτς προπονητή το Πρωταθλητριών και το Σούπερ Καπ της Ευρώπης. Αλλά εγώ προτιμώ ένα Λεν Τρόφι με τη Ρόμα παρά τα τρία Πρωταθλητριών…

Για ποιο λόγο;

Επειδή η Ρόμα ήταν ομάδα αδύνατη, απ’ τη δεύτερη κατηγορία. Την πρώτη χρονιά στοχεύαμε στην έκτη θέση, αλλά χάσαμε στον τελικό από την Ποσίλιππο, μετά από παρατάσεις. Έτσι παίξαμε στο Λεν Τρόφι την επόμενη χρονιά, ως δεύτεροι, και το κατακτήσαμε. Κανένας δεν πανηγύρισε τότε περισσότερο από τους Ρωμαίους. Και για μένα οι καταστάσεις ήσαν πρωτόγνωρες. Γιατί ερχόμουνα από μια πολύ οργανωμένη ιστορία, σε μια ομάδα σχεδόν ερασιτεχνική. Με τους παίκτες να μην πολυέρχονται στις πρωινές προπονήσεις ή νά ’ρχονται με μηχανάκια καμιά ώρα καθυστερημένοι το απόγευμα. Εκείνες τις χρονιές μόνο τερματοφύλακας δεν έπαιξα. Όλα τ’ άλλα τά ’κανα μες στον αγώνα.

Βέβαια, και η χαρά του παιχνιδιού χάνεται ίσως με τον άκρατο επαγγελματισμό.

Γι’ αυτό σας λέω πως ήμουνα σαν παιδί χαρούμενος στη Ρώμη. Ήταν σαν να ξανάπαιζα πόλο απ’ την αρχή. Ενώ τις επόμενες χρονιές, παρά τα μεγάλα Πρωταθλήματα Ευρώπης, εγώ άρχιζα να νιώθω κούραση, άρχισα να χάνω και κιλά απ’ την υπερπροσπάθεια σε κάθε παιχνίδι. Κι αποφάσισα πως δεν πήγαινε άλλο. Πως ήθελα να σταματήσω πια. Και τό ’κανα.

Σταματήσατε το ’95.

Ναι. Με φέρανε πίσω για την Ατλάντα, πήγα, έπαιξα μόνο τρία παιχνίδια, και σταμάτησα πια οριστικά.

Τι έχετε να πείτε για τους τερματοφύλακες. Υπήρξαν ο… στόχος σας μια ζωή.

Οι τερματοφύλακες είναι ιδιαίτερη ιστορία στο πόλο.

5.-

«Μ’ αρέσει να δημιουργώ. Κάθε μέρα θέλω να κάνω κάτι καινούργιο»…

Εχθροί σας;

Αντίθετα. Φίλοι μου. Στηρίξανε όλοι τους την καριέρα μου… Τους λατρεύω. Σοβαρά τώρα: ο τερματοφύλακας είναι πολύ μοναχική υπόθεση. Ένας παίκτης την ώρα του παιχνιδιού, αν νιώθει κάπως, μπορεί να υπολειτουργήσει, να κρυφτεί, να μη σουτάρει. Ο τερματοφύλακας δεν έχει τέτοια, είναι τελείως μόνος στη δουλειά του. Αν νιώθει άσχημα, δεν μπορεί κανένας να τον υποκαταστήσει. Ούτε μια στιγμή δεν μπορεί ν’ αφαιρεθεί. Εγώ, πάντως, τους σούταρα από παντού των τερματοφυλάκων. Ήθελα πάντα να τους κάνω καλύτερους..

Διαβάστε ακόμα: Δημήτρης Κώνστας –ο Άρχοντας των Δοκαριών του πόλο. 

Κι ο μεγάλος Σόσταρ;

Με τον Σόσταρ είμαστε οικογένεια. Είμαι ο νονός των δύο του κοριτσιών. Ο Σόσταρ ήταν εξαιρετική περίπτωση. Ήταν ο τοίχος μας πίσω. Εγώ δε είχα τηλεπαθητική επαφή με τον Σόσταρ, ήμασταν άρρηκτα, πνευματικά συνδεδεμένοι, στον αγώνα μέσα. Μπορεί εγώ να μην τον έβλεπα, γιατί ήμουνα συνήθως με την πλάτη στο τέρμα μας γυρισμένη, αλλά τον ένιωθα κι ήξερα κάθε στιγμή τι ήταν έτοιμος να κάνει. Και βγάλαμε έτσι άμυνες καταπληκτικές τα χρόνια όλα.

«Εγώ, πάντως, τους σούταρα από παντού των τερματοφυλάκων. Ήθελα πάντα να τους κάνω καλύτερους»…

Ξεκινήσατε με το 11 στο σκουφάκι, μετά φορούσατε το 5. Σημαίνουν κάτι τα μαγικό τα νούμερα για τον κάθε παίκτη, άραγε;

Εγώ δεν έδωσα ποτέ σημασία στα νούμερα. Στο Λος Άντζελες και στη Σεούλ έπαιξα με το 11, ο Τζούχο φόραγε το 5. Μετά, το πήρα εγώ το 5, γιατί το φόραγα και στην ομάδα μου. Έτσι γίνονται αυτά. Τι να σημαίνει ένα νούμερο; Τίποτα δεν σημαίνει.

 

Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα είχε δύο πολύ καλούς φουνταριστούς. Τον Βλοντάκη και τον Γιώργο Αφρουδάκη.

Τους ξέρω. Πιστεύω πως ο Αφρουδάκης είναι σε πραγματικά πολύ υψηλό επίπεδο. Και η Ελλάδα, γενικότερα. Μετά τη γενιά του Μαυρωτά, του Γιαννόπουλου, του Αρώνη, οι οποίοι ήταν πρωτοπόροι για την Ελλάδα στο υψηλό διεθνές επίπεδο, τα σημερινά παιδιά σας φτάσανε όπου φτάσανε. Η επιτυχία τους στηρίχτηκε πάντως στις προηγούμενες γενιές παικτών, και συγγνώμη, φίλοι και αντίπαλοί μου, αν δεν σας ανέφερα όλους. Ο Αφρουδάκης, πάντως, μου αρέσει ιδιαίτερα.

Τι συμβουλή μπορεί να δώσει από… εκεί ψηλά ο Μιλάνοβιτς ο μυθικός στον Γιώργο Αφρουδάκη, που παλεύει με τα σημερινά θηρία ακατάπαυστα;

Να μη σταματήσει ποτέ να δουλεύει. Να γίνεται όλο και πιο δυνατός, όλο και πιο γρήγορος. Όλο και πιο εκρηκτικός, όλο και πιο συγκεντρωμένος πρέπει  να προσπαθεί να είναι. Πρέπει να κοιτάει να εκμεταλλεύεται και τις παραμικρές ευκαιρίες, έτσι, οργανωμένο και σκληρό, που έχει γίνει πια το πόλο. Είναι πολύ δύσκολες εποχές για φουνταριστούς.

Η ζωή του Ιγκόρ Μιλάνοβιτς πώς θά ’τανε χωρίς πισίνα, χωρίς νερά;

Μουσική! Θα ήτανε αφιερωμένη στη μουσική. Παίζω και κιθάρα, ξέρετε. Θα μπορούσα κάτι νά ’χω κάνει στη μουσική, αν δεν είχα, όπως λέτε, το πόλο να γεμίζει τη ζωή μου.

Στη Ρώμη; «…Ο, κιτάρα ρομάνα, ακομπάνια μι του»;

Μπλουζ, τα μπλουζ προτιμώ. Μπλουζίστας μπορεί νά ’μουνα, ποιος ξέρει.

Απλός μουσικός;

Καλλιτέχνης ένιωθα πάντα, καλλιτέχνης νιώθω. Και πόλο, δεν πειράζει που το λέω εγώ, σαν καλλιτέχνης, νομίζω, έπαιξα. Αυτή είναι η φύση μου. Μ’ αρέσει να δημιουργώ. Κάθε μέρα θέλω να κάνω κάτι καινούργιο. Γι’ αυτό και τον τελευταίο καιρό απολαμβάνω να μαθαίνω πόλο στα παιδιά. Στα μικρά παιδιά.

//Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό «WATERSPORTS», τεύχος 6ο, Απρίλιος 2005.

 

Διαβάστε ακόμα: Μια συνοπτική ιστορία του νεότερου ελληνικού πόλο 1975–2011 από τον Σωτήρη Κακίση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top