Nα αποκασταθεί, άραγε, η Notre Dame ή μήπως η νέα μορφή του θα αλλάξει εντελώς την παλιά της εικόνα; (Photo by Dan Kitwood/Getty Images/Idealimage)

Mε είχαν πάρει τα κλάματα. Την αγαπάω τη Γαλλία. Με λίκνισε. Εκείνη μ’ έκανε να ονειρεύομαι την Ευρώπη. Κι είδα τη Notre Dame να καίγεται, μια κιβωτό που τόσους και τόσους καλοδέχτηκε, που χάριζε ουράνια γαλήνη στην ψυχή κάτω από τα νευρώδη οξυκόρυφα τόξα της, τα τεχνικόλορ βιτρό της και τα παρεκκλήσια της με τα ανομολόγητα μυστικά. Το Παρίσι μάτωσε, η πυρκαγιά το λάβωσε. Καμιά 10αριά χρόνια θα πάρει να αποκατασταθούν οι ζημιές. Ο καθεδρικός της Ρεμς χρειάστηκε 40.

Όμως, ο τρόπος προκαλεί ξανά πολεμικές. Αποκαταστάσεις, ανακατασκευές κι αναστυλώσεις μνημείων που καταστράφηκαν απ’ τους ανθρώπους ή υπέστησαν τη φθορά του χρόνου γίνονται από την Αρχαιότητα. Κεντρίζουν το ενδιαφέρον από το Μαλί ώς την Ιαπωνία, από τη Γερμανία ώς εκείνη την παραδειγματική του Παρθενώνα. Τώρα ήρθε η σειρά της «Παναγίας των Παρισίων».

Ήδη, πριν από τρία χρόνια, δύο projects γνώρισαν μεγάλη δημοσιογραφική κάλυψη: η Παλμύρα και, μιας και μιλάμε για Γαλλία, η αποκατάσταση του πυργίσκου του «Βέλους» της βασιλικής του Saint-Denis.

Η λέξη «αποκατάσταση» είναι αυτή που σήμερα προκρίνεται. Είτε πρόκειται για κείνη μιας περιοχής μετά από μια πολεμική σύγκρουση είτε ενός μισοχαμένου χειρογράφου είτε ενός ταλαιπωρημένου έργου τέχνης. Σημαίνει την επαναφορά κάποιου πράγματος που υπέστη αλλοιώσεις.

Από το 19ο αι., συνδέεται στενά με το έργο του Viollet-le-Duc, ο οποίος δεν δίσταζε να τροποποιήσει τα μνημεία, ώστε να πετύχει μια ιδανική ρομανική μορφή, η οποία ειδάλλως δεν θά ‘βλεπε ποτέ το φως. Στη Notre Dame, εκείνος ήταν που πρόσθεσε τους αποτροπαϊκούς δαίμονες (δεν υπήρχαν το 12 αι.), όπως και το Βέλος που κατέρρευσε. Ο τρυφερός Κουασιμόδος δεν μπορούσε να το ανεβοκατέβει, γιατί τότε δεν υπήρχε. Τέτοιου είδους επεμβάσεις σ’ έναν ιστορικό χώρο, στις μέρες μας, δεν γίνονται αποδεκτές.

Ο καθεδρικός της Ορλεάνης, ο οποίος καταστράφηκε το 1568 από τους Ουγενότους κατά τη διάρκεια των Θρησκευτικών Πολέμων, ανακατασκευάστηκε σύμφωνα μ’ ένα γοτθικό σχέδιο του 1601 που όλοι αγνοούσαν.

Ο όρος «ανακατασκευή» δεν λαμβάνει υπ’ όψιν την αρχική κατάσταση του τεχνουργήματος. Μπορεί να του δώσει μια εντελώς καινούργια όψη. Μπορεί επίσης να επαναφέρει ένα παλαιό πρότυπο ή ύφος, δίχως ωστόσο να το ακολουθεί πιστά. Έτσι, ο καθεδρικός της Ορλεάνης, ο οποίος καταστράφηκε το 1568 από τους Ουγενότους κατά τη διάρκεια των Θρησκευτικών Πολέμων, ανακατασκευάστηκε σύμφωνα μ’ ένα γοτθικό σχέδιο του 1601 που όλοι αγνοούσαν.

Η «αναστύλωση», σε αντίθεση με την αποκατάσταση (ριζική), είναι μια περιορισμένη επέμβαση σε κάτι που υφίσταται ακόμα. Αλλά η ενέργεια της αναστύλωσης μπορεί να βάζει και ζητήματα ταυτότητας ή να απαντά σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα. Ο Ναός του Ουρανού στο Πεκίνο, ο οποίος από το 1998 περιλαμβάνεται στα Μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO και θεωρείται ένα αριστούργημα της αρχιτεκτονικής της δυναστείας των Μινγκ, αναστυλώθηκε συθέμελα μετά την πυρκαγιά του 1889.

Στη Δύση, η παλαιότερη αναστύλωση και αναμφίβολα μία από τις πιο θεαματικές ήταν εκείνη που έγινε τον 3ο αι. μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο. Διατρέχοντας όλη την Αίγυπτο ώς τα σύνορα με την Αιθιοπία, ξόδεψε αμύθητα ποσά για να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία σε μνημεία που είχαν ορθώσει άλλοι.

Το 16ο αι., όλη η αρχιτεκτονική της Αναγέννησης μπορεί να ερμηνευτεί ως μια παθιασμένη προσπάθεια επαναφοράς της αρχαίας αρχιτεκτονικής. Στη συνέχεια, το 19ο και τον 20ο αι., τα σχέδια για αναστυλώσεις πολλαπλασιάζονται. Και μπορεί να προκαλεί εντύπωση αλλά, όταν προσαρτήθηκε το 1871 η Αλσατία στη γερμανική αυτοκρατορία, ο Γουλιέλμος, θέλοντας να υπογραμμίσει τη γερμανικότητα της περιοχής, διέταξε να ξαναφτιάξουν το ερειπωμένο château du Haut-Kœnigsbourg: κατά τις αρχαιολογικές ανασκαφές, όλα τα ευρήματα καταλογραφήθηκαν, τοπογραφήθηκαν και συντηρήθηκαν.

Ο Ιταλός αρχιτέκτονας και μηχανικός Camillo Boito εισάγει την ιδέα ότι μια επέμβαση σε όσα η αρχαιολογία περιέσωσε οφείλει να είναι ορατή, ώστε να αποφεύγεται η σύγχυση.

Η κατάρρευση του κωδωνοστασίου της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου στη Βενετία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια εντελώς νέα κατασκευή. Το επιβλητικό του ανάστημα, όμως, εικονιζόταν στις παλαιότερες αναπαραστάσεις της πόλης και αποτελούσε σύμβολο. Αυτή η αξία της μνήμης πρυτάνευσε στις συζητήσεις που προηγήθηκαν των εργασιών. Έτσι το campanile ανασυστάθηκε «com’era, dov’era» (όπως ήταν, όπου ήταν), με τη σύμφωνη γνώμη των πολιτών.

H «Bασιλική» του Αγ. Μάρκου στη Βενετία (arounddeglobe.com).

Αυτό που συνέβη μετά ήταν ότι, με τους βανδαλισμούς της Γαλλικής Επανάστασης στα σύμβολα του Παλαιού Καθεστώτος και τις βαθιές μεταλλάξεις των αρχών της βιομηχανικής εποχής, οδήγησαν σε μια ευαισθητοποίηση και συνειδητοποίηση άλλου είδους. Φωνές υψώθηκαν κατά της απώλειας εμβληματικών μνημείων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Βίκτωρα Ουγκώ, ο οποίος αναθέρμανε το ενδιαφέρον για το Μεσαίωνα και την πολιτιστική κληρονομιά με την Παναγία των Παρισίων, ενώ δημοσιεύει και το Guerre aux démolisseurs! το 1834.

Αυτή η κινητοποίηση των διανοουμένων, οδήγησε στη σύσταση της Επιτροπής Ιστορικών Μνημείων, ήδη από το 1837. Διαδεχόμενος εκείνους τους πρώτους στοχαστές και διαπνεόμενος από μία αληθινή επιθυμία διατήρησης, ο Ιταλός αρχιτέκτονας και μηχανικός Camillo Boito εισάγει την ιδέα ότι μια επέμβαση σε όσα η αρχαιολογία περιέσωσε οφείλει να είναι ορατή, ώστε να αποφεύγεται η σύγχυση.

Οι έννοιες αυτές υιοθετήθηκαν από τη Χάρτα των Αθηνών του 1931, το πρώτο διεθνές έγγραφο που αφορά στο θέμα. Το 1964, η Χάρτα της Βενετίας τη συμπληρώνει, όχι όμως χωρίς αντιρρήσεις και διαξιφισμούς, καθώς προβλέπει μια αρμονική ενσωμάτωση στο σύνολο, όπου τα αρχαία μέλη θα είναι διακριτά.

Η αμφισβήτηση των αποκαταστάσεων ενίοτε καταλήγει στην καταστροφή (ή διαστροφή) του δεσμού μεταξύ κοινότητας και πολιτιστικής κληρονομιάς, σε σημείο να διακυβεύεται η επιβίωση της τελευταίας.

Όμως, εδώ, προκύπτουν θέματα που χρήζουν προσοχής. Οι χώρες που ερειπώθηκαν από τον πόλεμο (Σοβιετική Ένωση, Πολωνία, Γερμανία κ.λπ.) αδυνατούσαν να βάλουν την υπογραφή τους κάτω από ένα έγγραφο που δεν λάμβανε υπ’ όψιν του τις πληγές τους. Ήθελαν ευλόγως να ανασυντάξουν την επικράτειά τους, τις πόλεις, τα μνημεία τους, ώστε να ξαναβρούν την ιστορία και την ταυτότητά τους -η ιχνηλάτηση και η συνέχειά τους να είναι ορατή, να μη χαθεί.

Έτσι, το 1982, η Συνθήκη της Δρέσδης όχι μόνον αποδέχτηκε αλλά και ενθάρρυνε την αναστύλωσή τους. Θέλω να πω ότι ο σχετικός προβληματισμός είναι ευαίσθητος. Δεν έχει να κάνει μόνο με την επιστημονική μεθοδολογία, αλλά και με την εθνική συγκρότηση, με τη διαδρομή της κουλτούρας, ακόμα και με οικονομικές συνιστώσες.

Οι περασμένοι αιώνες κατάφεραν να ενσωματώσουν πολλές τεχνοτροπίες και αντιλήψεις σ’ ένα αρμονικό σύνολο. Κάθε μνημείο, κάθε πόλη είναι καρπός μιας συσσώρευσης επεμβάσεων. Η ανέγερση ενός καθεδρικού ναού έπαιρνε αιώνες για να γίνει και το στυλ των εσωτερικών του χώρων δεν είναι πάντα ίδιο μ’ εκείνο της εξωτερικής του όψης. Ωστόσο, αισθάνεσαι ότι διαθέτουν μια ομοιογένεια, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε μια συνέχεια των τεχνικών, των υλικών και τη μετάδοση της γνώσης.

Αυτό που με απασχολεί είναι πως όλη αυτή η αμφισβήτηση των αποκαταστάσεων ενίοτε καταλήγει στην καταστροφή (ή διαστροφή) του δεσμού μεταξύ κοινότητας και πολιτιστικής κληρονομιάς, σε σημείο να διακυβεύεται η επιβίωση της τελευταίας. Πέραν της αισθητικής πλευράς, είναι η νοηματοδότηση, τόσο κοινωνική όσο και τεχνική και οικονομική που δικαιολογεί τη διαφύλαξη. Απέναντι στις αγωνίες που προκαλεί η ανάπτυξη, η πολιτιστική κληρονομιά είναι ένα καταφύγιο. Και η Νοτρ Νταμ ήταν ώς χθες σε λειτουργία.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο Κουασιμόδος, ο Κλαύδιος Φρόλο και οι καμπάνες της Notre Dame.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top