photo-1428765048792-aa4bdde46fea-890

Έχασα τη δουλειά μου στην αρχή της κρίσης. Τότε που σταμάτησε το πλυντήριο. Απότομα. Διαφημιζόμενοι έκλειναν, περιοδικά έκλειναν, η δουλειά που μου άρεσε πολύ δεν υπήρχε πια για μένα.

Γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη, όπου μετοίκησαν οι γονείς μου ως μετανάστες. Ως ανειδίκευτοι εργάτες. Οι γονείς μου έζησαν εκεί για 11 χρόνια και κατάφεραν να στήσουν μια αξιοπρεπή ζωή. Επέστρεψαν στην Ελλάδα, τόσο από νοσταλγία όσο και από την υπόσχεση μιας νέας Ελλάδας. Ήταν δεύτερης γενιάς μετανάστες: οι γονείς του πατέρα μου βρέθηκαν στην Ελλάδα, Ελληνορώσοι παλιννοστούντες το 1939.

Η μαμά της μαμάς μου, Στάσα, γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου βρέθηκε η μαμά της μετά της καταστροφή της Σμύρνης. Μεγάλωσα στην Πάτρα. Στα 18 μου πέρασα στο Ναυτιλιακό Τμήμα του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Μέλος μιας πολύ μεγάλης οικογένειας, τρία αδέρφια ο πατέρας μου, έξι η μάνα μου, έχω 18 πρώτα ξαδέρφια.

Δούλεψα ως δημοσιογράφος. Είχα την τύχη να με εμπιστευτούν διευθυντές που μου έδωσαν ευκαιρίες να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου, να ζήσω πράγματα που δεν είχα φανταστεί, να εξελίξω τη γραφή μου. Με πλήρωσαν, με βοήθησαν να κοινωνικοποιηθώ, ταξίδεψα από το Λος Αντζελες μέχρι την Κωνσταντινούπολη κι από την Ολλανδία μέχρι τη Νέα Υόρκη. Γνώρισα κόσμο. Η δουλειά έγινε προέκταση της κοινωνικής μου ζωής.

Κάποιοι δεν με πλήρωσαν, κάποιοι με κορόιδεψαν, με γέλασαν, κάποιοι με χρησιμοποίησαν. Κάποιους τους συμπάθησα, κάποιους δεν μπόρεσα ποτέ να συμπαθήσω και τότε η δουλειά τελείωνε νωρίς. Αποχωρούσα εύκολα, διότι την πρώτη δεκαετία του 2000, μπορούσες: θα έβρισκες μια άλλη δουλειά. Δούλευα πολύ, τιμούσα κάθε συνεργασία, δεν επαναπαυόμουν. Είχα μάθει ότι η δουλειά είναι η υποχρέωσή στον εαυτό μου και την κοινωνία. Δεν έκανα ποτέ δουλειά που δεν άντεχε το στομάχι μου. Δεν γελούσα ποτέ με ηλίθια αστεία, απλώς για να κολακέψω κάποιον.

Είδα ανθρώπους να πλουτίζουν αδιανόητα γρήγορα, εύκολα. Success stories, για τα οποία ο Τύπος αφιέρωνε σελίδες. Κάποιους τους είδα αργότερα στη φυλακή, κάποιους όχι. Να αλλάζουν φίλους και παρέες, συνήθειες, γειτονιές. Να αλλάζουν. Είδα λαμόγια να αποθεώνονται, αγράμματους να ορίζουν την τύχη μας.

Είδα ανθρώπους να πλουτίζουν αδιανόητα γρήγορα, εύκολα. Success stories, για τα οποία ο Τύπος αφιέρωνε σελίδες. Κάποιους τους είδα αργότερα στη φυλακή, κάποιους όχι.

Έχασα τη δουλειά μου στην αρχή της κρίσης. Τότε που σταμάτησε το πλυντήριο. Απότομα. Διαφημιζόμενοι έκλειναν, περιοδικά έκλειναν, η δουλειά που μου άρεσε πολύ δεν υπήρχε πια για μένα. Λίγο καιρό μετά, έχασε τη δουλειά της και η γυναίκα μου. Απότομα. Δεν μπόρεσε ποτέ να ξαναβρεί τη δουλειά της. Έχασα τη δουλειά μου, το θάρρος μου, τα χρήματα, την αξιοπρέπειά μου. Κλείστηκα στον εαυτό μου. Πάχυνα. Απομονώθηκα. Πάθαινα κρίσεις πανικού.

Ταυτόχρονα, Κάννες, Καστελόριζα, ύφεση, κρίση. Συνεντεύξεις για δουλειά, αξιοπρεπείς διευθυντές που δεν μπορούσαν να μου δώσουν περισσότερα χρήματα, αλλά με τιμούσαν με τη συμπάθειά τους. Με κρατούσαν ζεστό, μέσα στην αγορά, να μη χάνω την επαφή. Να μην απομονώνομαι. Ακόμη και τότε, κατάφερα να γνωρίσω εξαιρετικούς συναδέρφους και προϊστάμενους που χωρίς κόμπλεξ με έμαθαν όσα ξέρουν. Έκανα συνεντεύξεις σε αξιόλογους ανθρώπους, χωρίς freebees, χωρίς selfies, χωρίς τοποθέτηση προϊόντος.

Διαβάστε ακόμα: H πολιτική απάτη του Αλέξη Τσίπρα.

Αποχαιρετούσα φίλους που έφευγαν, μετανάστες νέας κοπής, τους οποίους, η μόρφωσή τους, το skype και οι low budget αεροπορικές, τους βοήθησαν να φτιάχνουν τη ζωή τους καλύτερα από τους γονείς τους και να αισθάνονται την ξενιτιά λιγότερο δυσβάσταχτη. Μιλάνε τη γλώσσα της χώρας, στην οποία επιλέγουν να μεταναστεύσουν, μπορούν να φτιάξουν το σπίτι τους εύκολα, γρήγορα, οικονομικά. Έγιναν πολίτες του κόσμου με κόπο, με στεναχώρια, αλλά και με αποφασιστικότητα. Περήφανα. Αποχαιρέτησα φίλους. Δεν ευθύνεται η κρίση, όμως τα χρόνια της κρίσης πέθαναν άνθρωποι σημαντικοί για μένα, προσθέτοντας απόγνωση στη θολωμένη σκέψη μου.

Δεν μου έκοψαν ποτέ το ρεύμα, υπήρχαν όμως βράδια που δεν είχαμε ούτε για τσιγάρα. Το χαρτί και το μολύβι, ο προγραμματισμός ήταν η μόνη επιλογή για την επιβίωση. Βεβαίως, το αξιακό σύστημα, στο οποίο γαλουχηθήκαμε, μας προστάτευσε: δοτικοί γονείς και προνοητικοί φίλου, λάμπρυναν τη ζωή μας.

Έβλεπα πως όταν θα περνούσε πια η κρίση, τα δικά μου όνειρα θα είχαν γίνει σκόνη. Το δεύτερο χρόνο της κρίσης, της κρίσης που μας τσάκισε όλους, αλλά δεν μας δίδαξε τίποτα, αποφασίσαμε να κάνουμε τη δική μας δουλειά. Με κόπο, με φόβο, με δυσκολία να σε εμπιστευτούν. Αγαπούσαμε πάντα τις λέξεις, γυαλίζαμε τα σύμφωνα και τα φωνήεντα σε συνταγμένες προτάσεις και σε παραγράφους, το ίδιο θα κάναμε τώρα: θα στριμώχναμε φωνήεντα και σύμφωνα σε tweets και σε δελτία Τύπου. Για δημιουργικούς ανθρώπους, για αξιοπρεπείς επιχειρηματίες: για εκείνους που αρχικά μας στήριξαν, που ανθίσαμε μαζί τους, που μας εμπιστεύτηκαν.

 Διατηρώ ένα ρατσισμό για τον προκλητικό νεόπλουτο, τον αγράμματο ξερόλα, τον διπρόσωπο που νίπτει τας χείρα του πετώντας δηλητήριο, τους αφελείς yolo…

Μάλιστα, πέρυσι, βλέπαμε το πράγμα να αλλάζει: δυναμικοί δημιουργοί, ελπιδοφόρες startups, επιχειρηματίες, με σεβασμό στους υπαλλήλους τους, οι οποίοι αποφάσισαν πως δεν μπορεί να γονατίζουν άλλο: θα προχωρούσαν μπροστά. Με ελπίδα και ανησυχία. Με αγάπη γι’ αυτό που κάνουν. Με χαρά να μοιραστούν και να μοιράσουν. Η αγορά έδειχνε σημάδια βελτίωσης.

Παραδέχτηκα λαμπρούς επιχειρηματίες, νοικοκυρεμένους ανθρώπους που είχαν μια ιδέα. Που έγινε επιτυχία κι αντιγράφηκε μέχρι το τελευταίο πράσινο φύλλο, ακόμη και το όνομα της ιδέας. Είδα αγρότες που δεν επαναπαυτήκαν στο έλεος των επιδοτήσεων και του θαψίματος της σοδειάς. Που άλλαξαν σπορά, που δούλεψαν, που πήγαν ένα βήμα πιο κάτω. Αγρότες που συνασπίστηκαν και, με ενιαίο μέτωπο, υπερασπίστηκαν τα προϊόντα τους σε εγχώριες αγορές και εκείνες του εξωτερικού. Είδα τον αδερφό μου που πήρε την τύχη στα χέρια του, αξιοποιώντας την τέχνη της χρυσοχοΐας που έμαθε από τον πατέρα μας. Επιστήμονες που έκαναν την ιδέα τους πραγματικότητα, επιχειρηματίες που δεν απέλυσαν υπαλλήλους, που δεν τους έφαγαν λεφτά. Που δούλεψαν. Περήφανα.

Διότι η περηφάνια δεν είναι η φαύλη επίκληση στο τσαρούχι του Κολοκοτρώνη, το φανάρι του Διογένη και στις πέντε Καρυάτιδες. Είναι η ακολουθία του μέσα και του έξω από την πόρτα του σπιτιού, η συνέπεια λόγου και πράξεων σε αρμονία με τη Δημοκρατία, τον κοινό νου και τα δικαιώματα των άλλων. Δημιουργεί ενθουσιασμό η επίκληση στην αξιοπρέπεια, την περηφάνια, την ανδρεία του Έλληνα, αλλά δυστυχώς αποτελούν ωραία, στρογγυλεμένα λόγια από στόματα πολιτικών που θέλουν, για δικούς τους, αδιευκρίνιστους λόγους, να κολακεύσουν τον λαό.

Διαβάστε ακόμα: Καλή ή κακή η επιλογή της δραχμής;

Απεχθανόμουν πάντα τους ταξικούς διαχωρισμούς: και εκείνους που προέρχονταν από τους «βολεμένους» και από τους «ανήμπορους». Αντιμαχόμουν και το «τι ανάγκη έχει αυτός» και το «κακομοίρης». Διατηρώ ακόμη ένα ρατσισμό για κείνον που καμώνεται κάτι άλλο: τον προκλητικό νεόπλουτο, τον αγράμματο ξερόλα, τον διπρόσωπο που νίπτει τας χείρα του πετώντας δηλητήριο, τους αφελείς yolo, τους «αλίμονο από εμάς» βολεμένους. Στις ίδιες γειτονιές, όπου άλλοι άφηναν λίγα χρήματα στο φούρνο για να μπορεί, εκείνος που δεν έχει, να αγοράσει ψωμί, κάποια έριχναν φόλες στα ζώα και προπηλάκιζαν μετανάστες. Στην ίδια Αθήνα. Στην ίδια γειτονιά.

Ναι, στα πέντε χρόνια σκληρής κρίσης, δεν είδα ανθρώπους να μαλακώνουν, να γλυκαίνουν, δεν είδα κατανόηση. Δεν την αισθάνθηκα. Όχι από την οικογένεια και τους φίλους, αλλά από τον άγνωστο προς τον άγνωστο. Συμπόνια. Καλή θέληση. Δεν μάθαμε να διεκδικούμε, δεν διδαχτήκαμε, δεν μελετήσαμε, δεν συγχωρήσαμε, δεν μορφωθήκαμε. Δεν αποφασίσαμε να μπούμε σε κανέναν κανόνα, κομπάζαμε για την ελληνική μας ψυχή. Χλευάζαμε τους Βόρειους, τους προτεστάντες, εκείνους τους τύπους που η προσωπική τους ευθύνη μπαίνει πιο ψηλά από την ευθύνη του άλλου: του Κράτους, του εργοδότη, του γείτονα. Διότι και το κράτος και ο εργοδότης και ο γείτονας είναι εκείνοι. Αλλιώς απομονώνονται.

Δεν είμαι ψηφοφόρος, είμαι πολίτης. Που λοιδορείται, που εκφοβίζεται, που απολογείται, επειδή θέλει να εξελίσσεται στην Ευρώπη.

Δεν απομονώσαμε το ψέμα, την αδικία, τη φοροδιαφυγή, τη λαμογιά, την αγένεια, τον ωχαδερφισμό, το κιτς, την επιθετικότητα, τη βία. Το διπλοπαρκάρισμα, την τσίτα μουσική, το σομόν κτίριο, τον ημιυπαίθριο, το αυθαίρετο. Βρίζουμε πάντα τους άλλους, τους δυνατούς, με επιχείρημα «τι ανάγκη έχεις εσύ;». Χωρίς στρατηγική, χωρίς πλάνο, χωρίς πρόγραμμα, εκτονωνόμαστε και πάλι σπίτι. Σε ό,τι κλείνει η πόρτα μας. Χλευάζουμε με ευκολία το διαφορετικό, αρκεί το διαφορετικό να μην είναι μέσα στο σπίτι μας, διότι τότε είτε το κρύβουμε είτε το διώχνουμε. Αναζητούμε πάντα τον αυστηρό πατέρα που θα του την πούμε και εκείνος θα μας συγχωρέσει.

Ανάγουμε τη νιότη και την ομορφιά σε πρώτιστη αρετή. Αυταπόδεικτα και με ημερομηνία λήξης και τα δύο, η νεολαγνεία και η δικτατορία του photoshop ορίζουν τα πάντα. Το φιλότιμο, η υπερηφάνεια και το καθαρό πρόσωπο μετατράπηκαν σε έννοιες με πολλές ερμηνείες. Μπορείς να διαρρηγνύεις τα ιμάτιά σου για τους ανήμπορους αλλά να μην πληρώνεις τους υπαλλήλους σου. Άλλο τό ‘να, άλλο τ’ άλλο. Εμείς νά ‘μαστε καλά και δόξα τω Θεώ να λέμε. Διότι, τελικά, ο Θεός είναι ο ορθόδοξος αυστηρός πατέρας από τον οποίο ζητούμε συγχώρεση, για να κοιμηθούμε ήσυχα το βράδυ.

Δεν μας δίδαξε τίποτα η κρίση. Απολύτως. Τα χρόνια της κρίσης και των κοινωνικών κινημάτων που ξεπήδησαν μέσα από αυτά, δεν μας έκαναν όλους καλύτερους. Παραμείναμε χωρισμένοι: εμείς κι εσείς. Βολεμένοι κι αγωνιστές. Λυπάμαι, αλλά δεν συμφωνώ. Δεν είμαι βολεμένος, δεν θεωρώ αγωνιστή εκείνον που αγνοεί τη συνέχεια της ιστορίας μας. Που με κόλπα παλιά, παλαιοκομματικά, μελοδραματικά, προσπαθεί να ξυπνήσει την περηφάνια του Έλληνα μ’ ένα ύπουλο όχημα: μεταφράζει ως μαγκιά την ανευθυνότητα, ως ταπείνωση την ανάληψη της ευθύνης μας. Δεν είμαστε καλύτεροι από τον Γερμανό, τον Σλοβάκο, τον Ισπανό. Δεν μας αξίζει τίποτα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον Ευρωπαίο πολίτη. Με αυτήν τη γνώση, θα αντιμετωπίζαμε αλλιώς τα δικαιώματα και τις ευθύνες μας.

Δεν είμαι ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είμαι Νέα Δημοκρατία. Δεν είμαι ΠΟΤΑΜΙ, δεν είμαι ΠΑΣΟΚ, δεν είμαι ΚΚΕ. Εννοείται ότι δεν είμαι Χρυσή Αυγή, δεν είμαι ΑΝΕΛ. Δεν είμαι ψηφοφόρος, είμαι πολίτης. Που λοιδορείται, που εκφοβίζεται, που απολογείται, επειδή θέλει να εξελίσσεται στην Ευρώπη. Το ΝΑΙ στην Ευρώπη μεταφράζεται αυτομάτως «προδότης» και «γερμανοτσολιάς». Δεν κινδυνολογείς αν επισημάνεις τον κίνδυνο, εκδηλώνεις την ανησυχία για εκείνο που εσύ προβλέπεις.

Ήρθε η πιο κρίσιμη ώρα και πρέπει να καταλάβουμε το μέγεθος της ιστορικότητας. Ναι, μας αφορά όλους το ίδιο. Οι «τι ανάγκη έχεις εσύ», δεν θα έχουν ανάγκη σε οποιαδήποτε συνθήκη νομίσματος, συσχετισμών, περιορισμών. Για εμάς τους υπόλοιπους, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η μόνη λύση. Διότι το δημοψήφισμα, στο οποίο καλούμαστε να ψηφίσουμε, είναι «ευρώ ή δραχμή». Θα πω ΝΑΙ.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top