«Ο Ζουράρις παραιτήθηκε, αλλά το ανησυχητικό είναι ότι η παρακαταθήκη του θα συνεχίζει να βλασταίνει δηλαδή να βγάζει αγκάθια» γράφει ο Γιάννης Παλιούρης. (Φωτογραφία από τον χρήστη του Flickr Tom Tziros)

Ποτέ δεν υπήρξαμε αυτό που λένε κοινωνία «αλληλεγγύης». Ούτε διακρινόμασταν για την αγάπη άνευ όρων προς τον πλησίον. Οι κάμποσοι εμφύλιοι των τελευταίων 200 ετών το αποδεικνύουν. Αλλά αυτό το χάλι με τα δημόσια μπινελίκια, τη στοχοποίηση των «άλλων», τις προσωπικές επιθέσεις και τις κατάρες για «πσόφους» και ανίατες ασθένειες σε οικογένειες και παιδιά που έχει διαχυθεί παντού πια, είναι «κατάκτηση» των τελευταίων χρόνων. Και μπράβο μας, που θα έλεγε και ο Βουλαρίνος.

Αφορμή για τις λέξεις που περνάνε τώρα μπροστά από τον υπολογιστή σας υπήρξαν δύο πράγματα: Πρώτον, η επίθεση αυτού του απίθανου «διανοούμενου» που υποδύεται τον Υφυπουργό Παιδείας (ναι, για τον Κώστα Ζουράρι λέω) κατά των φιλάθλων του Ολυμπιακού και του Άρη με εκφράσεις πεζοδρομίου, (disclaimer: είμαι Παναθηναϊκός). Και δεύτερον, κάποια σχόλια στα social media που συνόδευσαν ένα άρθρο που έγραψα προ ημερών για το Σκοπιανό. Στο δικό μου μυαλό και τα δύο περιστατικά έχουν την ίδια μήτρα που δεν είναι άλλη από τον εκχυδαϊσμό που επιβλήθηκε στο δημόσιο λόγο τα τελευταία χρόνια από τους Ζουράρηδες όλων των κομμάτων.

Όσον αφορά στο δεύτερο δεν ενοχλήθηκα. Ούτε φυσικά πτοήθηκα. Από τη στιγμή που εκτίθεσαι με τη φάτσα σου και την υπογραφή σου στον δημόσιο διάλογο, είναι λογικό να σε «λούσουν». Άλλωστε αυτά έχει το επάγγελμα. Αν είσαι πιλότος πάντα ζεις με την έγνοια μην σου «κρατήσει» ο κινητήρας. Αν είσαι ταξιτζής υπάρχει πιθανότητα να τρακάρεις. Ε, αν αρθρογραφείς είναι λογικό ότι κάποιος θα αντικρούσει την άποψή σου. Αλλά χωρίς κάποιος να σε ξέρει, να βγάλει το συμπέρασμα ότι τα «παίρνεις» για να «πουλήσεις» τη Μακεδονία, όσο να ‘ναι έχει πλάκα.

Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι το δηλητήριο και η τοξικότητα κατανικούν ακόμα με χαρακτηριστική ευκολία την εύλογη διαφωνία ή ακόμα και την σκληρή κριτική και έχουν καταστεί κανονικότητα. Στην πραγματικότητα κανείς δεν εξεπλάγη από τις δηλώσεις Ζουράρι (σ.σ. «Στο κατώτερο τμήμα του στεατοπυγικού μου υποσυστήματος και ειδικώς με μια τάση προς το εμπρόσθιο τμήμα του στεατοπυγικού μου υποσυστήματος κάθισαν 10.000 γαύροι… – Ποιος τον γα[…] τον Άρη»). Αυτός αποδεικνύεται δυστυχώς ο Ζουράρις που κάποτε κόμιζε κάτι αριστοφανικό στο δημόσιο διάλογο. Αναρωτιέμαι, όμως, πως τον ανεχόμαστε. Πως φτάσαμε στο σημείο όπου ο στόχος δεν είναι να «ακυρώσεις» την άποψη, την ομάδα ή τα πολιτικά πιστεύω του άλλου -κάτι απολύτως λογικό- αλλά τον ίδιο τον άλλο. Η απάντηση που δίνω έχει να κάνει με τον συνδυασμό δύο πραγμάτων: της ήττας και της επιλογής που κάναμε στο ποιος θα εκφράσει αυτή την ήττα.

Η αγανάκτηση μπορεί να μας τελείωσε τα τελευταία 2-3 χρόνια, όμως, οι Αγανακτισμένοι και η παρακαταθήκη τους δεν εξαφανίστηκαν. Απλά μετακόμισαν από το Σύνταγμα στο Διαδίκτυο.

Ξεκινώντας από το πρώτο, η ελληνική κοινωνία επί σχεδόν μια δεκαετία ζει καταστάσεις που σίγουρα θα αποτελέσουν κεντρικό αντικείμενο μελέτης για τους οικονομολόγους, κοινωνιολόγους και ιστορικούς του μέλλοντος. Η οικονομική κρίση, η οποία πλέον θεωρείται χειρότερη και από κραχ του 1929 στις ΗΠΑ, συμπαρέσυρε μαζί της κάθε ίχνος αυτοπεποίθησης που είχαμε χτίσει τα τελευταία 40 χρόνια. Από εκεί που το 2004 ο μέσος Έλληνας νόμιζε ότι συνομιλούσε με τον… Θεό (ευμάρεια, Ολυμπιακοί Αγώνες, μέχρι και Πανευρωπαϊκό στο ποδόσφαιρο) μόλις μια πενταετία αργότερα βρέθηκε ενώπιον μιας ολοκληρωτικής κατάρρευσης, προσωπικών και συλλογικών βεβαιοτήτων. Όπως και να το κάνεις πρόκειται για επική σφαλιάρα. Και η ηχώ της θα συνεχίσει να αντηχεί για πολλές δεκαετίες ακόμα.

Σαν να μην έφτανε αυτό, δυστυχώς ως κοινωνία επιλέξαμε να εκφράσουν και να ερμηνεύσουν την ήττα μας η Ζωή (μία είναι η Ζωή τώρα που έφυγε η Λάσκαρη), ο Κασιδιάρης, ο Τράγκας και η πρωινή ζώνη των καναλιών που φιλοξενούσε τους παραπάνω. Τα κόμματα που αποτελούν σήμερα τη συγκυβέρνηση, μαζί με την Χρυσή Αυγή, έκλειναν το μάτι σε όσους μιλούσαν για Γερμανοτσολιάδες και Τσολάκογλου και έκαναν μασάζ στις παλάμες των… Αγανακτισμένων που μούτζωναν τη Βουλή. Αλλά αυτό που αρχικά ξεκίνησε ως πολιτική χυδαιότητα σταδιακά απλώθηκε σε κάθε ζήτημα που έμπαινε στο δημόσιο διάλογο. Για παράδειγμα, έχω δει συζήτηση στο Facebook που κατέληξε σε κατάρες για θανάτους με αφορμή ποια περιοχή έχει τις καλύτερες παραλίες: η Μήλος ή η Χαλκιδική!

Η αγανάκτηση μπορεί να μας τελείωσε τα τελευταία 2-3 χρόνια, όμως, οι Αγανακτισμένοι και η παρακαταθήκη τους δεν εξαφανίστηκαν. Απλά μετακόμισαν από το Σύνταγμα στο Διαδίκτυο. Μάλιστα, εκεί έχουν αναβαθμίσει την επιχειρηματολογία τους. Ευχήθηκαν ολόκαρδα «πσόφο» στον Σταύρο Θεοδωράκη όταν ο άνθρωπος ανακοίνωσε το πολύ σοβαρό πρόβλημα στην υγεία του, μας ενημέρωσαν ότι δεν λυπήθηκαν και πολύ όταν πέθανε ο δημοσιογράφος Βασίλης Μπεσκένης (43 ετών με ένα παιδί 12 μηνών) επειδή ήταν «Μενουμευρωπαίος» και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.

Ο Ζουράρις παραιτήθηκε. Στο καλό και να (μην) μας γράφει. Το ανησυχητικό είναι ότι η παρακαταθήκη του, ότι ακόμα και ένας «ιντελεκτουέλ» υπουργός παιδείας (!) μπορεί να εκφράζεται ως Πολάκης, θα συνεχίζει να βλασταίνει δηλαδή να βγάζει αγκάθια. Και δεν βλέπω πως θα αποτοξινώσουμε την ελληνική κοινωνία από το δηλητήριο που έχει κατακλύσει τις φλέβες της με τέτοιους καθοδηγητές.

 

Διαβάστε ακόμα: Θοδωρής Τσεκούρας – Η αβάσταχτη πολυπλοκότητα του παγωτού χωνάκι

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top