Αφήνεσαι να σε παρασύρει το ρεύμα του ποταμού. Για να σε εναποθέσει στο δέλτα. Εκεί που γεννιούνται ζωάκια: νευρώδη, οστέινα δάχτυλα. Κολιμπρί και ερωδιοί που αφήνονται να αιχμαλωτιστούν από ψηλοτάκουνες γόβες – χρυσό κλουβί.

Όπως λέeι ο Louboutin: «Το καλό παπούτσι δεν είναι αυτό που ντύνει, αλλά εκείνο που γδύνει».

Ένας φετιχιστής Α΄ βαθμού είναι σαν τον Μισέλ Πικολί στην «Περιφρόνηση» του Γκοντάρ: σκανάροντας από πάνω μέχρι κάτω το κορμί της Μπριζίτ Μπαρντό, συμπεραίνει πως, αφού αγαπάει κάθε σπιθαμή του, τότε την αγαπάει ολόκληρη.

Σ’ ένα Β΄ βαθμό, ένας φετιχιστής των γυναικείων ποδιών ανεβάζει το «Ημερολόγιο μιας καμαριέρας» του Μπουνιουέλ, είναι ο ευτυχής ιδιοκτήτης μιας αξιοσημείωτης συλλογής από παπούτσια και μποτίνια, βρίσκει μια Ζαν Μορό να του διαβάζει Huysmans και της δένει ευλαβικά ένα ζευγάρι στα γυμνά της πόδια, χαϊδεύοντάς της απαλά τον αστράγαλο.

Εκείνος του Γ΄ βαθμού συμμερίζεται ασμένως τον αφορισμό του Καρλ Κράους, τον οποίο παραθέτει και η Πάολα Τζακόμπι στο «Αυτά τα παπούτσια τα ΘΕΛΩ!»: «Σ’ αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει άνθρωπος πιο δυστυχής από τον φετιχιστή που λαχταρά ένα γυναικείο παπούτσι και είναι υποχρεωμένος να ανεχτεί ολόκληρη τη γυναίκα».

To δικό μου βίτσιο είναι Δ΄ βαθμού. Έχει αγγλικό όνομα, όπως κάθε βίτσιο που σέβεται τον εαυτό του: toe cleavage.

Η «μασχάλη» των δακτύλων: Πιο εξωφρενική από την αύλακα των οπισθίων, πιο συναρπαστική κι απο το χαμογελαστό ντεκολτέ του στήθους.

Από τις απαλές αναρριγούσες κοιλάδες του μηρού ανηφορίζεις στις μαύρες πίστες του γονάτου. Μετά κατρακυλάς στις υπόγειες λίμνες των κλειδώσεων. Για να γλιστρήσεις απαλά στον απερινόητο μυ της γάμπας, την αναθρώσκουσα θίνα, εκείνη των κύκνων, του Τσαϊκόφσκι και των Μπολσόι. Κι έρχεται η ώρα του ελαφιού. Η χορδή του τόξου της ζωής και του θανάτου. Ο τόσο εύθραυστος αχίλλειος. Κι ύστερα το ηλιακό πλέγμα των πορσελάνινων φλεβών. Γαλάζιες ηλιαχτίδες που ξεχύνονται απ’ την κορύφωση του coup-de-pied. Ενδελεχώς, αφήνεσαι να σε παρασύρει το ρεύμα του ποταμού. Για να σε εναποθέσει στο δέλτα. Εκεί που γλείφεις μέλι από αγκάθι, ανάμεσα σε ψιθυρίσματα ηθελημένης απόγνωσης. Εκεί που γεννιούνται ζωάκια: νευρώδη, οστέινα δάχτυλα.

Κολιμπρί και ερωδιοί που αφήνονται να αιχμαλωτιστούν από ψηλοτάκουνες γόβες – χρυσό κλουβί. Κάτι σαν σύνδρομο της Στοκχόλμης. Αλλά όχι εντελώς. Η μασχάλη τους εγκαταλείπεται γυμνή. Αυτή είναι η απείρως ηδονική αισχρότητά τους. Πιο εξωφρενική από την αύλακα των οπισθίων, συνομολογεί ο Louboutin, πιο συναρπαστική απ’ το χαμογελαστό ντεκολτέ του στήθους. Ο Jimmy Choo συμφωνεί. Η dominatrix Claudia Varrin επίσης. Η γριά αλεπού, ο δάσκαλος Manolo, βαθύς γνώστης της βικτωριανής ανηθικότητας, υποδαυλίζει τα πάθη, επιτρέποντας την αποκάλυψη μόνο σε δυο λουλούδια. Οι γυναίκες ταράζονται, νιώθουν γυμνές, υιοθετούν ασμένως. Αυτό που λέει ο Christian: «Το καλό παπούτσι δεν είναι αυτό που ντύνει, αλλά εκείνο που σας γδύνει».

Ακόμα και τα εταιρικά στελέχη το καταλαβαίνουν –αν είναι δυνατόν: «Είσαι στο meeting, κοιτάς κάτω και βλέπεις ένα ζευγάρι γάμπες να στολίζονται από τέτοια παπούτσια. Φτιάχνεσαι. Τα λογισμικά φύλλα γίνονται μεταξωτά σεντόνια». Σε σημείο που το 2008 επιλήφθηκε του ζητήματος ένα δικηγορικό γραφείο από το Μέμφις. Ετυμηγορία; «Ανάρμοστον το υπόδημα αυτό εντός της δικαστικής αιθούσης».

Και δώσ’ του πάλι πίσω, κόντρα στο ρεύμα, ως την πηγή.

 

Διαβάστε ακόμα: Εξομολογήσεις ενός ποδολάγνου

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top