Οι εκλογές στην Ελλάδα είναι σαν επαναληπτικό εμβόλιο. Αποκτάς ανοσία στην επαναστατικότητα και έπειτα από πολλές εκλογικές αναμετρήσεις αρχίζεις και σκέφτεται τη ζωή σου σαν πραγματικά δική σου.
Για πρώτη φορά ψήφισα το 1981 και θυμάμαι τον ενθουσιασμό των νικητών. Τον έζησα ξανά και ξανά. Και τώρα, το μόνο που θέλω είναι μία ζωή δική μου. Θα ήθελα, δηλαδή, η όποια κυβέρνηση να μου εξασφαλίζει απλώς ένα πλαίσιο λειτουργίας μέσα στο οποίο να μπορώ να ζήσω όπως θέλω. Το μικρό κράτος το εννοώ ως μεγαλύτερη ελευθερία και τη μεγαλύτερη ελευθερία την εννοώ ως θέσεις εργασίας, παραγωγή πλούτου, πολυφωνία και χαρά ζωής.
Ποτέ δεν δυσκολεύτηκα να επιλέξω κόμμα για να ψηφίσω, παρότι δεν υπήρξα στέλεχος ή μέλος ή φίλος. Κατά μία έννοια πάντα ένιωθα ότι ήξερα τι θέλω ανάμεσα στις επιλογές που είχα. Και κάθε φορά η ψήφος ήταν και είναι εκλογικευμένη και όχι εξωραϊσμένη, ήταν ψήφος ρεαλιστική στο μέτρο της πραγματικότητας και όχι ψήφος δανεική στο μέτρο μιας ουτοπίας που δεν ερχόταν ποτέ.
Αισθάνομαι ότι πολλοί θέλουν να επιστρέψουν σε μια μορφή κανονικότητας. Την κανονικότητα μπορεί ο καθένας να την ερμηνεύσει κατά βούληση, αλλά λίγο-πολύ όλοι συμφωνούν πως η κανονικότητα δεν είναι αυτή που τους γυρίζει στο παρελθόν, αλλά εκείνη που επιτρέπει μία προοπτική. Ακούω διάφορες εκδοχές κανονικότητας, αλλά νιώθω ότι η σύγκλιση επιτυγχάνεται στη λέξη «σοβαρότητα».
Είναι εντυπωσιακό πόσοι Ελληνες πιστεύουν ότι ζουν σε μία χώρα που δεν είναι σοβαρή. Οι περισσότεροι από εμάς αισθανόμαστε ότι ζούμε ανάμεσα σε ανορθολογιστές, ιδεοληπτικούς, συνωμοσιολόγους, δεισιδαίμονες και πείσμονες αρνητές σε κάθε μεταβολή.
Και αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουμε ότι ανήκουμε σε μία μειοψηφία. Όχι απαραίτητα αρίστων, αλλά ας πούμε σε μία μειοψηφία σκεπτόμενων και ενημερωμένων ανθρώπων. Είναι τόσοι πολλοί όσοι το σκέφτονται και το πιστεύουν αυτό που το άθροισμά τους δεν συνιστά μειοψηφικό ποσοστό, αλλά υπολογίσιμο μέγεθος.
Παρ’ όλα αυτά, η μερίδα των σκεπτομένων στην Ελλάδα δρα με την ψυχολογία της μειοψηφίας και αναγνωρίζονται μεταξύ τους σαν να ανήκουν σε σέχτες ή μυστικές κάστες. Δυσκολεύομαι να δεχθώ ότι υπάρχουν πολλές χώρες όπου υπάρχουν νοητές κοινότητες ανθρώπων που το μόνο που τους ενώνει είναι η αγάπη στην κοινή λογική.
Στην Ελλάδα, παραδοσιακά η κοινή λογική θεωρείται παραδοξότητα και ασύμβατη προς το γενικό συμφέρον. Γενικώς, η κοινή λογική παραμένει ακατανόητη και γι’ αυτό αγνοείται όταν δεν περιφρονείται.
Συνεπώς, επιλέγω να ψηφίζω υπέρ της κοινής λογικής. Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, μετά τον θρίαμβο διαφόρων εκδοχών ορθολογισμού ως το 2000, η κοινή λογική δεν είναι πλέον αυτονόητη ούτε στις χώρες που τη γέννησαν. Οπότε, στη δική μας πατρίδα, η οποία παραδοσιακά εκστασιάζεται για κάθε τι που πλήττει τη λογική, η συζήτηση για τον ορθό λόγο έχει πάντα τη χάρη μίας εξωτικής παραδοξότητας.
Άλλωστε, η Αθήνα αυτές τις μέρες είναι η μόνη πόλη στον κόσμο όπου κυματίζουν σφυροδρέπανα. Δεν τη λες και πρωτεύουσα της λογικής ούτε προπύργιο της καινοτομίας. Είναι όμως μία υπενθύμιση ότι ο αγώνας για την «κανονικότητα» πρέπει να καταπιεί τις επαναστάσεις των ψευδαισθήσεων. Θα έρθει η μέρα που η συζήτηση για το αύριο θα γίνεται από «κανονικούς» ανθρώπους. Έως τότε, ας προχωρήσουμε ένα βήμα πιο κοντά.
Διαβάστε ακόμα: H τέχνη του “να μιλάς δίχως να λες τίποτα”.