τσαουσόπουλος (ο) 1. νεανίζων ηλικιωμένος: ο Μιχάλης είναι τόσο τσαουσόπουλος που ενώ είναι γύρω στα 75 εύκολα τον κάνεις και 70 ΣΥΝ κωνσταντάρας, πασχάλης, βίσσης 2. ανθρωπιστής, φιλάνθρωπος, ευαίσθητος: ο Μιχάλης θέλει να ξεκουμπιστούν όλοι οι πρόσφυγες από το Σύνταγμα, γιατί είναι τόσο τσαουσόπουλος που η ταλαιπωρημένη εικόνα τους τον κάνει ψυχολογικό ράκος ΣΥΝ μαριαντουανέτα 3. άτομο 2 σε 1: ααα, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πρακτικός είναι ο τσαουσόπουλος που πήρα από το τηλεμάρκετινγκ. Τον χρησιμοποιείς σαν κανονικό άνθρωπο κι αν θέλεις τον γυρίζεις ανάποδα και ρίχνεις και ένα σφουγγάρισμα.