H θάλασσα, κατ’ εικόνα της λογοτεχνίας, είναι κάτι προφανές και αινιγματικό ταυτόχρονα (David Hockney, the-dots.com).

«Η θάλασσα χαρίζει ιστορίες προτού χαρίσει όνειρα», έλεγε ο Μπασελάρ. Ένα παιδί, με ανοιχτό το στόμα, ακούει για περιπέτειες πειρατών και νιώθει αμέσως την απεραντοσύνη που ονειρεύτηκε να το καλεί. Είναι κανόνας: Όποιος θέλει να δραπετεύσει, να γυρίσει τον κόσμο, να βγει στ’ ανοιχτά, οφείλει αναπόφευκτα να αφουγκραστεί τις αφηγήσεις των γερο-θαλασσόλυκων. Μπροστά σ’ ένα ποτήρι ρούμι.

Σ’ αυτές αλφαδιάζονται οι βιβλιοθήκες των ενυπνίων. Παρέα με τον Στήβενσον, τον Κόνραντ, τον Μέλβιλ, τον Καββαδία, τον Ρεμπώ, τον Σαντάρς, τον Εμπειρίκο, τον Ιούλιο Βερν, τον Μακ Ορλάν, τον Ουγκώ, τον Τζιονό, τον Λε Κλεζιό. Και πόσους άλλους…

Ίσως γιατί η θάλασσα, κατ’ εικόνα της λογοτεχνίας, είναι κάτι προφανές και αινιγματικό ταυτόχρονα. Είτε πρόκειται για επικράτεια του θανάτου, του ναυάγιου, της απελπισίας, ουδείς το αμφισβητεί: από τις αυγές του χρόνου, ένα αδιάκοπο μουρμούρισμα διατρέχει τις όχθες, προειδοποιώντας για τα αβυσσαλέα βάθη. Ο Διάβολος.

Πάντα ταραγμένη, σαν γυναικεία ψυχή, η θάλασσα κρύβει θησαυρούς που θέλει, παίζοντας μαζί μας, άλλοτε να αποκαλυφθούν και άλλοτε όχι. Το χρυσάφι, βέβαια, και τις οφθαλμαπάτες του, χίλιες ιστορήσεις θαμμένων θησαυρών, γαλέρες και φρεγάτες που κατάπιε το κύμα. Κυρίως, όμως, κρύβει ζωή. Το συγκινητικό παλμό, σφυγμό του αρχέγονου.

Αυτό το ερεβώδες βάραθρο, αυτή η επικράτεια του κενού, είναι και μια μήτρα αναγέννησης και μεταμόρφωσης. Πάνω από κάθε ωκεανό πνέει ο άνεμος της Γένεσης. Είναι διπλή η υπόσταση της θάλασσας: Υγρός τάφος και κρυμμένος θησαυρός. Σάβανο, άβυσσος και λίκνο. Κόλαση και Γη της Επαγγελίας. Σύμβολο ελευθερίας και σύμβολο της μοίρας. Μπροστά σου πάλλεται μια τυφλή δύναμη, αδιάφορη, που σε πιέζει, σε συνθλίβει και σε δημιουργεί. Και στην οποία ίσως αναγνωρίζεις τον εαυτό σου.

Η θάλασσα είναι ένας καθρέφτης, που σε μια κίνηση παλίρροιας και άμπωτης, ανασηκώνει την κουρτίνα της εσωτερικής τοπογραφίας. Όπως έλεγε ο Ουγκώ, ο ωκεανός είναι μια «τεράστια ψυχή». Κατακλυσμιαία. Το ίδιο κι η λογοτεχνία: τις αβύσσους της σφυροκοπάνε ορμητικά κύματα, ορίζοντας ακτογραμμές όπου οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τη μοίρα τους (ή την ελευθερία τους) –τόποι μυθιστορίας, γεμάτοι βιβλικές αναμνήσεις, ενάλια τέρατα, φοβερούς δράκους, εκδικητικές φάλαινες, χαμένες Ατλαντίδες και μεθυσμένες πολιτείες.

Η θάλασσα ξεβράζει τις φλυαρίες συγγραφέων του εξωτισμού, σε καλεί να βουτήξεις ηδονικά σε ναυτικούς χάρτες κι αχαρτογράφητα νερά, να ανοίξεις τα πανιά των ιστιοφόρων σε θάλασσες των Σαργασσών, να γεύεσαι αδιάκοπα την αρμύρα.

Τα λιμάνια, βέβαια, στα οποία πάντα εγγράφονται τα όνειρα της αναχώρησης, τα χιμαιρικά μας αλλού. Όπου τα πάντα σωρεύονται επίσης, κι αγοράζονται και πουλιούνται, πληρώνοντας πάντα σε είδος. Τα εμπορεύματα, οι γυναίκες, οι ονειροφαντασίες. Πλοία όπου ναυτικοί αναζητούν καταφύγιο –για να γίνουν στο λιμάνι ναυαγοί, όπου αργά σαπίζουν. Το λιμάνι είναι ένα πουθενά για τα συντρίμμια, ανάμεσα σε δύο κόσμους, ανάμεσα σε δυο ζωές, ανάμεσα σε δυο μπουκάλια. Μια no land όπου ανταλλάσσονται όνειρα και ματαιώσεις, όπου επικοινωνούν οι πολιτισμοί.

«Όλα άλλαξαν στη Βρετάνη, έλεγε ο Σατωμπριάν, εκτός από τα κύματα που αλλάζουν πάντα» (David Hockney, hockney.com).

Κι υπάρχουν τα μπαρ, τα καπηλειά και τα πανδοχεία. Τόποι μετάβασης ή τέλος διαδρομής, τόποι όλων των αφηγήσεων, τόποι όπου καθένας έχει το μερίδιο της σκιάς του, όπως στην Ταβέρνα της Τζαμάικας της Δάφνης ντι Μωριέ.

Και τέλος, πλέουν τα πλοία, χώροι περίκλειστοι της επανάληψης στα ανοιχτά. Πάνω τους και μέσα τους, άνθρωποι φαταλιστές ή αδέσμευτοι υφίστανται τελετουργικά, κώδικες, ελιγμούς, σιδηρά πειθαρχία, ακλόνητη ιεραρχία. Παράξενη ελευθερία αυτή της ψευδαίσθησης, που ο Τζόζεφ Κόνραντ αποθάρρυνε.

Σ’ αυτήν τη λογοτεχνική θάλασσα, τη μεταφυσική (και ενίοτε φλύαρη) έρχεται να αντιπαραβληθεί εκείνος ο σιωπηλός ωκεανός, όπου μέσα του βυθίζονται η μιζέρια, οι ναυτικοί, οι ψαράδες, τα παγωμένα δάχτυλα που έχουν γραπώσει τα σκοινιά κι οι μαυροφορεμένες γυναίκες στις αποβάθρες. Η θάλασσα δεν συγχωρεί, ούτε τους καπεταναίους ούτε τους μέτριους συγγραφείς, αποκαθάρει ώς το μεδούλι με τον κυματισμό της όντα και λέξεις.

Ξεβράζει τις φλυαρίες συγγραφέων του εξωτισμού, σε καλεί να βουτήξεις ηδονικά σε ναυτικούς χάρτες κι αχαρτογράφητα νερά, να ανοίξεις τα πανιά των ιστιοφόρων σε θάλασσες των Σαργασσών, να γεύεσαι αδιάκοπα την αρμύρα. Να μην ξεχνάμε ότι στα βάθη της κρύβεται το εργαστήρι της αλχημείας της. Εκεί όπου οι ήπειροι μετακινούνται με τον τρόπο ενός μνημειώδους μπαλέτου, του οποίου η χορογραφία παραμένει απόκρυφη, τα βάραθρα της ψυχής διαρρηγνύονται και οι άβυσσοι αποκαλύπτουν τα μυστικά τους, ρίχνοντας μονίμως ανεμόσκαλες σωτηρίας στα γιουσούρια.

Η θάλασσα είναι ο ζωγραφικός πίνακας του Ηράκλειτου. «Όλα άλλαξαν στη Βρετάνη, έλεγε ο Σατωμπριάν, εκτός από τα κύματα που αλλάζουν πάντα». Και οι άνθρωποι δαμάζουν τα κύματα, αλλά δεν μπορούν ν’ αφήσουν ίχνη. Η Βενετία και οι Κάτω χώρες δεν είναι παρά διασκεδασμένες παραχωρήσεις, όχι εξημερώσεις, που εντυπωσιάζουν τον Ντιντερό: «Κοίτα να δεις που μπορούν και κοιμούνται σ’ αυτόν τον τόπο!» Οι όχθες επιτρέπουν στις ρομαντικές ψυχές άλματα από ανάμνηση σε ανάμνηση και από όνειρο σε όνειρο. Στις όχθες γεννιέται η συναισθηματική μνήμη και η μοναχική επιστροφή στον εαυτό.

 

Διαβάστε ακόμα: Η παράδοξη μαγεία του γυναικείου κώλου.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top