Ο Τάσος Καρατάσος αναρωτιέται για ποιον είναι τα Χριστούγεννα – και μάλλον το ίδιο κάνει και αυτός ο Άγιος Βασίλης που πίνει μόνος του τον καφέ του, προτού επιστρέψει στο πόστο του. (Φωτογραφία: Life Magazine, 1962)

Διερωτώμαι:
-Εκφράζουν αυτό που λέμε ΑΓΑΠΗ τα δώρα που άλλοι έχουν την ευχέρεια πλουσιοπαρόχως να κάνουν και άλλοι νιώθουν κάπως άβολα όταν τα λαμβάνουν;
-Έχουμε αρκούντως σκεφτεί ότι ένα δώρο με υψηλή χρηματική αξία είναι πιθανόν να φέρει σε μειονεκτική θεση κάποιον που δεν μπορεί να ανταποκριθεί αναλόγως ή και καθόλου!;
-Μήπως σε εποχές δύσκολες (όπως η σημερινή) τα δώρα μας προς ενηλίκους (που δεν εκπληρούν και κάποια χρησιμότητα και δεν έχουν τη δική μας οικονομική άνεση) θα ήταν προτιμότερο να αντικατασταθούν με μια κάλυψη (διακριτικώς) μιας ζωτικής ανάγκης τους;

Με εξαίρεση τα παιδιά (που όλα τα δικαιούνται και αυτά αξίζει να γιορτάζουν αυτές τις μέρες), μήπως θα έπρεπε όλα να γίνονται για εκείνα και να προσφέρονται κυρίως σε εκείνα;

Παραδείγματος χάριν:
Ποιο το νόημα να καλύπτεται το ωραίο (κι ας είναι ξενόφερτο) έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου με εκείνα τα κραυγαλέως πολυτελή και ντιζαϊνάτα στολίδια που μοιάζουν να αποζητεί ο αναρτήσας ένα like ματαιοδοξίας στο φέϊς μπούκι;

Τα παιδιά αποζητούν δέντρα με Άι Βασίληδες, νεράιδες, ζωάκια, παιδικούς ήρωες κι αστεράκια που να παραπέμπουν σε κάποιο παραμύθι.

Τι γιορτές αγάπης είναι αυτές που ξοδεύονται (από διαμαρτυρόμενους νεοέλληνες «μέσης τάξεως») μεγάλα χρηματικά ποσά, είτε για ένα menu (mouni) των 75 ευρώ ή για μια εκδρομική φιέστα σε σουίτες στα δικά μας βουνά ή στις πλαγιές των Άλπεων;

Μη μου πείτε ότι όλες αυτές οι υπερβολές γίνονται από έναν περιορισμένο κύκλο πλουσίων, διότι ξέρουμε όλοι ότι η Αθήνα των 5 εκατομμυρίων κατοίκων αδειάζει τα τριήμερα και τις γιορτές!

Διερωτώμαι επίσης αν έχουν σχέση με την αγάπη όλα αυτά τα ρεβεγιόν σε σπίτια που τα περισσότερα ξεκινούν μετά τα μεσάνυχτα για να προλάβουν οι «καλοί» γονείς να δώσουν ένα φιλί στα παιδιά τους πριν ξεπορτίσουν, ενώ οι «κακοί» να γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά μαζί τους -ώρα Ντουμπάϊ- και αμέσως μετά μπάϊ μπάϊ!

Τι γιορτές αγάπης είναι αυτές που ξοδεύονται (από διαμαρτυρόμενους νεοέλληνες «μέσης τάξεως») μεγάλα χρηματικά ποσά για μια εκδρομική φιέστα στις Άλπεις;

 

***

Τώρα που ξεθύμανα με τα ενοχικά μου συμπλέγματα (διότι στο ίδιο καζάνι βράζω κι εγώ) να σας πω μια δική μου χριστουγεννιάτικη πικρή εμπειρία.

Η μάνα μου, τα πρώτα στερημένα παιδικά μου χρόνια (της γερμανικής Κατοχής), κάθε παραμονή (εν αναμονή του Άι-Βασίλη) γέμιζε την κάλτσα μου με χρήσιμα πράγματα όπως μια οδοντόβουρτσα ή μία οδοντόπαστα, κάποια σφυρίχτρα, μια ξύλινη σβούρα ή ένα φθηνό τόπι από εκείνα που πουλιούνται στα πανηγύρια των εκκλησιών την παραμονή του εορτασμού του Αγίου ή της τιμώμενης Αγίας τους.

Αυτό συνεχίστηκε και μετά τη γέννηση του μικρότερου αδελφού μου, Γιάννη, στα χρόνια του Εμφυλίου. Πρέπει (όταν συνέβη το πικρό δι´εμέ περιστατικό) να ήμουν γύρω στα δέκα. Παιδί ξύπνιο από τότε, ενώ ήξερα ότι άγιος Βασίλης δεν υπάρχει, έκανα την πάπια. Συνέχιζα λοιπόν κι εγώ να βάζω στα πόδια του κρεβατιού μου (κάθε παραμονή πριν κοιμηθώ) μια μεγάλη μάλλινη κάλτσα της γιαγιάς μου, της Βασιλικής, από αυτές που έβαζε για τους ρευματισμούς της.

Η μάνα μας πέρα από σοφή ήταν ολίγον (για να μην πω πολύ) τσιγγούνα, κι έτσι συνέχισε να γεμίζει τις κάλτσες μας κυρίως με χρήσιμα πράματα τυλιγμένα σε εορταστικό χαρτί.

Εποχές οικονομικώς κάπως καλύτερες, ό,τι μας έλειπε το βρίσκαμε στην κάλτσα μας ξυπνώντας ανήμερα τα Χριστούγεννα που, ως «πιστεύοντες εις την Δύσιν» τότε (και όχι την Πρωτοχρονιά) εορτάζαμε τον Άγιο Βασίλειο!

Μας έβαζε σώβρακα, φανέλες, κάλτσες, μολύβια και συμπλήρωνε με καρύδια, μπισκότα γεμιστά, ξερά σύκα και διάφορα χάρτινα αντικείμενα (από τα λεγόμενα γαλλιστί κοτιγιόν), που μοιράζουν στους χορούς τις Απόκριες, όπως δηλαδή καπελάκια, σερπαντίνες, καραμούζες, σφυρίχτρες κ.α. Με αγωνία τα ανοίγαμε περιμένοντας κάποιο αγορασμένο παιχνίδι, αλλά πού!

Ήταν εκείνη μια χρονιά που φαίνεται ότι πρέπει να είχα υπάρξει αφορήτως άτακτος και σε οικογενειακό συμβούλιο είχε επιμείνει ο πατέρας στην κάλτσα τη δική μου να βάλουν ένα γράμμα που με κεφαλαία γράμματα έγραφε:
«Φέτος ήσουν πολύ άτακτος και δε σου έφερα δώρα. Άγιος Βασίλης».

Στο εορταστικό πρωινό (μόκο ο Μπόμπος), την ίδια στιγμή που ο μικρός αδελφός χαρούμενος μιλούσε για το μεγάλο Μeccano που παραδόξως βρήκε δίπλα στην κάλτσα του (!), ο πατέρας δεν άντεξε την αδιαφορία μου (για το διπλό χτύπημα!) και με ρώτησε:
-Εσένα τι σου έφερε φέτος ο Άγιος Βασίλης;
-Τίποτα φέτος… απάντησα και, απ’ ό,τι μου έλεγαν χρόνια μετά (ως ένα δείγμα της από τότε αναίδειάς μου), συμπλήρωσα: Τίποτα… αλλά πάρτε μου κανένα σώβρακο διότι λασκάρισαν τα λάστιχα και το πουλί μου όλο βγαίνει απ’ όξω!

Αυτά… και καλά Χριστούγεννα με δώρα κυρίως στα παιδιά (ακόμη και τα άτακτα) και με κάποια δωρεά στις οργανώσεις που τα φροντίζουν.

 

Διαβάστε ακόμα: Έτσι ήταν τα Χριστούγεννα πριν από 100 χρόνια

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top