Το Blend έρχεται να δώσει ένα νέο χρώμα στο κέντρο της πρωτεύουσας. Το παραδοσιακό Μέγαρο Παυλίδη απέκτησε πλέον μια δεύτερη ζωή, εξόχως λαμπερή.

    Απ’ έξω περνούσαν μόνιππα. Ο κόσμος δεν ήταν πολύς, όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Οι ίντριγκες γίνονταν αμέσως γνωστές. Τα βλέμματα των ερωτευμένων δεν μπορούσαν να μείνουν κρυφά. Η Αθήνα του 1841 ήταν ένα μικρότατο χωριό. Τίποτα το κρυφό δεν έμενε στη φωλιά του.

    Εκείνη τη χρονιά, ενταγμένο σε ένα γενικότερο πρόγραμμα αστικοποίησης που προσπαθούσαν να εφαρμόσουν οι αστοί της εποχής, ο Σπυρίδωνας Παυλίδης έκανε το όραμά του πραγματικότητα. Μεταξύ Αιόλου και Βύσσης, σε έναν από τους πολυσύχναστους δρόμους τότε, έφτιακε το «Γλυκισματοποιείο» του. Ένας νεωτερισμός αν μπορούμε, έστω και νοητά, να σκεφτούμε πως ήταν η Ελλάδα πριν από 150 χρόνια.

    Η μίνιμαλ αισθητική του δωματίου είναι ευδιάκριτη.

    Ήταν αυτό που ονομάζουμε σήμερα ζαχαροπλαστείο και προσέφερε στο αθηναϊκό κοινό πρωτόγνωρες γεύσεις: «βακλαβά», «κομφέτα» και λουκούμια, ενώ εμπορευόταν και μέλι, φιστίκια εισαγόμενα, καθώς και κάποια οινοπνευματώδη ποτά. Το σύγχρονο για την εποχή ζαχαροπλαστείο μετατράπηκε σχεδόν αμέσως σε πνευματικό κέντρο στο οποίο σύχναζαν ακόμα και οι εκλεκτοί προσκεκλημένοι της χώρας. Έγινε ένας τόπος συνάντησης που απέκτησε και μιαν ακόμη γλυκιά συνήθεια, άλλος ένας νεωτερισμός του Παυλίδη, την «τσοκολάτα».

    Το κτίριο ανασκευάστηκε ριζικά για να μπορέσει να αποκτήσει μοντέρνα εικόνα και να είναι σε θέση να υποστηρίξει τις ανάγκες του ξενοδοχείου.

    Αυτό το κτίριο με τον καιρό έγινε συνώνυμο του ιδιοκτήτη του: ονομάστηκε «μέγαρο Παυλίδη». Έτσι το ήξεραν για χρόνια οι Αθηναίοι, έτσι το ονόμαζαν όταν έδιναν τα ραντεβού τους. Έχει περάσει πολλά αυτό το κτίριο. Αν είχε στόμα να μιλήσει θα μπορούσε να διηγηθεί όλη τη σύγχρονη ιστορία της πρωτεύουσας. Γνώρισε πιένες, μεγαλεία, την επίταξη από τους ναζί, την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά και τις μάχες σώμα με σώμα στο κέντρο της Αθήνας.

    Όταν πέθανε ο Παυλίδης, το 1986, η εταιρεία πέρασε σε ξένα συμφέροντα και το κτίριο δόθηκε για άλλη χρήση. Φιλοξένησε τα κεντρικά γραφεία της Εγνατίας Τράπεζας, και στη συνέχεια στέγασε το κέντρο φιλοτελισμού των Ελληνικών Ταχυδρομείων. Τα κατοπινά χρώμα έστεκε έρημο αναζητώντας το νέο του ιδιοκτήτη.

    Φαίνεται πως αυτή τη φορά κάτι καλό γίνεται. Κάτι που μπορεί να δώσει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στο κέντρο της πόλης που τα τελευταία χρόνια αρχίζει να κινείται σε διαφορετικούς ρυθμούς από ό,τι ξέραμε στα πρώτα χρόνια της κρίσης. Το ξενοδοχείο Blend είναι το επόμενο μεγάλο «βήμα» του Μεγάρου Παυλίδη καταυγάζοντας με τα φώτα του την περιοχή.

    Όλα τα δωμάτια έχουν θέα το αστικό τοπίο, ενώ οι σουίτες, ανάλογα με τον τύπο τους, προσφέρουν μοναδική θέα σε Λυκαβηττό, Φιλοπάππου, Ακρόπολη και Παρθενώνα.

    Έχουμε να κάνουμε με ένα 4άστερο boutique ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας. Αν αναρωτηθείτε γιατί ένα ακόμη ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας, την απάντηση θα σας την δώσουν οι ολοένα αυξανόμενες ροές τουριστών που καταφτάνουν στη χώρα μας από την άνοιξη και μετά. Θα έλεγε κανείς πως η ζήτηση είναι τόσο μεγάλη που θα χρειαστούν κι άλλες ξενοδοχειακές μονάδες -υψηλών προδιαγραφών- για να την καλύψουν.

    Το κτίριο, φυσικά, ανασκευάστηκε ριζικά για να μπορέσει να αποκτήσει μοντέρνα εικόνα και να είναι σε θέση να υποστηρίξει τις ανάγκες του ξενοδοχείου. Κάπως έτσι μετατράπηκε στο σημερινό Blend, ένα ξενοδοχείο 24 δωματίων με 59 κλίνες.

    Το lobby είναι αρκετά φωτεινό και «καθαρογραμμένο».

    Αυτό που σηματοδοτεί το Blend, και το διαπιστώνεις διά γυμνού οφθαλμού, είναι η σύμπλευση της vitage αισθητικής με την ευρωπαϊκή αισθητική. Δείχνει να πατάει στο χθες και ταυτόχρονα να είναι σημερινό. Εκπέμπει μια εξωστρέφεια – σαν να θέλει να ενώσει τις σκορπισμένες τελείες της πόλης. Και είναι πολλές! Ειδικά στην πλατεία Αγίας Ειρήνης, δίπλα στη «Χρυσοσπηλιώτισσα», εκεί που το κέντρο της πόλης πάλλεται, ο επισκέπτης του Blend θα έχει τη δυνατότητα θα πάρει τα vibes από πρώτο χέρι.

    Ολα τα δωμάτια έχουν θέα το αστικό τοπίο, ενώ οι σουίτες, ανάλογα με τον τύπο τους, προσφέρουν μοναδική θέα σε Λυκαβηττό, Φιλοπάππου, Ακρόπολη και Παρθενώνα.

    Το έργο της ανάπλασης και αναδιαμόρφωσης του μεγάρου ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Αλέξανδρος Αθανασιάδης σε συνεργασία με την Aeter Architects και θα πρέπει να τους πιστωθεί το γεγονός ότι σεβάστηκαν την ιστορία του που έρχεται από τον 19ο αιώνα και διατήρησαν ανέπαφη την πρόσοψή του. Το μόνο που έκαναν ήταν να επέμβουν χρωματικά επιλέγοντας έναν ανατρεπτικό συνδυασμό ροζ-μπλε που υπογραμμίζει τον feelgood χαρακτήρα του ξενοδοχείου και αναβιώνει με σύγχρονη οπτική τον εμβληματικό αθηναϊκό μοντερνισμό.

    Οι αρχιτέκτονες επέλεξαν μια vintage αισθητική που όμως κλείνει και το μάτι στον ευρωπαϊκό μοντερνισμό.

    Το εσωτερικό ανακατασκευάστηκε σε κάθε του λεπτομέρεια, με κύρια γραμμή το νεο-ρετρό ύφος και πολλά σκανδιναβικά στοιχεία design: ένα blend νέου-παλιού, διάχυτο σε κάθε λεπτομέρεια. Οσο για το εσωτερικό διαρθρώνεται ως εξής: υπάρχουν 25 blendrooms  (design δωμάτια και σουίτες, με επιμέρους ονόματα όπως Happy Me, Oh So Cosy, Lovey Dovey, Luxe Together και Mr. President), όλα σε μίνιμαλ ύφος, έξυπνες στυλιστικές ανατροπές και πρακτικές λεπτομέρειες μοναδικά σχεδιασμένες για το ξενοδοχείο.

    Επίσης, όλα τα δωμάτια έχουν θέα το αστικό τοπίο, ενώ οι σουίτες, ανάλογα με τον τύπο τους, προσφέρουν μοναδική θέα σε Λυκαβηττό, Φιλοπάππου, Ακρόπολη και Παρθενώνα. Τα δωμάτια είναι pet-friendly, non-smoking, διαθέτουν ηχομόνωση, κλιματισμό, ελεύθερο WiFi και smart TV, υπάρχει πρόβλεψη για παιδική κούνια και δυνατότητα χρήσης AMEA, ενώ στον ημιόροφο υπάρχουν και 2 διαθέσιμα laptops για business χρήση.

    Σημείο συνάντησης αναμένεται να είναι και το εστιατόριο του ξενοδοχείου, το «Folk».

    Αυτό που δεν γίνεται να μην επισημανθεί είναι το εστιατόριο του Blend. Θα πει κανείς: τίποτα το ιδιαίτερο. Κάθε ξενοδοχείο διαθέτει εστιατόριο για να καλύψει τους πελάτες του. Μόνο στην περίπτωση του «Folk», οι πύλες ανοίγουν και για εκείνος που δεν διαμένουν στο ξενοδοχείο. Μπορεί να το «χρησιμοποιήσει» ο οποιοσδήποτε – και φυσικά οι πελάτες.

    Το Folk δημιουργεί “West Coast” γεύσεις με βάση τα φρέσκα παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα.

    Το μενού το έχει αναλάβει η ομάδα του Different Beast. Άρα, έχουμε να κάνουμε με μενού που διερευνά πολλές δυνατότητες και υφές και με κάποιο τρόπο τις ενοποιεί σε ένα «όλον». Επίσης, το Folk δημιουργεί “West Coast” γεύσεις με βάση τα φρέσκα παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα – προτείνοντας ένα απροσδόκητο blend από υγιεινές και εθιστικά νόστιμες επιλογές, από νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ

    // ΙΝFO

    BLEND HOTEL
    Βύσσης 2 και Αιόλου, 105 51, Aθήνα.

    T: +30 21 0322 1552
    E: [email protected]

    www.blendhotel.gr

     

    Διαβάστε ακόμα: Μπήκαμε στο επικό Ergon House – Και εστιατόριο, και μανάβικο, και ξενοδοχείο, και πολλά ακόμα!

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top