Η εικαστικός Χαρά Κολαΐτη, με κριτική διάθεση, χρησιμοποιεί «ακαλαίσθητες εικόνες» στις περφόρμανς που δημιουργεί.

Κατά την περίοδο της δικτατορίας, συγκεκριμένα το 1970, η Ελληνίδα πρωτοπόρος της performans Μαρία Καραβέλα είχε δώσει μια παράσταση στην αίθουσα τέχνης Άστορ. Φορούσε την στολή των κρατουμένων στις φυλακές Αβέρωφ, ενώ στη μέση της σκηνής είχε τοποθετήσει ένα ανδρείκελο πίσω από κάγκελα, σαν σε μικρό κελί. Η performans δεν άρεσε φυσικά στο καθεστώς, και όχι μόνον για πολιτικούς λόγους, καθώς ως γνωστό είχε την δική του κιτς «φιλοσοφία» και «αισθητική». Το χρονικό όριο του 1967 προκάλεσε την συμπεριφορά των καλλιτεχνών, όπου άλλοι εξέφρασαν την αντίθεσή τους, ενόσω οι πολλοί, μάλλον οι περισσότεροι, προσπάθησαν να συντονιστούν με την νέα κατάσταση. Ταμπού αποτέλεσε για τη χούντα και ο χώρος της αρχιτεκτονικής. Τα εγκαίνια μεγάλων φιλόδοξων έργων ήταν στην ημερήσια διάταξη των «Επίκαιρων» της εποχής. Βλέπουμε την κλίμακα των κτιρίων να αλλάζει, ενώ γίνονται πιο τολμηρά στην χωροθέτησή τους, βρίσκονται πιο κοντά σε αρχαιολογικούς χώρους, σε μνημεία ή στον αιγιαλό. Η προπαγανδιστική τους αξιοποίηση ήρθε να προστεθεί στο φολκλόρ και αφελές αφήγημα των συνταγματαρχών για «πρόοδο» και «ανάπτυξη».

Μετά από 44 χρόνια η κιτς «αισθητική» εξακολουθεί να αποτελεί οριζόντιο πρόβλημα στην Ελλάδα της κρίσης. Για να σχολιάσουμε έναν μόνο χώρο, στην τηλεόραση σήμερα σχεδόν όλες οι εκπομπές, τα πάνελ, τα σίριαλ, οι ειδήσεις που αναπαράγουν και προπαγανδίζουν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό είναι κιτς. Καλλιεργούν συστηματικά, σχεδόν ηθελημένα, την συγκεκριμένη «αισθητική προσέγγιση» και «εκπαιδεύουν» με απόλυτα αρνητικό τρόπο το κοινό που τα παρακολουθεί. Έτσι, η εικαστικός Χαρά Κολαΐτη, με κριτική διάθεση, χρησιμοποιεί ακαλαίσθητες εικόνες στις performans που δημιουργεί. Το υλικό της μπορεί να είναι ο τσολιάς στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα που «τιμά» το ένδοξο παρελθόν μας, είτε η μορφή ενός κτιρίου που «εξυμνεί» το αρχαιοελληνικό πνεύμα, ή ακόμη το διαφημιστικό σποτ μιας προεκλογικής καμπάνιας. Η καλλιτέχνης παίρνει την «αισθητική» των ΜΜΕ, ειδικότερα της τηλεόρασης, την τροποποιεί, και με αιχμηρό χειρισμό την ανατρέπει.

Το σύγχρονο ελληνικό «γούστο» για την αρχιτεκτονική οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερων κοινωνιολογικών αναλύσεων.

Σε ένα άλλο επίπεδο, το σύγχρονο ελληνικό «γούστο» για την αρχιτεκτονική οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερων κοινωνιολογικών αναλύσεων. Καθώς προσπαθεί να συμβιβάσει την νεοκλασική απομίμηση και την «λαϊκή παράδοση» -το φολκόρ στοιχείο πιο ορθά- με το high tech ή μινιμαλιστικό ή γενικά εφήμερο κλίμα του trendy lifestyle. Στην χώρα μας, η επισήμανση και προσπάθεια ανάδειξης του σημαντικού αρχιτεκτονικού έργου αντιπροσωπεύει σε ένα βαθμό μια πράξη απόγνωσης απέναντι σε ένα ιδεολογικό και παραγωγικό μοντέλο που ούτε στην οργάνωση και αναβάθμιση ενός βιώσιμου και καλαίσθητου χώρου, δημόσιου και ιδιωτικού, στοχεύει, ούτε την δουλειά του αρχιτέκτονα προστατεύει και ευνοεί.

Στην εποχή μας η κακογουστιά στην χώρα μας είναι τόσο διάχυτη, που το μάτι αλλά και το μυαλό έχουν πλέον εθιστεί σε αυτή.

Η νέα εγχώρια κοινωνική διαστρωμάτωση, χωρίς παράδοση παιδεία και κριτήρια, αναζητεί την ταυτότητά της μέσα από τις ποθογένειες του νεοελληνικού κιτς, συνοδευόμενη από μια νέα δήθεν «πολιτισμοποίηση». Συνεπέφερε με την διαστρεβλωμένη οπτική της την επίκληση του πρώην μεγαλό-μεσοαστικού «καλού γούστου», εκ μέρους πλέον νέων μικροαστικών και άλλων κοινωνικών στρωμάτων που διεκδικούν την κοινωνική τους «καταξίωση». Το πρόβλημα δεν περιορίζεται βέβαια μόνον στην αρχιτεκτονική βιτρίνα που καλείται να εξωραΐσει την εικόνα τους, αλλά διαχέεται σε όλο το φάσμα της υλικής και άυλης ζωής τους.

O Χρήστος Βακαλόπουλος είχε προβλέψει ότι «ίσως είναι η τελευταία φορά που μιλάμε για κιτς, στο εξής το πρόβλημά μας θα είναι η αδυναμία εντοπισμού του».

Κατά τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη: «Η νέα συνθήκη ανάγνωσης του κιτς συνδέεται υποχρεωτικά με την μαζική κουλτούρα. Τα μίντια, η συναισθηματική υπερφόρτιση, η ειδυλλιακή αλαζονεία, το “εκσυγχρονιστικό” παραλήρημα της λαϊκο-ντίσκο διασκέδασης και ο ενδημικός κυνισμός τους αποκτούν πλέον προβάδισμα απέναντι σε κάθε είδους περιεχόμενο», τονίζει. Αν θέλουμε, λοιπόν, να κατανοήσουμε την σημερινή ανάγνωση του κιτς θα πρέπει να δούμε την σημειωτική μετατόπισή του στον υπερπολυτελή και προκλητικό -ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης- τρόπο ζωής ορισμένων, επίσης στα τηλεοπτικά στούντιο, στην ενημέρωση και στις εκπομπές lifestyle, στους ίδιους τους πολιτικούς μας και στον τρόπο που παράγεται το κοινοβουλευτικό έργο, όπου όλα αυτά σωρεύονται και διαμορφώνουν εν πολλοίς τα ΜΜΕ, τα social media, δυστυχώς την ζωής μας συνολικότερα.

Η τοξική «πολιτισμοποίηση» του νέο-Έλληνα εκτείνεται τόσο σε πραγματολογικό όσο και σε σημειολογικό και συμπεριφεριολογικό επίπεδο.

Το κακό γούστο της ελληνικής κοινωνίας, η απουσία δηλαδή συλλογικής «αισθητικής παιδείας» -με την ευρύτερη σημασία του όρου- οφείλεται καταρχήν στην απότομη μετάλλαξη πρώην αγροτικών πληθυσμών σε αστικούς. Κοινωνικών στρωμάτων που ποτέ δεν διασταυρώθηκαν με τις αξίες της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Προσπαθώντας οι πληθυσμοί αυτοί να ανταποκριθούν στις νέες κοινωνικές απαιτήσεις τροποποίησαν τα χαρακτηριστικά τους, επιδερμικά βέβαια μόνον, με αποτέλεσμα η παράδοση που γνωρίζουμε, από αυθεντική έκφραση του λαϊκού πολιτισμού και γενικότερα της ιστορίας μας να καταντήσει φτηνή απομίμηση μιας ξένης προς αυτόν κουλτούρας. Για το κιτς αρχίσαμε να «αγωνιούμε» μόνον όταν μας χαρίστηκε η ψευδεπίγραφη ευημερία των δύο τελευταίων, προ κρίσης, δεκαετιών. Η κοινωνία μας, αν και θεωρητικά θα μπορούσε να διαθέτει ισχυρές αντιστάσεις για να παρακάμψει το πρόβλημα, εντούτοις εγκλωβίστηκε στην μη αισθητική της μικροαστικής απομίμησης και επέβαλε στον εαυτό της ένα γενικευμένο κακό γούστο, βαθιά ριζωμένο πλέον στο συλλογικό υποσυνείδητο.

Πέρασαν χρόνια από την μνημειώδη έκδοση «Κάτι Tο Ωραίον» του περιοδικού «Αντί». Εκεί, ο Χρήστος Βακαλόπουλος είχε προβλέψει ότι «ίσως είναι η τελευταία φορά που μιλάμε για κιτς, στο εξής το πρόβλημά μας θα είναι η αδυναμία εντοπισμού του». Και δυστυχώς αποδείχθηκε προφητικός καθότι σήμερα τα (κάθε είδους) «σκουπίδια» δεν αποτελούν πια περιθώριο αλλά κυρίαρχο «αισθητικό» στοιχείο. Στην εποχή μας η κακογουστιά στην χώρα μας είναι τόσο διάχυτη, που το μάτι αλλά και το μυαλό έχουν πλέον εθιστεί σε αυτή. Το κριτήριο ενός ολόκληρου λαού, στην πλειοψηφία του τουλάχιστον, έχει διαβρωθεί τόσο, που δεν μπορούμε πια να διακρίνουμε το κιτς και τελικά το αποδεχόμαστε ανατροφοδοτώντας συνεχώς με «σκουπίδια» την τοξική αυτή «πολιτισμοποίηση» του νέο-Έλληνα. Τοξική, τόσο σε πραγματολογικό όσο και σε σημειολογικό και συμπεριφεριολογικό επίπεδο. Η κρίση που βιώνουμε δεν είναι οικονομική -αυτό είναι μόνον το αποτέλεσμα- αλλά πολιτισμική, κρίση νοοτροπίας και αντιλήψεων.

Στην χώρα μας ακόμα και οι «καλές προθέσεις» τραυματίζουν τη δημόσια αισθητική.

 

Διαβάστε ακόμα: Η street art στην Αθήνα παράγει θόρυβο και όχι τέχνη

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top