Καίτοι δεξιός και φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, είναι έως και σήμερα ο πιο αριστερός-δεξιός που απέκτησε αυτή η χώρα.

Εκ προοιμίου δηλωμένο: οποιοσδήποτε «ισμός» περιέχει μια κανονιστική διάσταση, η οποία σου επιβάλλεται εν είδει Βίβλου που δεν έχεις το δικαίωμα να αρνηθείς. Οι «ισμοί», αν παρατηρήσει κανείς την Ιστορία ως ανάπτυγμα, έγιναν οι ιοί της ανθρώπινης περίπτωσης. Εξαπλώθηκαν ραγδαία, λειτούργησαν περιοριστικά και εντέλει προκάλεσαν ουκ ολίγες καταστροφές.

Για έναν πνευματικό άνθρωπο σαν τον Μάνο Χατζιδάκι που αρνήθηκε την προσκόλληση σε ένα δόγμα, που αντιστρατεύτηκε την χύδην συστράτευση με αυτά που αποδεχόταν η πλειοψηφία και η μόνη του διδαχή ήταν η μουσική του κατάθεση, το να μιλάς για «Χατζιδακισμό», μάλλον, αποτελεί ύβρη. Ας δεχθούμε τον όρο ως ποιητική αδεία κι όχι στην κυριολεξία της.

Εννοώ πως ο Χατζιδάκις ήταν κάτι περισσότερο από τη μουσική του κι αυτό φάνηκε στα κατοπινά χρόνια με την απουσία του. Προφανώς και οι συγκαιρινοί του τού επιδαψίλευσαν την πρέπουσα σημασία. Η αξία του ήταν αδιαμφισβήτητη, όπως και η συμβολή του (μαζί με τον Θεοδωράκη) στο να αρθρώσει η σύγχρονη ελληνική μουσική έναν λόγο ουσιαστικό και εδραίο.

Ελάχιστοι δημόσιοι άνδρες έχουν καταφέρει να διαμορφώσουν μια γλώσσα τόσο καίρια και ταυτόχρονα καυστική.

Ωστόσο, παρά τον μονήρη βίο του, μακριά από του κόσμου τις κραυγές, και με μηδαμινή διάθεση να επιβληθεί ως ταγός, ο Χατζιδάκις άρθρωσε έναν λόγο που δεν λειτουργούσε παραπληρωματικά της μουσικής του, αλλά, εν συνόλω την εξηγούσε.

Η κριτική του για τον ψευδοαστισμό της ελληνικής κοινωνίας, για την κοντόφθαλμη εξουσία που δεν οσμίζεται ποτέ τις μεγάλες αλλαγές, τον άκρατο λαϊκισμό που λειτουργεί υπονομευτικά, αλλά και τη χυδαιότητα που υφαρπάζει όλες τις ζωτικές δυνάμεις της κοινωνίας, ήταν μερικά από τα ζητήματα που ο Χατζιδάκις δεν δίστασε να καυτηριάσει.

Εχουν περάσει εικοσιπέντε χρόνια από τον θάνατό του (15 Ιουνίου 1994), επομένως ικανός χρόνος για να κρίνει κανείς τον δημιουργό και το έργο του με την απόσταση που χρειάζεται. Το αποτέλεσμα αυτής της αναζήτησης είναι άκρως αποκαλυπτικό και τούτο διότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κενό που διαλάμπει.

Ελάχιστοι δημόσιοι άνδρες έχουν καταφέρει να διαμορφώσουν μια γλώσσα τόσο καίρια και ταυτόχρονα καυστική. Λίγοι μπόρεσαν να κατακεραυνώσουν τη νεοελληνική θολούρα δίχως να αποζητούν μεγαλεία, κρατικοδίαιτες θέσεις ή κάποιο υπουργικό έδρανο στη Βουλή. Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τον Μάνο Χατζιδάκι να εκφωνεί λόγους στην εθνική αντιπροσωπεία; Προφανώς και όχι.

Καίτοι δεξιός και φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, είναι έως και σήμερα ο πιο αριστερός-δεξιός που απέκτησε αυτή η χώρα. Δεν έχει σημασία ποιο ιδεολογικό πρόθεμα θα βάλεις μπροστά, διότι στη δική του περίπτωση τα δύο «άκρα» ενώθηκαν με τρόπο αξεδιάλυτο. Ήταν ο δικός του τρόπος να ξεπερνάει αγκυλώσεις και να σπάει τους κανόνες. Όπως έκανε -κόντρα σε όλους και σε όλα- όταν ενέταξε στις συνθέσεις του το «καταδικασμένο» σε εξοβελισμό μπουζούκι και στην πραγματικότητα το έκανε σύμφυτο με τη νέα αστική τάξη.

Ο Χατζιδάκις ήταν η αναγκαία ζεύξη του παλαιού με το νέο, της βαθιάς ελληνικότητας με την Ευρώπη. Ήταν η ένωση της Δύσης με την Ανατολή.

Είναι προφανές πως τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότερο καταναλώνουμε ζωτική ενέργεια στο δημόσιο λόγο μελετώντας εξονυχιστικά τα ήσσονα αγνοώντας πως μας γλιστρούν τα μείζονα. Όταν βλέπεις τις πολιτικές ηγεσίες να ξιφουλκούν δημοσίως για τον Joker σκέφτεσαι αυτομάτως πως έχει χαθεί το μέτρο και η ουσία.

Ο Χατζιδάκις ήταν η αναγκαία ζεύξη του παλαιού με το νέο, της βαθιάς ελληνικότητας με την Ευρώπη. Ήταν η ένωση της Δύσης με την Ανατολή. Το ότι κατάφερε να δημιουργήσει μέσα από τους λαϊκούς δρόμους του Τσιτσάνη και τις σονάτες του Μπετόβεν δείχνει -ολοκάθαρα, πλέον- το δρόμο που μακροσκοπικά θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει και η χώρα. Να γίνει ένα αμάλγαμα των πιο σημαντικών επιρροών της. Να δημιουργήσει ένα εκτόπισμα που θα περιλαμβάνει το παρελθόν της και το μέλλον της. Δίχως φτηνή αρχαιολατρεία και δίχως τον νεοπλουτισμό των άκριτα δυτικοφρόνων.

Αν χάνουμε κάτι εν τη απουσία του είναι αυτός ο συνδυαστικός λόγος. Χρειαζόμαστε κάποιον που θα ορθοτομεί δίχως να έχουμε δεύτερες σκέψεις πως το κάνει για ίδιον όφελος. Ο Θεοδωράκης που είναι ο άλλος μεγάλος ογκόλιθος της ελληνικής μουσικής, λόγω των πολλών παλινωδιών του, δεν κατάφερε να ενώνει πάντα. Ο Σαββόπουλος αποδείχθηκε λίγος για έναν τόσο σημαντικό ρόλο. Οι πανεπιστημιακοί μας δεν έχουν -δυστυχώς- την αναγνωρισιμότητα ή το εκτόπισμα να αρθρώσουν τέτοιο λόγο.

Πέραν των πολιτικών που εκμεταλλεύονται τη συγκυρία και εξουσιάζουν το φαντασιακό του μέσου ψηφοφόρου, δύσκολα θα βρεις στον δημόσιο λόγο έναν άνθρωπο που θα μιλήσει για τα ουσιαστικά της ελληνικής περίπτωσης και θα επαναφέρει τη σκέψη μας στη γόνιμη διαδικασία της αναζήτησης των πραγματικά σημαντικών.

Από την άλλη: δεν είμαι σίγουρος αν στη σημερινή εποχή θα μπορούσε ο Χατζιδάκις να έχει έναν λόγο που θα ακουγόταν. Η δεκαετία του ’60, ακόμη και του ’80, μοιάζουν νηπιακές σε σχέση με τη σημερινή. Φοβάμαι πως θα χρειαζόταν να έχει σελίδα στο Facebook και το Instagram για να τον ακούσει ο κόσμος, αλλά επειδή μάλλον δεν θα έπαιζε με τους όρους της πλειοψηφίας (όπως έκανε πάντα) θα απευθυνόταν και πάλι σε λίγους και καλούς.

Κάτι που σημαίνει πως η ιδεολογία του Χατζιδακισμού, στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή, μπορεί να υπάρξει ως μέρος του καθημερινού πράττειν για τον καθένα από εμάς.Έστω και αν την αναπτύσσουμε κατά μόνας. Δεν μπορεί, με κάποιο τρόπο θα συναντηθούμε. Όχι όλοι, αυτό φαντάζει δύσκολο στην Ελλάδα, αλλά σε αυτή την κατάσταση που βρισκόμαστε, ακόμη και ελάχιστοι θύλακες λογικής δεν χάνονται. Αυτή θα έπρεπε να είναι η αληθινή κανονικότητά μας.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιατί δεν κάνουμε και δεύτερο παιδί;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top