O κόσμος που χρησιμοποιεί το κινητό του έχει την τάση να μιλάει δυνατά (συνήθως για λόγους επίδειξης) και να χειρονομεί ανοήτως (videoblocks.com).

Σήμερα ακούς κινητά να κουδουνίζουν παντού, από το λεωφορείο, τις τουαλέτες και το ασανσέρ ώς το μουσείο, το θέατρο και την εκκλησία. Το πράγμα έχει ξεφύγει σε σημείο χυδαιότητας. Ιδιαίτερα το εστιατόριο είναι ευαίσθητο θέμα. Γιατί είναι ένας τόπος όπου οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με ζητήματα εικόνας, προβλήματα ορίων, ετικέτας και σκηνοθετικής διαχείρισης.

Το εστιατόριο είναι ένας ιδιαίτερος χώρος, δημόσιος και ιδιωτικός ταυτόχρονα, ενώ τα εδάφη του καταλαμβάνονται μόνον πρόσκαιρα. Για να διεκδικήσουμε μια επικράτεια, πρέπει να περάσουμε από τελετουργικά που επιτρέπουν το στήσιμο συμβολικών περιμέτρων. Οι φανταστικές αυτές μπαριέρες μάς χωρίζουν από τους άλλους πελάτες, αλλά σε συμφωνία μαζί τους. Όπως και τα παγκάκια, τα τραπέζια του εστιατορίου είναι διατάξεις ευέλικτες που, όμως, συναντούν διαρκώς προβλήματα αρχής και τέλους.

Γινόμαστε εξπέρ στην τέχνη τού να αγνοούμε τους άλλους θαμώνες, ορθώνοντας ένα είδος κουρτίνας ανάμεσα στα τραπέζια, πράγμα που δίνει μια ψευδαίσθηση ιδιωτικότητας, καθώς ακοή και όσφρηση δεν μονώνονται. Στην περίπτωση δε που δυο ομάδες διεκδικούν την ίδια θέση, δεν είναι σπάνιο να δεις να ξεσπούν κατακτητικοί πόλεμοι, με σπρωξιές και δολοφονικά βλέμματα.

Ωστόσο, η τήρηση των προσχημάτων είναι μια αποκρυστάλλωση της επιθυμίας μας για κοινωνική ενσωμάτωση. Από την άποψη αυτή, τα εστιατόρια μοιάζουν με σκηνικά ενός μπαλέτου με μάσκες.

Καλούμαστε να συνδυάσουμε ετικέτα και κατεργαριά – σωστή χρήση των κουβέρ, καλοί τρόποι, κατάλογος θεμάτων προς συζήτηση, ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό… Διατρέχουμε κινδύνους: να χυθεί το κρασί, να πετάξουμε μια χοντράδα, να κρύψουμε ότι το πιάτο ήταν χάλι μαύρο, να φέρουμε βόλτα τον θείο που τά ‘χει τσούξει, να έρθουμε φάτσα-φόρα με την πρώην μας και τον φίλο της.

Σ’ ένα εστιατόριο, είναι ακατάλληλη ώρα να χτυπήσει το τηλέφωνο. Διαταράσσει την εμπειρία και ακυρώνει τη συνενοχή των συμποσιαζομένων. Δεν είναι μόνον αγενές, αλλά και εξοργιστικός βιασμός.

Σ’ ένα εστιατόριο, απαιτείται διπλωματία. Συνεπώς, είναι ακατάλληλη ώρα να χτυπήσει το τηλέφωνο. Διαταράσσει την εμπειρία και ακυρώνει τη συνενοχή των συμποσιαζομένων. Δεν είναι μόνον αγενές, αλλά και εξοργιστικός βιασμός.

Ας μην υπερβάλλουμε όμως. Ας φανούμε συνετοί και φιλάνθρωποι. Σε κάποιες περιπτώσεις, το κινητό μπορεί να γίνει αποδεκτό. Σε μια πολύ θορυβώδη ταβέρνα ή μια καφετέρια, δεν ενοχλεί και τόσο, αφού καλύπτεται από την γενικευμένη βαβούρα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μια κάποια καταπάτηση των προσωπικών εδαφών θεωρείται αυτονόητη και αμελητέα. Ενδεχομένως μάλιστα, στα οικογενειακά γεύματα να επιβάλεται, μπας και ξελαμπικάρουμε.

Αντίθετα, στη Σπονδή ας πούμε εστιάζουμε στο εδώ και τώρα: τα αρώματα της φιάλης, το θέμα συζήτησης, το απογειωμένο πιάτο, το βλέμμα πάνω της κ.λπ. Άρα, το να στρέψεις την προσοχή σου σ’ έναν αόρατο συνομιλητή είναι γαϊδουριά, επίδειξη ενός τρόπου κατανάλωσης ακραιφνώς χυδαίου. Πόσω μάλλον όταν η κλήση συνοδεύεται από γελοία μουσικούλα, οπότε εκλαμβάνεται στην καλύτερη ως απαράδεκτη εισβολή, στη χειρότερη ως ξυπνητήρι. Χώρια το γκροτέσκο θέαμα όλων αυτών που ψάχνονται στην αίθουσα μπας κι αυτό που χτυπάει είναι το δικό τους.

Σαν να μην έφταναν αυτά, ο κόσμος που χρησιμοποιεί το κινητό του έχει την τάση να μιλάει δυνατά (συνήθως για λόγους επίδειξης) και να χειρονομεί ανοήτως. Κι αυτό είναι εξόχως ενοχλητικό, πιο ενοχλητικό κι από τον ομοτράπεζό σας που συνηθίζει να γκαρίζει, φέρνοντάς σας σε δύσκολη θέση.

Το διασκεδαστικό είναι να βλέπεις τον χρήστη να διχάζεται, αλλάζοντας πρόσωπο: η διαπραγμάτευση των θεμάτων, το βάθος, το πάθος, η συγκίνηση, καθώς και το εύρος της ζώνης κατανόησης είναι αναντίστοιχα. Στους συναδαιτυμόνες φαντάζει ως «ρηματική κυβίστηση». Στο τετ-α-τετ, δεν χωράνε σχέσεις εξουσίας, μπίζνες και συζητήσεις με τον λογιστή. Δεν συνάδει. Το να αποτραβηχτείτε στο βεστιάριο ή όπου δεν βοηθά.

Το χειρότερο είναι ότι, κατά τη διάρκεια της κλήσης, η παρέα ή η ωραία κοιμωμένη βιώνει μια ιδιαίτερα στρεσογόνα κατάσταση αναίρεσης: της ζητάμε να αναμείνει. Δεν την κάνουμε πέρα, την αφήνουμε να αιωρείται σε κενό χρόνου. Για να κάνει επιστροφή στο μέλλον άμα τη λήξει. Ο άλλος, για να ανταπεξέλθει στην αμηχανία της στιγμής, μετατρέπεται αναγκαστικά σε λαθρακουστή. Μαζί με όλο το εστιατόριο. Η αμοιβαιότητα έχει ήδη χαθεί και  νιώθεις ασήμαντος.

 

Διαβάστε ακόμα: Χνουδωτή μασχάλη: η άλλη όψη του αιδοίου.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top