Photo Credit: olympiacos.org

Ο Μίτσελ ξέρει πως το ποδόσφαιρο είναι σπορ, ψυχαγωγία, επιχείρηση, θέαμα. Και κατά κανένα τρόπο «δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή». Photo Credit: olympiacos.org

Όσα έγιναν το βράδυ της 16ης Απριλίου στο δεύτερο ημιτελικό ΠΑΟΚ- Ολυμπιακού εξαντλήθηκαν στα κλισέ περί «ζούγκλας που πήγε το ελληνικό ποδόσφαιρο 50 ή 100 χρόνια πίσω», «τραμπουκισμούς που αμαυρώνουν τη χώρα» και άλλα τέτοια μεγαλόστομα κηρύγματα που συνοδεύονταν με τις συνηθισμένες οπαδικές «διευκρινίσεις» που αποσκοπούσαν σε εντεταλμένες αποστολές.

Σε αυτό το κείμενο δεν θα αναλύσουμε τα γεγονότα, τις δηλώσεις και τα πρωτοσέλιδα του οπαδικού τύπου της επόμενης μέρας. Ούτε, φυσικά, θα συνυπογράψουμε τα διδακτικά σχόλια τύπου «δείτε τι ποδόσφαιρο παίζουν αλλού», τονίζοντας τη μαγική βραδιά του Μπέιλ στον ισπανικό τελικό Ρεάλ – Μπαρτσελόνα 2-1. Θυμούνται μήπως τις γουρουνοκεφαλές πού πέταγαν στον Φίγκο σε ένα όχι και τόσο παλιό Clasico;

Το θέμα μας είναι άλλο: ο Μίτσελ. Η ψύχραιμη ματιά και το νηφάλιο πνεύμα του Ισπανού, που –στην Τούμπα– επιλέγει να αφήσει τον πάγκο της ομάδας του αρκετά λεπτά πριν σφυρίξει ο διαιτητής τη λήξη ενός τέτοιου «αγώνα» είναι στοιχεία που σπάνια συναντά κανείς σε έναν προπονητή. Ο συμβολισμός της πράξης του είναι ξεκάθαρος. Είναι σαν να λέει «Δεν θέλω να έχω καμιά σχέση με όλα αυτά που γίνονται σήμερα εδώ. Κανείς δεν θα έπρεπε να έχει». Λίγο αργότερα, στις συνεντεύξεις που έδωσε, έκανε ακόμη πιο σαφές το μήνυμά του: «Το ποδόσφαιρο δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή».

Ο José Miguel González Martín del Campo ήρθε στον Πειραιά πριν από ενάμιση χρόνο έχοντας ένα υπέρβαρο στις αποσκευές του. Το «φάντασμα» ενός άλλου Ισπανού, του Ερνέστο Βαλβέρδε, του κορυφαίου προπονητή στη σύγχρονη ιστορία του Ολυμπιακού, ο οποίος δύσκολα θα διαγραφεί από τη συνείδηση του οπαδού της ομάδας. Ο Μίτσελ, όμως, είχε και άλλες δυσκολίες να αντιμετωπίσει. Ας πούμε, το πώς αναπλάθεις μια ομάδα σχεδόν από το μηδενικό σημείο που την άφησαν το καλοκαίρι του 2012 η «σφιχτή» πολιτική της διοίκησης του Βαγγέλη Μαρινάκη στο αλισβερίσι των μετεγγραφών και η φοβισμένη διαχείριση της κατάστασης από τον Ζαρντίμ δίχως να ζητήσεις την περίφημη «πίστωση χρόνου» από την απαιτητική ομάδα του Πειραιά.

Ο Ισπανός προπονητής μεταγγίζει στη νοοτροπία του Ολυμπιακού –και του ελληνικού ποδοσφαίρου κατ’ επέκτασιν– κάτι εντελώς ξεχωριστό: αξιοπρέπεια.

Μέσα σε αυτούς τους δεκατέσσερις μήνες κατάφερε αρκετά, τηρουμένων των αναλογιών. Συνέβαλε στην κατάκτηση δύο πρωταθλημάτων και ενός κυπέλλου, ενώ οδήγησε την ομάδα ένα βήμα πριν από τη μεγαλύτερη πρόκριση της ιστορίας της. Ας μη γελιόμαστε, αυτό που θα κατάφερνε ο φετινός Ολυμπιακός αν είχε αποκλείσει τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ θα ήταν σημείο αναφοράς για τις ελληνικές ομάδες στην Ευρώπη.

Ο Μίτσελ έχει σαφώς περισσότερα θετικά απ’ ό,τι αρνητικά στοιχεία στη δουλειά του. Το αν είναι ή όχι τόσο καλός προπονητής όσο ο Βαλβέρδε θα φανεί στο πέρασμα του χρόνου. Ο ίδιος πολύ σεμνά και με πλήρη συναίσθηση των συγκρίσεων που γίνονται αναγνώρισε την ανωτερότητα του Βαλβέρδε σε προπονητικό επίπεδο. Το δικό του έργο στον Ολυμπιακό θα κριθεί όταν θα γεμίσει εκ νέου τις βαλίτσες του για να αφήσει τον Πειραιά για το επόμενο λιμάνι της καριέρας του.

Εκτός όμως από την όποια προπονητική του αξία, ή τη νοοτροπία του νικητή που λέει «όλοι οι αντίπαλοι παίζονται», το βέβαιο είναι ότι ο Μίτσελ μεταγγίζει στην νοοτροπία του Ολυμπιακού –και του ελληνικού ποδοσφαίρου κατ’ επέκτασιν– κάτι εντελώς ξεχωριστό: αξιοπρέπεια. Οι δηλώσεις ή οι συνεντεύξεις του είναι πάντα ψύχραιμες, ουσιαστικές και ασύμβατες μερικές φορές με την ψυχολογία του οπαδού που τα βλέπει όλα κόκκινα, κίτρινα, μπλε…

Δεν δίστασε να αναγνωρίσει την προπονητική αξία του αντιπάλου Αναστασίου, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων όταν του μίλησαν για κρίση της ομάδας στο ματς του πρωταθλήματος στην Τούμπα, να εκφράσει την πίκρα αλλά όχι την απογοήτευσή του ύστερα από την ήττα στο Μάντσεστερ, να σκεφτεί τον αντίπαλό του που υποβιβάστηκε στον αγώνα που προηγήθηκε της φιέστας. Φυσικά ανάλογη στάση κράτησε και στο θλιβερό ημιτελικό του κυπέλλου.

Ο Μίτσελ κάνει συχνά τη σύγκριση ποδοσφαίρου- ζωής και όσα αυτή συμπεριλαμβάνει. Κι αυτό επειδή έχει κατανοήσει πως το ποδόσφαιρο είναι σπορ, ψυχαγωγία, επιχείρηση, θέαμα. Όμως, πάνω απ’ όλα, έχει κατανοήσει πως και στις τέσσερις περιπτώσεις διέπεται από κανόνες, τους οποίους σέβεται ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Είναι ένας τζέντλεμαν, διαποτισμένος από την κουλτούρα ενός μεγάλου κλαμπ: της Ρεάλ Μαδρίτης, στην οποία διέπρεψε ως ποδοσφαιριστής.

Το στοίχημά του, τώρα που συμφώνησε να μείνει για ακόμα ένα χρόνο στον Ολυμπιακό, δεν είναι τόσο αν θα καταφέρει να κερδίσει άλλον έναν τίτλο, αλλά αν θα εμποτίσει με το πνεύμα του κατά πρώτον τη διοίκηση του συλλόγου και κατά δεύτερο τους οπαδούς του. Κομματάκι δύσκολο μας φαντάζει αν αναλογιστούμε τόσο την αξέχαστη δήλωση του Βαγγέλη Μαρινάκη στο προ ετών παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό («διδάξαμε ήθος» είχε πει μετά τα επεισόδια που έγιναν ανάμεσα σε οπαδούς του Ολυμπιακού και παίκτες του Παναθηναϊκού μετά τη λήξη του αγώνα) όσο και εμάς, τους γράφοντες, που την περσινή σεζόν «κρεμασμένοι στα κάγκελα» του «Καραϊσκάκης» ζητούσαμε από τον πρόεδρο να στείλει σπίτι του το «βάζελο» της Μαδρίτης. Και το κακό είναι πως με την περίπτωσή του δεν μπορούμε να τα χρεώσουμε όλα στο μεσογειακό μας ταμπεραμέντο. Γιατί και ο Μίτσελ άνθρωπος της περίκλειστης θάλασσας είναι.

Διαβάστε ακόμα: Το Μεγάλο πόδι, το ινδιάνικο, ο Τελευταίος των Μοϊκανών

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top