«Το πολιτικό ρεπορτάζ στην Ελλάδα έχει αδυνατίσει εδώ και πολύ καιρό». (Εικονογράφηση: Vladimir Radibratovic)

– Μπορείτε να ανακαλέσετε ένα-δυο θέματα που εσάς σας άρεσαν πάρα πολύ και δεν πήγαν καλά από θέμα τηλεθέασης; Εγώ, ας πούμε, ακόμη θυμάμαι την πρώτη εκπομπή για την παιδεία και το φινλανδικό μοντέλο και με μεγάλη χαρά είδα τη συνέχεια πριν από λίγο καιρό στον ΣΚΑΪ, δέκα χρόνια μετά.
Ηταν μια εκπομπή στο Μega όπου συγκρίναμε τη ζωή ενός μαθητή της Φιλανδίας και ενός μαθητή της Ελλάδας, αλλά και του εκπαιδευτικού μοντέλου των δύο χωρών. Γνωρίζαμε εκ των προτέρων ότι δεν θα έχει τηλεθέαση – καμία εκπομπή που αφορά την παιδεία, δεν έχει. Όμως αυτή η εκπομπή είχε μεγάλη επίδραση, γιατί μπορεί μεν να είχε 12% τηλεθέαση (πολύ χαμηλή για τα τότε δεδομένα του Mega), αλλά μετά, από στόμα σε στόμα, άρχισε να προβάλλεται στα σχολεία και να ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση με τα παιδιά. Αυτό προκάλεσε μια δεύτερη αντίδραση με κατάληξη να με φωνάξουν στο Υπουργείο Παιδείας για να παρακολουθήσουμε το βίντεο και να κάνουμε μια συζήτηση. Να, τελικά, τι μου αρέσει στην τηλεόραση: ότι λες μια ιστορία που, κατ’ αρχήν ενδιαφέρει εσένα, για να διαπιστώσεις ότι μπορεί να παρακινήσεις κάποιους ανθρώπους να σκεφτούν, να συζητήσουν, να ψάξουν λίγο παραπάνω.

– Εχετε αγαπημένο θέμα;
Ασχολούμαι ξανά και ξανά με την Τουρκία. Αυτό που παθαίνεις είναι το εξής: την πρώτη φορά δεν ξέρεις τίποτα, όλα σου φαίνονται ξένα. Τη δεύτερη κάτι αντιλαμβάνεσαι. Από την τρίτη φορά και μετά νομίζεις ότι είσαι ειδικός. Και, ύστερα, ανακαλύπτεις εκ νέου ότι δεν ξέρεις τίποτα και εξακολουθείς να εκπλήσσεσαι. Ακόμα και οι τελευταίες εξελίξεις της Τουρκίας με ξάφνιασαν.

«Η συνθήκη για μένα είναι πάντα να με ενδιαφέρει η ιστορία και όχι το αν θα κάνει υψηλά νούμερα τηλεθέασης».

– Με ποια έννοια;
Ο Ερντογάν, ας πούμε, ήταν μια έκπληξη για μένα από την αρχή. Είχα πάρει άδεια να παρακολουθήσω μέσα στο πούλμαν του την προεκλογική του καμπάνια το 2001, όταν κέρδισε για πρώτη φορά εκλογές και τότε του είχα κάνει δύο συνεντεύξεις – τη δεύτερη όταν έγινε πρωθυπουργός το 2002. Η αίσθηση που αποκόμισα αλλά και μιλώντας με ανθρώπους, ήταν ότι όσο παράξενος και αν φαινόταν, αποτελούσε τη μεγάλη ελπίδα για την Τουρκία για να γίνει επιτέλους μια χώρα συμφιλιωμένη με τον λαό της. Οπότε, η μεταστροφή του τα 3-4 τελευταία χρόνια, ήταν και για μένα ένα σοκ.

– Πιστεύετε ότι θα το πληρώσει όλο αυτό από τον ίδιο του τον λαό;
Ιστορικά έτσι γίνεται συνήθως, κάποια στιγμή κάτι θα πάει στραβά. Ενα μυστικό της επιτυχίας του είναι ότι πήρε μια χώρα κατεστραμμένη, με βαθιά κρίση και με πολύ αυστηρό πρόγραμμα στο ΔΝΤ και απογείωσε την οικονομία. Η δύναμη του στηρίχτηκε στο ότι ήταν καλός οικονομολόγος και κατάφερε να σώσει μια ταλαιπωρημένη χώρα με πολύ θυμωμένο λαό. Τώρα, που η οικονομία είναι πάλι σε πτώση, ο Ερντογάν έχει γίνει πια μανιακός και δεν έχει την ικανότητα και τη διάθεση να ακούσει άλλους πέρα από τον στενό του κύκλο, την αυλή του. Δεν έχει πια περιθώριο να επικοινωνήσει με τα ανοιχτά μυαλά που τον βοήθησαν το 2002. Αυτό υποθέτω ότι, αργά η γρήγορα, μοιραία θα του γυρίσει μπούμερανγκ.


Διαβάστε ακόμα: Δημήτρης Λιγνάδης – «Δεν είναι οικονομική η κρίση, αλλά κρίση παιδείας και πολιτισμού»


– Σας εκπλήσσει η δική μας σημερινή πολιτική κατάσταση; Πιστεύετε ότι ήταν νομοτελειακό να ζήσουμε τα όσα ζούμε;
Ξεκίνησα ως πολιτικός συντάκτης και έχω ζήσει τα πάντα από τότε, ειδικά την πολιτική αλλαγή του 1980. Προσπαθώ, κάπως, να αντισταθώ στη «γεροντική» τάση κριτικής που σε κυριεύει όταν έχεις περάσει πολλά με πραγματικά μεγάλους πολιτικούς, όπως οι Παπανδρέου, Μητσοτάκης, Φλωράκης, Κύρκος κ.α. Ωρες και μέρες μαζί τους, με συζητήσεις προσωπικές και όχι, στιγμές ουσίας. Το πολιτικό ρεπορτάζ έχει αδυνατίσει εδώ και πολύ καιρό. Μπορεί στο παρελθόν να συμφωνούσα με κάποιους και να διαφωνούσα με άλλους, αλλά κατά βάθος, για όλα τα πρόσωπα εκείνης της πολιτικής γενιάς είχα ένα δέος, γιατί ήταν μια γενιά που είχε περάσει δια πυρός και σιδήρου, που είχε ζήσει την Ελλάδα του πολέμου. Τότε είχες την εντύπωση ότι απέναντι σου υπήρχε ένα ζωντανό μνημείο, ενώ τώρα βλέπεις πια μόνο σκιές.

– Μα είναι δυνατόν να μην υπάρχουν σήμερα φωτεινά μυαλά ηγετών; Δεν μπορώ να το πιστέψω…
Απλώς κάποτε η πολιτική, παγκοσμίως, ήταν ένα πεδίο που προσείλκυε τους ταλαντούχους. Σήμερα, ένας ταλαντούχος άνθρωπος δεν θα ασχοληθεί με την πολιτική. Ο Μακρόν ίσως να αποτελεί μια εξαίρεση: είναι ένας άνθρωπος με εξαιρετικές γνώσεις και επιδόσεις, ικανότητες πάνω από τον μέσο όρο, με ταλέντα, ο οποίος αποφάσισε να επενδύσει τα χαρίσματά του στην πολιτική ενώ θα μπορούσε να εργαστεί σε κάποιον τομέα της οικονομίας και να γίνει δισεκατομμυριούχος. Εχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι αποφάσισε να επενδύσει την προσωπικότητα του στην πολιτική. Χρειάζεται η πολιτική προσωπικότητες που να μπορούν να εμπνεύσουν τον κόσμο για να την εμπιστευθούν πάλι οι άνθρωποι και να σταματήσει αυτός ο φαύλος κύκλος.

– Βλέπετε κάποιον τέτοιο πολιτικό στην Ελλάδα;
Όχι. Δεν βλέπω τίποτα συναρπαστικό στη σημερινή πολιτική σκηνή.

«Τα social media, κλείνουν τη συζήτηση σε κύκλους που γίνεται μόνο από ανθρώπους που συμφωνούν μεταξύ τους».

– Πώς κρίνετε τη δύναμη των social media;
Όταν ξεκινούσε η επανάσταση του διαδικτύου, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί αυτήν την εξέλιξη. Δεν έχω facebook από άποψη, θεωρώ ότι τα social media είναι ένα βήμα για να αποκτήσουν δημόσιο λόγο εκείνοι που δεν έχουν. Θυμάμαι πως όταν ξεκίνησε η αραβική άνοιξη ήμουν στην Τυνησία για μια εβδομάδα και γνώρισα τα παιδιά που είχαν δημιουργήσει και οργανώσει αυτό το κίνημα. Αν δεν υπήρχε facebook και twitter δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί όλο αυτό. Εκεί, βρίσκω το νόημα τους. Φαντάζομαι, επίσης, ότι σιγά σιγά θα ωριμάσουν και αυτά. Ένας δημοσιογράφος, όμως, που γράφει ή μιλά στην τηλεόραση, γιατί πρέπει να γράφει στο facebook και στο twitter;

– Στις ειδήσεις πάντως γίνονται συνεχείς αναφορές για όσα γράφονται στο twitter. Πού είναι η δημοσιογραφία μέσα σε όλο αυτό;
Η λογική των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αν έχουν, είναι να διευρύνουν τη δημόσια σφαίρα. Ο δημόσιος χώρος μεγεθύνεται τρομακτικά και βρίσκω καλό το να μπαίνουν στην κουβέντα πολλοί περισσότεροι άνθρωποι. Το να χρησιμοποιούν όμως αυτή τη συζήτηση ένας υπουργός ή ο αντιπρόεδρος της αντιπολίτευσης, λες και το twitter φτιάχτηκε για να μάχονται μεταξύ τους, αυτό πρέπει να παραδεχτώ ότι με ενοχλεί – είναι η διαστροφή ενός πράγματος που στη βάση του είναι υγιές. Κατά τα άλλα, μου έχει μείνει μια φράση από την παρακολούθηση μιας συζήτησης σε Σχολή Δημοσιογραφίας στις Η.Π.Α. Η ιδέα του Ιντερνετ ήταν, τότε ακόμη, ασαφής. Ο άνθρωπος που προκάλεσε τον διάλογο είπε το εξής: «Φανταστείτε έναν κόσμο (που τότε έμοιαζε ότι θα τον ζούσαμε σε 100 χρόνια αλλά τον ζήσαμε σε πέντε), όπου όλοι θα μπορούν διαρκώς να είναι πομποί και δέκτες πληροφοριών. Η απάντηση σε έναν τέτοιο χώρο, είναι μόνο η δημοσιογραφία, γιατί υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη να βάλει κάποιος σε τάξη αυτό το χάος, να ξεχωρίσει τα σημαντικά από τα ασήμαντα, να συνδέσει τα παλιά και τα καινούργια με τα μελλοντικά, να δώσει ένα νόημα σε αυτό, να αξιολογεί». Πράγματι λοιπόν: αν αυτό δεν το κάνει η επαγγελματική δημοσιογραφία, τότε μοιραία οι άνθρωποι θα πιστεύουν απλώς την πηγή που, στα μάτια τους, έχει το μεγαλύτερο κύρος και η οποία είναι συνήθως εκείνου που έχει εξουσία ή του ομοίου μας, εκείνου που αναγνωρίζουμε. Και αυτός είναι ένας κίνδυνος. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κλείνουν τη συζήτηση σε κύκλους που γίνεται μόνο από ανθρώπους που συμφωνούν μεταξύ τους. Και τώρα είμαστε ακόμη στη φάση της αγριότητας. Ο Ουμπέρτο Έκο είχε πει: «Πάντα υπήρχε ένας ηλίθιος στο χωριό, απλώς επειδή όλοι ήξεραν ότι είναι ηλίθιος, τον άκουγαν για λίγο για να διασκεδάσουν και μετά του έλεγαν να πάψει». Τώρα, ο ηλίθιος είναι στο Ιντερνετ.

//Ο Παύλος Τσίμας έχει γράψει τα βιβλία: «Ο φερετζές και το πηλήκιο: Το πολιτικό μυθιστόρημα της ελληνικής τηλεόρασης», εκδ. Μεταίχμιο και «Το ημερολόγιο της κρίσης: Νέα Υόρκη, Σεπτέμβριος 2008 – Αθήνα, Οκτώβριος 2011», εκδ. Μεταίχμιο.

 

Διαβάστε ακόμα: Αριστείδης Χατζής – «Θέλω να δημιουργήσω ενδιαφέρον για τις φιλελεύθερες ιδέες»

1 2

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top