Ας υποθέσουμε ότι ανάμεσα στα «Ναι» και στα «Όχι» υπάρχουν σώφρονες και μη. Υπάρχουν επιθετικοί Ελληναράδες, όπως και αγαθοί, ρομαντικοί πολίτες. Υπάρχει πρωτίστως μία κρίσιμη μάζα που αντιλαμβάνεται τα δεδομένα κατά βούληση, συχνά παρορμητικά και τις περισσότερες φορές χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την ουσία. Δεν μπορώ να κάνω εξισώσεις, πιστεύω στις βασικές, θεμελιακές διαφορές ανάμεσα στις δύο οπτικές, αλλά το μεγάλο ποσοστό του «Όχι» ενισχύει την άποψη ότι η ψήφος αυτή χρειάζεται προσεκτική προσέγγιση.
Δεν θα υπερασπιστώ εδώ το «Ναι». Είναι δεδομένο ότι στηρίζω το φιλοευρωπαϊκό μέτωπο και ελπίζω ότι σταδιακά θα απορροφήσει πολλά διάσπαρτα κομμάτια του κεντρώου χώρου (από την Κεντροδεξιά ως την Κεντροαριστερά), ώστε να γίνει ένας συγκροτημένος πολιτικός φορέας. Το «Μένουμε Ευρώπη», το «Ναι» ή όπως αλλιώς χρειαστεί να ονοματιστεί, έχει αποκτήσει κινηματικό χαρακτήρα και αυτό πρέπει να αξιολογηθεί, να προστατευτεί και να αναπτυχθεί. Απέναντι στο πιο ευανάγνωστο «Ναι», το «Όχι» εμφανίζεται περισσότερο κρυπτικό και μπορεί να φέρει μέσα του ακόμη και εν δυνάμει υποστηρικτές της μετριοπάθειας.
Αλλά, το «Όχι» φέρει μέσα του και τα σκληρά εδάφη που δεν αφήνουν να περάσει η ανανέωση της ελληνικής κοινωνίας. Στο γεωφυσικό χάρτη του «Όχι», αφήνω στην άκρη τους λιγότερους: εκείνους που καλή τη πίστει και λόγω ιδεολογικής καθαρότητας και εμμονής, πιστεύουν σε έναν άλλον κόσμο που έχει καλούς και κακούς. Ενδύονται το ρόλο του επαναστάτη των ιδεών και του πολέμιου των κυνικών όλου του κόσμου.
Αλλά οι περισσότεροι συνδέονται, μέσα από τη βιοποικιλότητά τους, με ένα από τα μεγαλύτερα υπόγεια κινήματα της ελληνικής κοινωνίας: το κίνημα της άρνησης, το οποίο θεωρεί ότι η σύνθεση είναι συμβιβασμός και ότι η ψυχρή λογική είναι απανθρωπιά. Το σημείο εκκίνησης, δηλαδή, εμπεριέχει την απόκλιση από το πεδίο του δημιουργικού πραγματισμού και τείνει στην υιοθέτηση των αρχών του ασύντακτου συναισθηματισμού.
Αυτό το ψυχικό περιβάλλον είναι δομημένη κουλτούρα, είναι γονιδιακή αντίδραση σε εξωγενείς επιδράσεις που κρίνονται απλώς ως αλλότριες, ξένες, ανοίκειες και εχθρικές. Ο εαυτός επιζεί σε ένα κουκούλι μέσα στο οποίο οι αλλαγές συμβαίνουν φιλτραρισμένες από εμμονικές θρησκοληψίες. Μία από αυτές τις θρησκοληψίες έχει να κάνει με θέματα ήθους που όταν εκτείνονται για να περιλάβουν το έθνος, αποκτούν ιδιότητες όπως αυτή της αξιοπρέπειας, του φτωχοπροδρομισμού, της αυτοθυσίας και του ηρωισμού σε συνθήκες φαντασιακής υποτέλειας και πνευματικού ή οικονομικού ζυγού.
Αυτή η ψυχική προδιάθεση είναι στον αντίποδα της φιλελεύθερης προσέγγισης που αναπτύσσεται μέσα από τη διαρκή νομιμοποίηση με εξωγενείς παράγοντες, φιλικούς της αλλαγής και επιταχυντές της μεταβολής. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο συντηρητικός, πολυπληθής κορμός του «Όχι» αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτικός, με την αντίληψη της προόδου που παράγεται μέσα από τη σύγκρουση και την απόρριψη σε έναν αέναο κύκλο κοινωνικής αντιπαράθεσης.
Και είναι αυτή η εμμονική αντίληψη της διαρκούς σύγκρουσης που τείνει να γιγαντώνει τη διαμάχη θύτη και θύματος και να μεταθέτει διαρκώς τις λύσεις. Το «Όχι» έχει πολλούς αγνούς ιδεολόγους, αλλά και πολλούς μάγους φαντασιακών εχθρών σε ένα τοπίο όπου ο εαυτός παραμένει άσπιλος από ευθύνη και αγνός ως αιώνιο θύμα με διαρκή τάση εξέγερσης.
Διαβάστε ακόμα: Ένας φανταστικός διάλογος για το “Ναι” και το “Όχι” ακόμα επίκαιρος.