«Η κυριαρχία των σχημάτων της νεοφιλελεύθερης σκέψης, εξαγνισμένη στην κολυμπήθρα του «πολιτισμικού οικουμενισμού» και του «οικονομιστικού καπιταλισμού» κατέληξε να αναδιαμορφώσει τις κοινωνικές σχέσεις» (Konstantinos Tsakalidis / SOOC).

Η αρχή της αδράνειας. Αυτό που συνέβη, δηλαδή, στα δέκα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Η αρχή του Ηράκλειτου: κανένας δεν μπορεί να μπει δύο φορές στο ίδιο ποτάμι. Σαν να λέμε: ο ευθύγραμμος χρόνος μιας κοινωνίας τρέχει -αναπόδραστα- πάντα μπροστά και δεν γίνεται να γυρίσει πίσω.

Ως εκ τούτου, αυτά που διέτρεξαν την ελληνική κοινωνία δεν μπορούν να μετασχηματιστούν με όρους παρελθόντος, αλλά μόνο μέλλοντος. Το ποιο θα είναι αυτό δεν χρειάζεται να είναι κανείς οιωνοσκόπος για να το διαγνώσει.

Ο καθηγητής Κοινωνιολογίας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, μίλησε στο Andro γι’ αυτά τα δέκα χρόνια οικονομικής ομηρείας, για τους βίαιους μετασχηματισμούς που υπέστη η χώρα, αλλά και για τις δυνατότητες που υπάρχουν να ανασχεθεί η εις βάρος μας κατάσταση.

– Πρόσφατα παρουσιάσατε μια δράση γνώσης στο μετρό στο Σύνταγμα με έναν τίτλο που τον βρίσκω πιο επίκαιρο από ποτέ: «Για μια σύγχρονη πολιτισμική δημοκρατία». Μας υπενθυμίζει ότι η δημοκρατία δεν είναι μια κανονιστική διαδοχή θεσμών και νόμων, αλλά κάτι ευρύτερο.
Εγώ όταν λέω «δημοκρατία» εννοώ ότι πρέπει να ανοίξει η δυνατότητα πρόσβασης όλων σε όλα. Στη δημόσια σχολική εκπαίδευση, π.χ., το επίπεδο να είναι τέτοιο ώστε όλοι να μπορούν να αποκτήσουν μια κουλτούρα που θα τους επιτρέπει να καταλαβαίνουν τη «δύσκολη» μουσική ή την πρωτοποριακή τέχνη κ.λπ. Ανάλογα με την περίπτωση, στο βαθμό που δεν συμβαίνει, αντιστοιχεί και ο βαθμός του λογικού και πολιτικού σκανδάλου ενός μονοπωλίου του οικουμενικού. Και τότε τίθενται με τρόπο απερίφραστο και αλάνθαστο οι σκοποί και τα μέσα, όπως έλεγε ο Μπουρντιέ, του πολιτικού αγώνα για την οικουμενικοποίηση των όρων πρόσβασης στο οικουμενικό.

– Η επιλογή του χώρου, μια στάση μετρό, υποθέτω δεν έγινε τυχαία.
Οι δράσεις στο μετρό στο Σύνταγμα αποτελούν μια στιγμή μιας ευρύτερης εδώ και χρόνια προσπάθειας να βρεθούν νέες μορφές ευρείας διάχυσης και χρήσης της κοινωνιολογικής γνώσης.

 –Πώς γεννήθηκε η ιδέα;
Δουλεύοντας τελευταία πιο εντατικά πάνω στις μορφές παρέμβασης που μπορεί να υιοθετήσει η δημόσια κοινωνιολογία, οδηγήθηκα στη σκέψη πως οφείλει να λειτουργήσει και στον δημόσιο χώρο, να τον κατοικήσει με έναν τρόπο. Από τον προβληματισμό αυτό γεννήθηκε η ιδέα της Αγοράς του δήμου, νέας μορφής και τύπου, δηλαδή της εγκαθίδρυσης τόπων στον δημόσιο χώρο, οι οποίοι, υπό προϋποθέσεις που πρέπει να διεκδικήσουμε, θα λειτουργούν ως οργανωμένοι χώροι συμμετοχής, διαλόγου, συνεύρεσης, μάθησης, στοχασμού, τελικά ανάκτησης ουσιαστικά της ίδιας της έννοιας κοινωνίας την οποία η κοινωνιολογία εξετάζει.

«Είναι δύσκολο να δημιουργήσουμε μια ρήξη με τις δυνάμεις αδράνειας που εμπεριέχονται μέσα στον δημόσιο χώρο».

– Δεν είναι καθόλου εύκολο από ό,τι φαντάζομαι.
Πράγματι, στην Ελλάδα ο δημόσιος χώρος χαρακτηρίζεται από έλλειψη συμμετοχής και δημιουργικότητας, από πρακτικές απαξίωσης και αμφισβήτησης. Αξίζει να θυμηθούμε πως ο δημόσιος χώρος αποτελεί θεμελιώδη δημοκρατική ιδέα, η οποία εμπεριέχει τις έννοιες της ισοπολιτείας, της ισονομίας και η ποιότητά του αντανακλά και την ποιότητα της δημοκρατίας τελικά. Βέβαια είναι δύσκολο να δημιουργήσουμε μια ρήξη με τις δυνάμεις αδράνειας που εμπεριέχονται μέσα στον δημόσιο χώρο, αλλά γι’ αυτό ακριβώς αξίζει να κάνεις θεατές και αναγνωρίσιμες τέτοιου τύπου δράσεις, να δημιουργήσεις προηγούμενο, συλλογικές προοπτικές και αναμονές σε μια εποχή που ο κοινωνικός ορίζοντας πολλών κλείνει επικίνδυνα.

– Θέτετε ένα καίριο ερώτημα: αν μας λείπουν οι Αγορές του δήμου, και σκέφτομαι πως, εδώ και χρόνια, συζητάμε για έξοδο στις… άλλες αγορές. Άλλαξαν, ως φαίνεται, οι προτεραιότητες.
Η κυριαρχία των σχημάτων της νεοφιλελεύθερης σκέψης, εξαγνισμένη στην κολυμπήθρα του «πολιτισμικού οικουμενισμού» και του «οικονομιστικού καπιταλισμού» κατέληξε να αναδιαμορφώσει τις κοινωνικές σχέσεις και τις πολιτισμικές πρακτικές των περισσότερων κοινωνιών στη βάση του υποδείγματος της απόσυρσης του Κράτους, της εμπορευματοποίησης των δημοσίων αγαθών και της γενίκευσης της κοινωνικής ανασφάλειας. Το πνεύμα της αγοραίας αγοράς κυριαρχεί. Έχουμε κοινωνικούς χώρους εντός των οποίων εξελίσσονται πόλεμοι όλων εναντίον όλων, αγορές όπου το άτομο δεν θα μπορεί να υπάρχει «ως “εγώ” χωρίς “εμείς”» τείνουν να εκλείψουν παντελώς.

– Θέλω να μου μιλήσετε λίγο γι’ αυτό που ονομάζετε «εκπολιτισμό της άσκησης της πολιτικής εξουσίας».
Νομίζω πως σχεδόν όλοι ανησυχούμε σήμερα για το μέλλον της ευρωπαϊκής δημοκρατίας: συνεχής αύξηση της αποχής, πολλαπλασιασμός των κυβερνητικών υποχωρήσεων μπροστά στα χρηματοδοτικά λόμπι, στιγματισμός των περιθωριακών και ενδεών ομάδων, ευρωπαϊκή ένωση περιορισμένη σε ένα σύστημα περιορισμών των προϋπολογισμών και κοινωνικών παλινδρομήσεων… Οι δείκτες της πολιτικής κρίσης πολλαπλασιάζονται χωρίς ο χώρος των κοινωνικών και οικονομικών δυνατοτήτων να είναι ξεκάθαρος. Μια αίσθηση αδυναμίας μπροστά σε μια πιθανά επερχόμενη καταστροφή ενδυναμώνεται συνεχώς σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

»Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, κανένας σήμερα δεν υπερασπίζεται σοβαρά την ιδέα πως οι ερευνητές και ειδικότερα οι κοινωνικοί επιστήμονες, και ακόμα περισσότερο οι κοινωνιολόγοι, μπορούν και οφείλουν να περιοριστούν στην παρατήρηση και την εξήγηση των κοινωνικών διεργασιών χωρίς να αξιώνουν τη συμβολή τους στην εξέλιξη των πραγμάτων –οφείλουν να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους ώστε η πολιτική να θυμηθεί το νόημά της και να εργαστεί στην προοπτική της απελευθέρωσης των δυνατοτήτων που εσωκλείουν οι κοινωνίες των οποίων έχουν την ευθύνη.

«Σε τέτοιους καιρούς πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να δοθεί μια ορατή και αισθητή μορφή στο ζήτημα του δικαιώματος των ατόμων να αισθάνονται ασφαλή».

– Μπορούν οι κοινωνικές επιστήμες να ενεργοποιήσουν τον σημερινό πολίτη της Ελλάδας που δείχνει τόσο καταπτοημένος;
Νομίζω πως υπό προϋποθέσεις το μπορούν και μάλιστα καταλυτικά∙ κατ’ αρχάς, μέσω της διάχυσης της κριτικής που μπορούν και οφείλουν να ασκήσουν στην πολιτική της αποπολιτικοποίησης – δηλαδή στην πολιτική που προσδίδει στις οικονομικές δυνάμεις την επίφαση και την επικυριαρχία του μοιραίου, απελευθερώνοντάς τες από οποιονδήποτε πολιτικό έλεγχο. Θα μπορούσαν να οργανώσουν και να συντονίσουν συλλογική αναζήτηση νέων μορφών πολιτικής δράσης, νέων τρόπων κινητοποίησης, νέων τρόπων επεξεργασίας πολιτικών σχεδίων και κοινής υλοποίησής τους.

»Οι κοινωνικές επιστήμες μπορούν να παίξουν το ρόλο της μαίας, ενισχύοντας τη δυναμική των εργαζόμενων ομάδων στην προσπάθειά τους να εκφράσουν –και την ίδια στιγμή να ανακαλύψουν– τι πραγματικά είναι και τι θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να είναι, αλλά και συμβάλλοντας στη συγκέντρωση και την επεξεργασία της κοινωνικής γνώσης σχετικά με τον κοινωνικό κόσμο, από την οποία βρίθει πραγματικά ο κοινωνικός κόσμος. Και άλλα πολλά. Ωστόσο, να προσθέσω αμέσως πως η κοινωνική επιστήμη δεν μπορεί και δεν θέλει να υποκαταστήσει την πολιτική υπό την έννοια να θέτει τους πολιτικούς στόχους, μπορεί και οφείλει να υπενθυμίσει τους (κοινωνικούς, οικονομικούς) όρους καθώς και τις επιδράσεις της υλοποίησης των πολιτικών αυτών στόχων.

«Τα βίαια μέτρα που επιβλήθηκαν στην ελληνική κοινωνία και οικονομία μετέβαλαν άμεσα και δραστικά τη δομή του καταμερισμού του κεφαλαίου».

– Τι έχει χάσει η ελληνική κοινωνία αυτά τα δέκα χρόνια κρίσης; Τι μπορεί να ξαναβρεί; Αν μπορεί…
Πολλά. Ας περιοριστώ να αναφέρω τη νομιμοποίηση ενός συλλογικού αυτονόητου θεμελιωμένου στον οικογενειακό-γραφειοκρατικό τρόπο αναπαραγωγής που κυριαρχούσε δεκαετίες και ο οποίος οργάνωνε και δομούσε τον μικρομεσαίο αντιπαραγωγικό, αυτοαπασχολούμενο, κρατικοδίαιτο, και οικογενειοκεντρικό ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Τα βίαια μέτρα που επιβλήθηκαν στην ελληνική κοινωνία και οικονομία μετέβαλαν άμεσα και δραστικά τη δομή του καταμερισμού του κεφαλαίου και, συνεπώς, τους μηχανισμούς που έτειναν να διασφαλίσουν την αναπαραγωγή της κοινωνίας μας μέχρι τότε. Το τι θα ξαναβρεί, θα προκύψει από την αναδιάταξη και τον επαναπροσδιορισμό των βασικών στρατηγικών αναπαραγωγής των κοινωνικών ομάδων που συγκροτούν τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, και ειδικότερα των οικονομικών και των σχολικών στρατηγικών, και από το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των ομάδων που θα νομιμοποιήσει την αναδιάταξη…

Στην τρίτομη έκδοση MIRRORS καταδείξατε, μεταξύ άλλων, τα στρατηγήματα του νεοφιλελευθερισμού έτσι ώστε να επιβάλλεται στις κοινωνίες. Επί παραδείγματι: ο φόβος που διαχέει. Ποια είναι η άμυνα μιας κοινωνίας απέναντι στο φόβο;
Μου δίνετε την ευκαιρία να πω και από εδώ και να τονίσω πως σε κοινωνίες σε κρίση όπως η ελληνική, σε κοινωνίες με πολύ ισχυρή ανασφάλεια και αγωνία όχι μόνο για τα μέσα αλλά και για τους λόγους ύπαρξης των ανθρώπων, σε κοινωνίες που ακυρώνουν τις αναγκαίες επενδύσεις με τις οποίες οι άνθρωποι δίνουν νόημα και κατεύθυνση στις ζωές τους, γίνεται σαφές πως η έλλειψη μέλλοντος που προκαλούν αυτές οι κρίσεις μπορεί να ακυρωθεί μόνο μέσα από μια «θεϊκή» παρέμβαση που, «επί τη Γης», υλοποιεί μόνο μια κοινωνία με στέρεα και συγγενή δίκτυα θέσεων και ταυτοτήτων. Και σε τέτοιους καιρούς πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να δοθεί μια ορατή και αισθητή μορφή στο ζήτημα του δικαιώματος των ατόμων να αισθάνονται ασφαλή πως μπορούν κατοικήσουν τη ζωή τους αλλά και να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους.

«To καθεστώς βίαιης αλλαγής δεν μπορεί παρά να προκαλέσει βίαιες επιπτώσεις» (George Vitsaras / SOOC»).

– Εξακολουθούμε να έχουμε μια «οικονομία της αθλιότητας», για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο του βιβλίου σας;
Ναι, πολλά τμήματα του πληθυσμού ακόμα βιώνουν μορφές κοινωνικής δυσανεξίας καθώς δεν τους επιτρέπεται ακόμα ο προγραμματισμός, η προεξόφληση ενός πιθανού μέλλοντος, στην έλευση του οποίου δεν μπορούν να συμβάλλουν.

– Πώς δημιουργήθηκε η Μεγάλη Κρίση που δεν αφορά, προφανώς, μόνο την Ελλάδα, αλλά την έπληξε περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα;
Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τις τροπικότητες της σημερινής μεγάλης πολύμορφης ελληνικής κρίσης αν δεν τις αντιμετωπίσουμε ως τα διαφορικά αποτελέσματα μιας σφοδρής διαδικασίας γενίκευσης και εντατικοποίησης των κρίσεων που λάνθαναν και εξελίσσονταν, λιγότερο ή περισσότερο, εδώ και πολύ καιρό, στα διάφορα κοινωνικά υποσυστηματα εξαιτίας των επιδράσεων (αποβιομηχάνιση, απο-γεωργοποίηση, πτώση ανταγωνισμού, υπερδιόγκωση των δημοσίων δαπανών, συνέχιση του υπέρμετρου δανεισμού του Δημοσίου, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών χωρίς τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης με συνέπεια τον υπερδανεισμό και την υπερκατανάλωση, αύξηση φοροδιαφυγής και δομικής διαφθοράς, κλ.π) των δομικών αντιφάσεων του κυριάρχου οικογενειακο-γραφειοκρατικού τρόπου αναπαραγωγής που ανέφερα παραπάνω. Βέβαια, αυτές οι κρίσεις εκδηλώθηκαν σε ένα νέων χαρακτηριστικών γεωπολιτικό περιβάλλον αλλά και διεθνοποιημένο πλαίσιο της σχέσης κεφαλαίου και εργασίας που συνέβαλλαν καταλυτικά στη δημιουργία της Μεγάλης Κρίσης.

– Ποτέ άλλοτε στα σύγχρονα χρόνια δεν υπήρξε τέτοιος κοινωνικός αποκλεισμός όπως στα χρόνια της κρίσης. Θεωρείτε πως αυτό είναι μια ακόμη υπερβολή της εποχής;
Ο «αποκλεισμός» που λέτε αποτελεί μία νέα διαχείριση της κοινωνικής ανασφάλειας, η οποία επιτυγχάνει μια τριπλή αποτελεσματική λειτουργία: την πειθάρχηση των τμημάτων της εργατικής τάξης τα οποία παραμένουν δύσπιστα στην αναγκαιότητα των νέων μισθωτών επισφαλών εργασιών, την κοινωνική ουδετεροποίηση (ή και ακύρωση) των στοιχείων τους που αντιμετωπίζονται ως πλεονάζοντα υπό την οπτική των αλλαγών της κυρίαρχης προσφοράς εργασίας, και, τέλος της επικύρωση της κρατικής δράσης σε έναν εξαιρετικά περιορισμένο κοινωνικό χώρο ευθύνης.

«Η πολύ βαθιά δυσαρέσκεια ενισχύει τις δημαγωγικές πολιτικές οι οποίες επιδιώκουν να αυξήσουν τις δυνάμεις τους εκμεταλλευόμενες τη μνησικακία».

«Σε εποχές κρίσης ανθεί η διαφθορά και ο φόβος» (Konstantinos Tsakalidis / SOOC).

– Η βία, ο θυμός, η καταπιεσμένη δύναμη είναι αποτέλεσμα αυτής της μεταιχμιακής κατάστασης;
Αυτό το καθεστώς βίαιης αλλαγής δεν μπορεί παρά να προκαλέσει βίαιες επιπτώσεις, αυτή η πολιτική της απόλυτης και σφοδρής αποσύνδεσης του κοινωνικού από τον οικονομικό παράγοντα δεν μπορεί παρά να προκαλέσει ένα τεράστιο κοινωνικό κόστος το οποίο θα αφορά τους πάντες, κόστος το οποίο, τελικά, θα επιφέρει και ένα μεγάλο οικονομικό κόστος καθιστώντας αναποτελεσματικά τα μέτρα αυτής της πολιτικής. Γνωρίζουμε πια, λ.χ., πως η «τρέχουσα τιμή» της ανεργίας, του αποκλεισμού, προσμετράται ακόμη σε πόνο, οδύνη, με βία που μπορεί να κατευθυνθεί τόσο ενάντια στους άλλους (παίρνοντας διάφορες μορφές κακοποίησης και βιαιοπραγίας) όσο και εναντίον του ίδιου μας του εαυτού (με τη μορφή του αλκοολισμού, των ναρκωτικών, της κατάθλιψης, κ.λπ.). Το τίμημα της ανεργίας, της αθλιότητας, της εκμετάλλευσης, του αποκλεισμού, της απανθρωπιάς, θα είναι η εγκατάσταση μιας υπόγειας μορφής εμφυλίου πολέμου.

»Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά όταν η σημερινή κρίση και η οικονομιστική λογικής της διαχείρισής της επιχειρεί να καταστήσει την εμπειρία της έλλειψης μέλλοντος μια εμπειρία δυνατή, πιθανή και ανεκτή; Πλήττοντας τις προϋποθέσεις της μικρότερης ή μεγαλύτερης δυνατότητας ελέγχου του μέλλοντος που παρέχει η λιγότερο ή περισσότερο ασφαλής εργασία, οι πολιτικές αυτές δεν ακυρώνουν μόνο τη δυνατότητα ύπαρξης πολλών ανθρώπων (και βέβαια την αξιοπρεπή ύπαρξη πολύ περισσότερων)∙ ακυρώνουν, επίσης, στη σημερινή κοινωνικοσυμβολική σφαίρα, και το λόγο ύπαρξής τους, τη δικαίωση της ύπαρξής τους, τους αποστερούν, με άλλα λόγια, τη ζωτικής σημασίας ψευδαίσθηση της λειτουργίας τους, της αποστολής που οι ίδιοι οφείλουν να έχουν. Και βέβαια έχουμε και την….. του «εθνικού» και του «πατριωτικού» σε αντίθεση με το «ξένο», όπου εκφράζεται η θέληση να επιβεβαιωθεί ο έλεγχος του επιμερισμού πηγών κοινωνικής και οικονομικής ενέργειας που ανήκει στο Κράτος, καθώς και η αξίωση να δοθεί προτεραιότητα στους «καθαρούς Έλληνες».

– Και τότε εμφανίζονται οι δημαγωγοί…
Και βέβαια αυτή η πολύ βαθιά δυσαρέσκεια ενισχύει τις δημαγωγικές πολιτικές οι οποίες επιδιώκουν να αυξήσουν τις δυνάμεις τους εκμεταλλευόμενες τη μνησικακία ή την απογοήτευση που γεννά αυτή η εμπειρία της κοινωνικής, ατομικής ή συλλογικής, συρρίκνωσης. Σε κάθε περίπτωση η βία, ως κοινωνική ενέργεια, όταν παράγεται σε μία κοινωνία, ποτέ δεν χάνεται, επιστρέφει σε αυτή. Θα μπορούσε κανείς να αναλύσει τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και τις κοινωνικές τροχιές των ανθρώπων που στηρίζουν κατά βάση την άκρα δεξιά για να το διαπιστώσει. Από την άλλη, η ηθική απαξίωση του πολιτικού προσωπικού και η συμβολή της στην απομάγευση της πολιτικής έχει δραστικές συνέπειες στην άνοδο αυτή.

– Μπορούμε να προσδοκούμε καλύτερο μέλλον; Τι είναι, άραγε, καλύτερο; Πώς ορίζεται αυτός ο χώρος μέσα στον οποίο θα μπορεί το συλλογικό και το ατομικό υποκείμενο να δρα δίχως το άχθος της επόμενης ημέρας;
Είναι ένας χώρος όπου οι εργαζόμενοι δεν θα βιώνουν μια κατάσταση αντικειμενικής και υποκειμενικής αβεβαιότητας της αναπαραγωγής γι’ αυτούς και τα παιδιά τους, όπου δεν θα αποκλείονται όλο και περισσότεροι από τα βασικά οικονομικά και κοινωνικά αγαθά και δεν θα παραδίνονται σε συνθήκες που θα μετασχηματίζουν τη ζωή σ’ ένα λιγότερο ή περισσότερο «παιχνίδι της τύχης», όπου οι πολίτες δεν θα αισθάνονται πως έχουν απορριφθεί στο περιθώριο του Κράτους – ενός Κράτους το οποίο δεν θα τους ζητά μόνο τις υποχρεωτικές υλικές εισφορές αλλά και αφοσίωση, ενθουσιασμό, συμμετοχή σε ένα σχέδιο ευρείας συναίνεσης για κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, ενός Κράτους που θα λειτουργεί ως φορέας υπεύθυνος και αφοσιωμένος στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος.

– Είμαστε ή γίναμε μια φοβική κοινωνία; Βλέπουμε παντού εχθρούς (πρόσφυγες, ομοφυλόφιλους, Σκοπιανούς κτλ.);
Ξέρετε, σε μία εποχή κρίσης εμπιστοσύνης απέναντι στο Κράτος και το δημόσιο καλό, ανθούν δύο πράγματα: στους ηγέτες η διαφθορά, σχετική με τη μείωση του σεβασμού για το Δημόσιο, και τους κυβερνώμενους ο φόβος και η απελπισία. Και, επιτρέψτε μου, να προσθέσω πως ο πολλαπλασιασμός συμπεριφορών που θα χαρακτηρίζονται ως ακανόνιστες, μη συνεκτικές, μη λογικές, αυτές των ανθρώπων χωρίς αύριο, χωρίς απασχόληση, των παραδομένων στην ευχή της «καλημέρας», στην εναλλακτική της ονειροφαντασίας, της φυγής στη φαντασιοκοπία και στη μοιρολατρική υποταγή στα «μετρημένα», συμπεριφορές δηλαδή που παρατηρούνται σε ανθρώπους οι οποίοι δεν διαθέτουν ούτε την ελάχιστη εξουσία πάνω στους μηχανισμούς ελέγχου του μέλλοντος, θα συμβάλει αντικειμενικά στην αύξηση της αποδοχής διαφόρων χιλιαστικών πολιτικών προφητειών που θα επιχειρούν να καλύψουν βασικές ανάγκες των ατόμων που θα βιώνουν την εμπειρία της έλλειψης μέλλοντος (σε συνδυασμό με την αύξηση της προσφυγής στα τυχερά παιχνίδια και στις υπηρεσίες των σύγχρονων μοιρολόγων και χρησμολυτών), για να ακυρωθεί, για λίγο, ο ακυρωμένος χρόνος μιας χωρίς μέλλον πληκτικής και ανυπόφορης ζωής.

 

Διαβάστε ακόμα: Ν. Μαραντζίδης, «ο Μητσοτάκης δεν εκφράζει τον μέσο ψηφοφόρο της ΝΔ».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top