nd

Μπορεί να μετεξελιχθεί σε ένα σοβαρό αστικό κόμμα που θα κληθεί κάποια στιγμή να κυβερνήσει ξανά;

Η Νέα Δημοκρατία, το ιστορικό φιλελεύθερο αστικό κόμμα που πιστώνεται μεταξύ άλλων την είσοδό μας στην (τότε) ΕΟΚ, έχει καταντήσει ένα συμπίλημα από βαρωνίες και φέουδα κομματαρχών, με μοναδικό σκοπό τη νομή της εξουσίας. Γι’ αυτό και από την αρχή της κρίσης που ήρθε να σαρώσει τις μεταπολιτευτικές ψευδαισθήσεις, θεωρούσαμε δεδομένο ότι η κεντροδεξιά παράταξη θα έχει την ίδια τύχη της κεντροαριστερής: Θα συρρικνωθεί σε κάτι irrelevant, όπως το ΠΑΣΟΚ.

Οι εσωκομματικές εκλογές της Κυριακής εν μέρει επιβεβαιώνουν το σενάριο αυτό: Περίπου 400.000 άνθρωποι με αρκετά υψηλό ή πολύ υψηλό μέσο όρο ηλικίας στάθηκαν στην ουρά για να επανεκλέξουν τον μουστακαλή κοτζαμπάση που τους οδήγησε σε συντριβή από τον τυχοδιώκτη Αλέξη Τσίπρα του τρίτου μνημονίου.

Και ακόμα, να φέρουν στη δεύτερη, στην τρίτη και στην τέταρτη θέση τον γιο ενός πρώην πρωθυπουργού που παρά το σύντομο μεταρρυθμιστικό του έργο δεν θεωρείται επιτυχημένος, έναν καθωσπρέπει λαϊκιστή που δεν είναι καν βουλευτής και έναν τηλεαστέρα που διάλεξε ως πολιτικό του αντίπαλο έναν άλλο τηλεκωμικό.

Μπορεί κάποιος να γίνει όσο δηλητηριώδης θέλει, αλλά αν αποδεχτούμε ότι η πολιτική εκπροσώπηση είναι λογικό να καθρεπτίζει την κοινωνία που τη γεννά, τότε έχει αξία να δούμε και τις ευκαιρίες που γέννησε η κάλπη και μένει να επιβεβαιωθούν μετά τα Φώτα:

Στο λαϊκοδεξιό στρατόπεδο, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης πέτυχε μια καθαρή πρωτιά, αλλά δεν υπάρχει ούτε ένας ψηφοφόρος του που να θεωρεί πιθανό ότι μπορεί να κερδίσει τον Αλέξη Τσίπρα. Μάλιστα, δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι ότι ο συμπαθής μεν αλλά παλαιοκομματικός πολιτικός θα τα κατάφερνε καλύτερα από τον τωρινό πρωθυπουργό στην άσκηση της εξουσίας. Ο Απόστολος Τζιτζικώστας (και ο Μάκης Βορίδης που έσπευσε τυχοδιωκτικά να τον στηρίξει) ηττήθηκε, έχοντας ο ίδιος ανεβάσει τον πήχυ ψηλά (πρόβαλλε ως φαβορί). Ήταν και μια ήττα του στρογγυλεμένου και ανούσιου πολιτικού λόγου, της εικόνας του θρησκευόμενου καλού παιδιού, του “τζιτζιφιόγκου”, για να κάνουμε ένα λογοπαίγνιο με το όνομά του.

Δικαίωμα ψήφου στο β’ γύρο έχουν μόνο όσοι γράφτηκαν στους εκλογικούς καταλόγους την πρώτη Κυριακή.

Στην περισσότερο φιλελεύθερη πλευρά, καθαρή ήταν και η ήττα του Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος έδωσε μεν ένα γενναίο αγώνα αλλά δεν κατάφερε να πείσει τους πολίτες που πήγαν να ψηφίσουν ότι είναι μια αξιόπιστη λύση για υποψήφιος πρωθυπουργός. Η σχεδόν υστερική του τηλε-συμπεριφορά και οι ακροδεξιές του περγαμηνές δεν χαρακτηρίζουν έναν statesman. Την ευχάριστη έκπληξη έκανε, αντίθετα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Πράγματι, ούτε εκείνος είχε το παράστημα του αρχηγού Κράτους, όμως ψήλωσε αρκετά τις τελευταίες ημέρες με τον μεστό του λόγο και χάρη στην επιλογή του να συγκρουστεί τολμηρά με τον Τσίπρα, παραμένοντας ευπρεπής απέναντι στους κομματικούς του αντιπάλους.

Κυρίως, ο Μητσοτάκης τόλμησε να διατυπώσει σαφείς θέσεις με πολιτικό κόστος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το σύμφωνο συμβίωσης που στήριξε από την αρχή και χωρίς αστερίσκους. Είχε έγκαιρα διαχωρίσει τη στάση του και από ορισμένες θλιβερές κεντρικές επιλογές του κόμματός του, όπως η υπερψήφιση του -καραμανλικού τοτέμ- Προκόπη Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Η δεύτερη θέση για τον πιο φιλελεύθερο από τους τέσσερις υποψηφίους αλλάζει τα δεδομένα και του δίνει έναν αέρα ανατροπής στο δεύτερο γύρο.

Μια τελική επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, αφού, αν αθροίσουμε τα “κουκιά” των λαϊκοδεξιών, ο Μεϊμαράκης βλέπει άνετη επανεκλογή. Ας σημειωθεί εδώ ότι δικαίωμα ψήφου στο β’ γύρο έχουν μόνο όσοι γράφτηκαν στους εκλογικούς καταλόγους την πρώτη Κυριακή. Τις μέρες όμως που απομένουν αναμένεται ο Μητσοτάκης να θέσει το δίλημμα “ποιον θέλουν οι νεοδημοκράτες για επόμενο πρωθυπουργό”, όχι απλώς για αρχηγό της παράταξης. Ποιον θέλουν να εκπροσωπεί τη χώρα στις συνόδους κορυφής και κυρίως -για να γίνει αυτό- ποιος μπορεί, με σύγχρονες θέσεις να νικήσει τον Αλέξη Τσίπρα.

Ακόμα και αν καταφέρει να κερδίσει τον Μεϊμαράκη και στη συνέχεια τον Τσίπρα, ο Μητσοτάκης θα έχει να αναμετρηθεί με τον πιο σκληρό αντίπαλο, το δικέφαλο τέρας του κρατισμού και του λαϊκισμού.

Όμως, ακόμα κι αν καταφέρει να κερδίσει τον Μεϊμαράκη και στη συνέχεια τον Τσίπρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έχει να αναμετρηθεί με τον πιο σκληρό αντίπαλο, το δικέφαλο τέρας του κρατισμού και του λαϊκισμού. Πολύ αμφιβάλουμε αν θα το καταφέρει -και αν θα έχει το σθένος να το παλέψει όσο μας κρατάνε οι εταίροι ζωντανούς στην εντατική με δανεικά. Ας μην ξεχνάμε ότι και ο Κώστας Σημίτης ήρθε στην εξουσία ως ο μεταρρυθμιστής που θα σάρωνε το παλιό ΠΑΣΟΚ και δεν το έκανε.

Σε κάθε περίπτωση, η χώρα χρειάζεται υπεύθυνη αντιπολίτευση που να αντιπαραβάλει θέσεις και αρχές στην τυχοδιωκτική διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όχι λαϊκίστικες κραυγές και κροκοδείλια δάκρυα για προστασία των κεκτημένων. Ήδη, μετά το αρχικό φιάσκο των εσωκομματικών εκλογών που ακυρώθηκαν, η Νέα Δημοκρατία απέδειξε ότι μπορεί κουτσά-στραβά να κινητοποιήσει πολίτες που αναζητούν έναν πυλώνα σταθερότητας στο πολιτικό σύστημα. Και ίσως να μετεξελιχθεί -είναι απαραίτητο για τη χώρα- σε ένα σοβαρό αστικό κόμμα που θα κληθεί κάποια στιγμή να κυβερνήσει ξανά. Όχι ως ακροδεξιό κακέκτυπο του ΠΑΣΟΚ, αλλά ως μια μεγάλη, ευρωπαϊκή, φιλελεύθερη παράταξη.

 

Διαβάστε ακόμα: Η πολιτική γεωγραφία του τέλματος 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top