Και μια μυρωδιά, μια ευωδιά που συλλαμβάνεται φευγαλέα, αρκούν, μέσα σε δευτερόλεπτα, να μας κάνουν να ξαναζήσουμε μια συνάντηση, μια παλιά αγάπη, τη συγκίνηση ενός κορμιού (screendaily.com).

Ήταν κεραυνοβόλο. Μόλις με πλησίασε. Ψιθύρισα ξέπνοος: «Μυρίζεις πολύ όμορφα». Εκείνη θεώρησε πως της είπα «είσαι πολύ όμορφη». Ήταν πολύ προσωπικό. Διαφορετικό από το να πεις «Μ’ αρέσει το άρωμά σου». Γιατί η κουλτούρα μας έχει εξοβελίσει τις φυσικές οσμές. Αλλά την ήθελα πολύ. Μετά ανακάλυψα ότι το αιδοίο της είχε άρωμα μπανάνας. Και εθίστηκα.

Στο ποίημα Άρωμα εξωτικό από τα Άνθη του Κακού (1857), ο Μπωντλέρ περιγράφει τις ονειροπολήσεις που προκαλεί «το άρωμα της θερμής σου αγκαλιάς»: «Ζω να ξετυλίγονται μέσα μου ακτές ευτυχίας / που θαμπώνουν και το φως του μονότονου ήλιου», βλέπει «γυναίκες με ειλικρίνεια στη ματιά που εκπλήσσει» και ανασαίνει «το άρωμα των πράσινων ταμάρινθων».

Και μια μυρωδιά, μια ευωδιά που συλλαμβάνεται φευγαλέα, αρκούν, μέσα σε δευτερόλεπτα, να μας κάνουν να ξαναζήσουμε μια συνάντηση, μια παλιά αγάπη, τη συγκίνηση ενός κορμιού. Είναι η μαντλέν του Προυστ που ξυπνά την καταχωνιασμένη μνήμη των αισθήσεων. Μαζί τα αμάραντα λουλούδια του θείου Ανδρέα Εμπειρίκου: «σ’ ερωτεύω / σε ζηλεύω / σε γιασεμί», «εγώ σ’ έχω άρωμα έρωτα».

Μεταξύ των πέντε αισθήσεων, η οσμή είναι η πιο λεπτή, αλλά και η πιο παραγνωρισμένη. Από τα μεθυστικά αρώματα ώς την αποφορά, οι χώροι που πρέπει να εξερευνήσεις είναι απέραντοι, αφού σ’ αυτούς διασταυρώνονται οι φαντασιώσεις που τις επενδύουν, οι διαδρομές που οδηγούν στις λέξεις: εκείνες του Οβίδιου, του Άσματος Ασμάτων, του Μπαλζάκ, του Τζιονό και τόσων άλλων.

Εν τη απουσία του άλλου, οσμιζόμαστε όσα βράχηκαν απ’ τους χυμούς του (insgain.com).

Τον 19ο αι., οι έρευνες του Auguste Galopin τον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες πρέπει να ταξινομηθούν αναλόγως των ανθέων τους, συνδέοντας στενά το χρώμα και την οσμή του κορμιού τους. Κατ’ αυτόν, υπάρχουν εκείνες που μυρίζουν μόσχο, ζωικής προέλευσης (οι ηφαιστειώδεις μελαχρινές) κι εκείνες που αναδύουν αρώματα κεχριμπαριού, βιολέτας ή λεβάντας (οι αγγελικές ξανθές, κατ’ εικόνα της Παναγίας). Είναι γοητευμένος. Όπως κι εγώ απ’ τ’ αρώματα πικραμύγδαλου με τα οποία σε κατακλύζουν τα απόκρυφα μιας αιδημόνου παρθένας. Κι αφού τη φιλήσεις, γλείφεις τα χείλη σου. Γεύεσαι τις δύο μυρωδιές που έγιναν ένα.

Ποτέ δεν αγάπησα γυναίκα που να μην της έχω κλέψει το κιλοτάκι της. Από καιρού εις καιρόν, ανατρέχω στον προσωπικό μου βωμό και την αναγνωρίζω με λαχτάρα.

Ο Πάτρικ Ζίσκιντ γίνεται συγκλονιστικός στο Άρωμα του 1985. Μας βυθίζει στη Γαλλία του 18ου αι., όπου ο τερατώδης ήρωάς του Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ, άοσμος ο ίδιος, αλλά με μοναδικές οσφρητικές ικανότητες, φτιάχνει το «τέλειο, απόλυτο» άρωμα, αποσταγμένο από τις οσμές των κορασίδων που σκοτώνει. «Ο ιδρώτας της μύριζε φρεσκάδα σαν τον θαλασσινό αέρα, τα μαλλιά της ευωδίαζαν σαν το λάδι του καρυδιού, το φύλο της μοσχομύριζε σαν ένα μπουκέτο κρινάκια του νερού, το δέρμα της σαν τα μπουμπούκια της βερικοκιάς… κι όλα μαζί έφτιαχναν ένα άρωμα τόσο πλούσιο, τόσο καλοζυγισμένο, τόσο μαγικό που όσα αρώματα είχε οσφρανθεί ο Γκρενούιγ ως τότε, ακόμα κι όσα είχε φτιάξει μόνος με τη φαντασία του, ξαφνικά δεν άξιζαν τίποτα. Εκατοντάδες χιλιάδες μυρωδιές χάθηκαν, διαλύθηκαν μπροστά σ’ αυτή την ευωδιά. Αυτή ήταν η ανώτατη αρχή και σύμφωνα με το δικό της πρότυπο έπρεπε να γίνονται τα πάντα. Ήταν καθαρή ομορφιά».

Η οσμή δίνει στον έρωτα αδόμητο οικόπεδο στην ονειροφαντασία. Αφήνει το φόβο του άλλου να εξημερωθεί (santeplusmag.com).

Στα παρτέρια της odor di femina, ρουφάς τον πόθο. Ποτίζει τις φαντασιώσεις των εραστών. Το άρωμά της δίνει την πρόγευση του κορμιού της, προτού εκείνο αφεθεί. Γίνεται Βαλεντίνος, αρμυρό καλοκαίρι, βότσαλο και άμμος. Είναι μια ηδονή αθώα που δεν την αναστέλλει ο φόβος της λάθος στιγμής, της προσβολής, της ασέβειας ή της βεβήλωσης, όπως μπορεί να είναι ένα αδιάκριτο βλέμμα ή μια άτοπη χειρονομία.

Η οσμή δίνει στον έρωτα αδόμητο οικόπεδο στην ονειροφαντασία. Αφήνει το φόβο του άλλου να εξημερωθεί. Δεν εμπερικλείει ούτε δέσμευση ούτε απειλή. Δεν είναι μόνο μια γιορτή, όπως σε κάθε πρελούδιο, αλλά και μια πανίσχυρη δύναμη που συντηρεί την αγάπη με τον τρόπο ενός φετίχ. Φέρνει λιγοθυμία. Σε σέρνει από τη μύτη.

Οι αγαπητικοί το ξέρουν. Εν τη απουσία του άλλου, οσμίζονται όσα βράχηκαν απ’ τους χυμούς του. Για να παρατείνουν την παρουσία του. Έτσι, η φλόγα τρέφεται, παρατείνει αυτό που αιωνίως αποδρά. Ποτέ δεν αγάπησα γυναίκα που να μην της έχω κλέψει το κιλοτάκι. Από καιρού εις καιρόν, ανατρέχω στον προσωπικό μου βωμό και την αναγνωρίζω με λαχτάρα. Για τον ερωτευμένο Ναπολέοντα, η μυρωδιά της Ιωσηφίνας ήταν μεθυστική, τον τρέλαινε από πόθο. Της γράφει: «Μην πλυθείς. Σπεύδω. Σε οκτώ μέρες θα είμαι εκεί».

Οι μοσχοβολιστές πέρλες του ιδρώτα της σου αποκαλύπτουν όλη την ένταση της ηδονής της. Το άρωμα μιας γυναίκας είναι κάτι το απόκρυφο, αόρατο, υπέροχα λεπτοκαμωμένο. Διεισδύει μέσα σου ασυγκράτητα, διαβρωτικά, αλλά μυστικά, γίνεται ευχή και κατάρα. Όπως μια προσφορά ή ένα δώρο. Per fumus. Θεραπεία και αντίδοτο. Η Αφροδίτη μυρίζει μύρο και ο Άδωνις είναι ο θεός των αρωμάτων. Αφροδίσια. Η φιλολογία περί φερομονών είναι απλώς μια πεζή εκλογίκευση.

 

Διαβάστε ακόμα: Η θάλασσα είναι μια βιβλιοθήκη.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top