pulpfiction1

Αν αυτοσκοπός σας είναι ο εκφοβισμός, αλλά δεν γουστάρετε, βρε αδερφέ, να κουβαλάτε παντού το «σιδερικό», να πώς μπορείτε να πετύχετε το απόλυτο ψάρωμα. (photo credit: Technologytell.com )

Τα πίσω θρανία χρωστούσαμε τις επιτυχίες μας στα βιβλία που βούταγε από τον μπαμπά του και κουβάλαγε στο σχολείο ο Μιχάλης. Ο οποίος θα πρέπει να ‘ταν ή μορφωμένος ή φιλόσοφος ή αριστερός. Ή και τα τρία. Ο μπαμπάς. Ο Μιχάλης ήταν σπασίκλας, είχε ακμή μέχρι και στ’ αφτιά, μύριζε μαντρί και καθόταν μπροστά.

Ένα απ’ αυτά, η επιφυλλίδα «Das Kunstwerk im Zeitalter seiner technischen Reproduzierbarkeit» ή, αν προτιμάτε, «Τα έργα τέχνης την εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής», του Γερμανοεβραίου στοχαστή Βάλτερ Μπένγιαμιν, έκανε θραύση. Στο Κλασικό τουλάχιστον, γιατί στο Πρακτικό ασχολούνταν ακόμη με διαβήτες και μοιρογνωμόνια.

Δεν καταλαβαίναμε βέβαια και πολλά από το εν λόγω πόνημα, αλλά είχαμε καταφέρει να αποστηθίζουμε εδάφια ολόκληρα από δαύτο, τα οποία παπαγαλίζαμε μετά με στόμφο στυλ Μινωτή σε μαγεμένες μπλε, κολλαριστές ποδιές, ροζ κοκαλάκια και πάλλευκα σοσόνια.

Αυτό δε που υποστήριζε ο κυρ-Μπένγιαμιν ήταν πως ακόμη και η τελειότερη αναπαραγωγή ενός έργου τέχνης υπολείπεται του πρωτοτύπου σ’ ένα τουλάχιστον στοιχείο: την ύπαρξή τους σε διαφορετικό χωροχρόνο. Ή κάπως έτσι.

Το δοκίμιο λοιπόν αυτό απαντούσε απερίφραστα (ακόμη απαντά υποθέτω) στο εξής θεμελιώδες ερώτημα: αν ένα αντικείμενο τέχνης είναι μοναδικό, αν έχει αυθεντικότητα, αν διαθέτει δηλαδή την αύρα που χαρακτηρίζει ένα πρωτότυπο, ποία η θέσις του στο μάταιο τούτο κόσμο μιας απομίμησης, ενός αντιγράφου του;

Σε όποια κολλαριστή ποδιά συνέχιζε να κάνει τσιχλόφουσκες κοιτώντας ανέκφραστη, λέγαμε με απόγνωση: «Δώσε βάση, ρε συ Μαρικάκι, γιατί θα νυχτώσουμε κι έχω να διαβάσω και Αγωγή του Πολίτη».

Διότι «το στοιχείο που φθίνει στην εποχή της αναπαραγωγής είναι η αύρα του πρωτότυπου», έγραφε ο θείος Βάλτερ το 1936, μια μάλλον κακή χρονιά για το χασίσι στο μεσοπολεμικό Βερολίνο.

Σε όποια δε κολλαριστή ποδιά συνέχιζε να κάνει τσιχλόφουσκες κοιτώντας ανέκφραστη, λέγαμε με απόγνωση: «Δώσε βάση, ρε συ Μαρικάκι, γιατί θα νυχτώσουμε κι έχω να διαβάσω και Αγωγή του Πολίτη. Ο πρώτος Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου (τι ποιου Μιχαήλ Άγγελου, ρε Μαρικάκι; Αυτού της Capella Sistina. Τι ποιας Capella Sistina;) ήταν έργο τέχνης. Ο δεύτερος αξεσουάρ για κήπους. Τό ‘πιασες τώρα;»

Όπερ μας οδηγεί στο θέμα που σκόπευα να θίξω αρχικά. Τώρα, μεταξύ μας, καθόλου δεν μας οδηγεί, αλλά κάπως έπρεπε να συνδυάσω πρωτότυπα, αντίγραφα, αυθεντικότητες, αύρες, ξερωγώ με δυο από τα αυτοκίνητα που οδήγησα πρόσφατα (watch this space) και μας έφαγε ως συνήθως η εισαγωγή.

Και γιατί έπρεπε να τα συνδυάσω; Διότι αυτά που οδήγησα ήταν δύο «τζιπ» που κινδυνεύουν, και αυτά, να καταλήξουν να μεταφέρουν όχι σκληροτράχηλους στρατηγούς από βομβαρδισμένες παραλίες σε λασπωμένα ναρκοπέδια ή ατρόμητους εξερευνητές από πρωτόγονους καταυλισμούς σε ανεμοδαρμένα ύψη, αλλά αναξιοπάσχοντες ατυχήσαντες από πριβέ πάρτι σε κατάφυτες μπουζουκλερί ή κάτι περίεργους βλοσυρούς από ποδοσφαιρικές σουίτες σε γιοτ-καραβοφάναρα.

Από την άλλη, αν αυτοσκοπός για σας είναι ο εκφοβισμός, αλλά δεν είστε διατεθειμένοι να κουβαλάτε παντού το Glock, να φοράτε διαμαντένια σκουλαρίκια, χρυσές καδένες απόξω και «χτυπημένια μανίκια» σε κάθε άκρο, ένα μεγάλο, κατάμαυρο, χαμηλωμένο φορμπαϊφόρ με φουμέ τζάμια και 20άρες ζάντες μπορεί ακόμη να σας διακτινίσει στη λωρίδα για το απόλυτο ψάρωμα.

Αν όχι στο Ζεφύρι και στο Μπουρνάζι, σίγουρα στην Κηφισιά και στη Γλυφάδα…

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top