debate

Χθες το βράδυ, κάνοντας ζάπινγκ, έπεσα πάνω στο ντιμπέιτ επτά πολιτικών αρχηγών στο BBC, με αφορμή τις εκλογές της 7ης Μαΐου στη Μεγάλη Βρετανία.

Καμιά φορά αναρωτιέμαι τι μπορούμε να συζητάμε μέσα στην κρίση. Ποιο θέμα είναι επίκαιρο κάθε φορά και ποιος προβληματισμός, ποια αγωνία μπορεί να θεωρείται “πολυτελής”, όταν ακόμα δεν συμφωνούμε στη χρήση του όρου “ανθρωπιστική κρίση”. Όταν στην τελική είμαστε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα από όσες μπήκαν σε πρόγραμμα που στα 5 χρόνια δεν μπορεί να δει το φως της εξόδου σε μια οικονομική κανονικότητα.

Στην πραγματικότητα, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι “τα πάντα”. Μια χώρα με κρίση που κρατά τόσα χρόνια, με κρίση και αστάθεια πολιτική – σε σημείο που κάποιοι μίλησαν για το τέλος της μεταπολίτευσης – δεν μπορεί να βάζει κανένα θέμα στο ψυγείο. Μπορεί μόνο να ιεραρχεί τα βασικά και αυτός είναι κυρίως ο ρόλος των κυβερνώντων, οι οποίοι οφείλουν να κάνουν τη διάκριση μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιδιώξεων, οραμάτων και στόχων.

Ο λόγος για τον οποίο καμιά φορά λέμε στο δημόσιο διάλογο ότι δεν μπορούμε να συζητήσουμε το τάδε θέμα τώρα είναι είτε γιατί θέλουμε να το υποβαθμίσουμε, για πολιτικούς λόγους, είτε γιατί ο πολιτικός διάλογος σε μια χώρα με βραχύβια θεσμική μνήμη δεν μπορεί παρά να αναλώνεται στα…αναλώσιμα. Στα τρέχοντα. Η χώρα βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση και ουδείς παρουσιάζει μια ιδέα για το πού θελει να τη δει σε πέντε χρόνια. Κι αν το πεις αυτό, ως παράπονο, σε κοιτάνε σαν τον περίεργο του χωριού.

Χθες το βράδυ, κάνοντας ζάπινγκ, έπεσα πάνω στο ντιμπέιτ επτά πολιτικών αρχηγών στο BBC, με αφορμή τις εκλογές της 7ης Μαΐου στη Μεγάλη Βρετανία. Η λέξη που επαναλαμβάνεται εμφατικά στην προεκλογική καμπάνια εκεί μας είναι γνώριμη: austerity, που σημαίνει λιτότητα. Δεν είμαστε μόνοι κι ας είμαστε “ειδική περίπτωση”.

Το κορίτσι που εξέφρασε την αγωνία του για τα ακριβά δίδακτρα, έλαβε από τον κάθε Βρετανό υποψήφιο μια ολοκληρωμένη απάντηση για το πώς αυτός φαντάζεται ότι πρέπει να στηρίξει τη ζωή της τα επόμενα χρόνια. Κάτι τέτοιο εδώ θα ακουγόταν σχεδόν γραφικό ή αποπροσανατολιστικό.

Ο πρωθυπουργός κι αρχηγός των Συντηρητικών, Ντέιβιντ Κάμερον, παρότι διατηρεί το προφίλ του καταλληλότερου πρωθυπουργού στα γκάλοπ, έτρωγε λεκτικές φάπες ομαδόν από τους υπόλοιπους έξι συμμετέχοντες, μεταξύ των οποίων και από τον αρχηγό των συγκυβερνώντων Φιλελεύθερων Δημοκρατών Νικ Κλεγκ. Κι αυτό σε ένα διάλογο δυνατό, γρήγορο, ζωντανό, με στιγμές που ο ένας απευθυνόταν ευθέως στον άλλο – πάντα με το μικρό του όνομα και συχνά με μικρές χαριτωμένες “ασέβειες”, όπως τη στιγμή που ο Έντ Μίλιμπαντ των Εργατικών αναρωτήθηκε “Ντέιβιντ, πού ζεις;”

Ποια ήταν η διαφορά, όμως, στους διαξιφισμούς των επτά; Ήξεραν να κάνουν τη διάκριση μεταξύ όσων υπόσχονται ότι θα επιδιώξουν άμεσα, με άμεσο αποτέλεσμα, και του πλαισίου μακροπρόθεσμης απόδοσής τους.

Διαβάστε ακόμα: Διακόσια χρόνια “καπετανάτα” και συμφέροντα στην πλάτη της Ψωροκώσταινας. Γιατί δεν ξεφεύγουμε από την κακιά μας μοίρα;

Για να το πω με ένα απλό παράδειγμα, ερωτηθείς από μια νεαρή κοπέλα από το κοινό για το ύψος των διδάκτρων στα πανεπιστήμια, καθένας από τους αρχηγούς ξεκινούσε απαντώντας για το ίδιο το θέμα της ερώτησης και μετά ανέπτυσσε την άποψή του σε οτιδήποτε ακολουθεί τη ζωή ενός αποφοίτου, όπως, για παράδειγμα, στις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στην εργασιακή νομοθεσία (το μεγαλο θέμα των υπερβολικά “ευέλικτων” zero-hour contracts), στο πόσες θέσεις εργασίας πρέπει να δημιουργηθούν, ακόμα και στις δεσμεύσεις τους για το σύστημα συνταξιοδότησης.

Έτσι, το κορίτσι που εξέφρασε την αγωνία του για τα ακριβά δίδακτρα, τα οποία θα της αφήσουν ένα χρέος μετά τις σπουδές της, έλαβε από τον κάθε υποψήφιο μια ολοκληρωμένη απάντηση για το πώς αυτός φαντάζεται ότι πρέπει να στηρίξει τη ζωή της τα επόμενα αρκετά χρόνια. Κάτι τέτοιο εδώ θα ακουγόταν σχεδόν γραφικό ή αποπροσανατολιστικό και, πιστέψτε με, η μέση Αγγλίδα νεαρά έχει κι αυτή λόγους να αγωνιά όσο κι οι Έλληνες συνομήλικοί της.

Όση ώρα παρακολουθούσαμε το ντιμπέιτ, στο κρόουλ με τις ειδήσεις που περνάει στο κάτω μέρος της οθόνης, βλέπαμε κάθε λίγα λεπτά τον τίτλο “Greece made unrealistic promises”.

Ειδικά σε ό,τι αφορά τις θέσεις εργασίας, αυτή ήταν η δεύτερη βασική φράση του ντιμπέιτ: “job creation”. Όχι προσλήψεις και επιδόματα, παρότι η κοινωνική πολιτική είναι πάντοτε ένα θέμα στη Βρετανία, και μάλιστα σπουδαίο, με τον Μίλιμπαντ να υπόσχεται πάρα πολλά και τον Κάμερον να του επιτίθεται ότι θα ταράξει τους πολίτες στους φόρους.

Το άλλο ενδιαφέρον σημείο: σε μια χώρα με βαθιά δημοκρατική και θεσμική μνήμη – για να επανέλθω στην αρχή – οι κυρίες των εθνικών κομμάτων της Σκοτίας και της Ουαλίας δεν έλεγαν εθνικιστικές μπούρδες ούτε πέταγαν κορόνες κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά αναφέρονταν στα πραγματικά, καθημερινά προβλήματα των ανθρώπων που εκπροσωπούν. Ενώ ο τρομακτικά χαρισματικός λαϊκιστής Νάιτζελ Φαράζ απομονώθηκε πλήρως από τους υπόλοιπους, οι οποίοι απέρριπταν ψυχρά και απόλυτα κάθε προσπάθειά του να δυναμιτίσει την κουβέντα με τις ρατσιστικές λεκτικές κροτίδες του.

Αν κι ο Κάμερον του επέστρεψε το λαϊκισμό του κι έκλεισε το ματάκι στον συντηρητικό ψηφοφόρο, λέγοντας του ότι, κόβοντας ψήφους από τους Συντηρητικούς, ενισχύει τον Μίλιμπαντ που θέλει ανοιχτά σύνορα. Είπαμε, επίπεδο, αλλά ο ώριμος πολιτικός διάλογος θέλει και να μπορείς και να κυλιστείς λίγο στη λάσπη, μόνο όμως όταν πρέπει, αρκεί να το κάνεις με στυλ.

Τέλος, να σημειωθεί πως όση ώρα βλέπαμε το ντιμπέιτ, στο κρόουλ με τις ειδήσεις που περνάει στο κάτω μέρος της οθόνης, βλέπαμε κάθε λίγα λεπτά τον τίτλο “Greece made unrealistic promises” (μτφ. Η Ελλάδα έδωσε μη ρεαλιστικές υποσχέσεις). Έτσι, συμπυκνωμένο μέσα σε τέσσερις λέξεις, το δράμα μας.

 

Διαβάστε ακόμα: Με τη λίστα του Γιάνη, όχι λεφτά, ούτε φιλικό χτύπημα στην πλάτη δεν παίρνουμε.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top