Η σκηνή της ομάδας στην κατασκήνωση βάσης στο Έβερεστ , 5.370 μ. photo: Βασίλης Οικονόμου

    Η σκηνή της ομάδας στην κατασκήνωση βάσης στο Έβερεστ, 5.370 μ. Φωτογραφία: Βασίλης Οικονόμου

    Ο Νίκος Μαγγίτσης έμαθε από μικρό παιδί να κοιτάζει ψηλά. Ένιωθε το βουνό σαν μοίρα, ήδη από τότε που με τον πατέρα του έφευγαν από το Βόλο για να σκαρφαλώσουν στις χιονισμένες κορυφές του Πηλίου. Συνεπαρμένος από τη μαγεία του ύψους, κάτι μέσα του τον έσπρωχνε να σκαρφαλώνει όλο και ψηλότερα. Περνώντας το 1987 στη Γυμναστική Ακαδημία, βρήκε στην προπονητική στοιχεία που θα μπορούσε στο μέλλον να εφαρμόσει σε αυτό που του «έκαιγε» τα σωθικά: στην αναρρίχηση. Σχεδιάζοντας ήδη μέσα του το δύσκολο δρόμο για την κορυφή. Ήταν ένα μυστικό που δεν μοιράστηκε με κανένα.

    Ο μεγάλος ίλιγγος ξεκίνησε το 1994, όταν, μαζί με τρία ακόμη παιδιά από την Αγριά, αποφάσισε να πάει στην  Τανζανία, με στόχο την κατάκτηση των 6.000 μέτρων του Κιλιμάντζαρο. «Ήταν η πρώτη αποστολή που έκαναν Βολιώτες ορειβάτες εκτός Ευρώπης. Δεν μας σταματούσε τίποτα. Όσο κι αν οι  “ορειβαταράδες” της πόλης μας έλεγαν ότι θα μας φέρουν πίσω μέσα σε φέρετρα».

    «Από το 2003, που έβαλα σκοπό της ζωής μου να κάνω τις 7 Κορυφές, αυτό είχα συνέχεια στο μυαλό μου: Ότι θα ήμουν ο πρώτος  Έλληνας που θα το κατόρθωνε. Δεν μου αρέσει να έρχομαι δεύτερος».

    Μια τρομερή χιονοθύελλα τους καθήλωσε για αρκετές ώρες λίγο πριν από την κορυφή. «Η θερμοκρασία ήταν στους -18βαθμούς Κελσίου και η ταχύτητα του ανέμου στα 60 χλμ. την ώρα. Και δεν έβλεπες σχεδόν τίποτα απ’ το χιόνι». Η λέξη «επιστροφή» πέρασε στιγμιαία απ’ το μυαλό. Ως αρχηγός της αποστολής, ο Μαγγίτσης δεν μάσησε τα λόγια του: «Ή θα ανεβούμε ή θα μας κατεβάσουν ξαπλωτούς όλους μαζί». Tο team spirit επιβραβεύτηκe με τη συγκλονιστική θέα από το Μαβέντσι, μια κορυφή που έως τότε δεν είχε ανέβει ξανά Έλληνας. Η ομάδα επέστρεψε θριαμβευτικά στην Αγριά. Με ένα από τα τέσσερα μέλη της να έχει κάνει –δίχως ακόμα να το γνωρίζει– το πρώτο του βήμα για τον άθλο των «7 Summits».

    
Φωτο 3. Στον παγετωνικό καταρράκτη Kumbu Ice Fall , στο Έβερεστ  (5.800 μ. υψόμετρο).  photo: Βασίλης Οικονόμου

    Στον παγετωνικό καταρράκτη Kumbu Ice Fall , στο Έβερεστ (5.800 μ. υψόμετρο).
    Φωτογραφία: Βασίλης Οικονόμου

    Με τον ενθουσιασμό της πρώτης μεγάλης επιτυχίας, ο Νίκος Μαγγίτσης συνέχισε τις «αποστολές κορυφής». Ταξίδεψε στην Κένυα, στα Ιμαλάια, στο Εκουαδόρ, στις Άλπεις, στο Βόρειο Πόλο. Για να σταθεί, τον Αύγουστο του 2000, μπροστά στους πρόποδες του Ελμπρούζ, ενός βουνού της Ρωσίας με ύψος 5.645 μέτρα. «Ήταν ένα αξιόλογο, κρύο βουνό. Το επέλεξα στο πλαίσιο της προετοιμασίας μου για την Ανταρκτική, που ήταν ο μεγάλος στόχος μου. Ήθελα να δοκιμάσω υλικά, δυνάμεις και αντοχές, για να δω αν μπορώ να αντεπεξέλθω στις δύσκολες συνθήκες της». Με θερμοκρασία -25 βαθμούς και ένα σωρό παγίδες από τις σχισμές στον παγετώνα, δεν κινδύνεψε καθόλου. Παρότι την προηγούμενη χρονιά κάποιοι ορειβάτες είχαν αφήσει εκεί την τελευταία τους πνοή. Η δεύτερη παγωμένη κορυφή έγινε δική του.

    Ο Αμερικανός σχοινοσύντροφος  του Μαγγίτση, Φίλιπ Ντεζαρντέν, στην κορυφή (6.193 μ.) του Μακ Κίνλεϊ , στην Αλάσκα.

    Η κορυφή (6.193 μ.) του Μακ Κίνλεϊ , στην Αλάσκα.

    Μες στο λευκό πουθενά 

    Ο όρος «7 Summits» –η κατάκτηση της ψηλότερης κορυφής κάθε ηπείρου– τέθηκε για πρώτη φορά το 1980 από τον Ρίτσαρντ Μπας, έναν επιχειρηματία και ερασιτέχνη ορειβάτη που έβαλε ως στόχο να σκαρφαλώσει στην ψηλότερη κορυφή κάθε ηπείρου. Οι κορυφές επιλέχθηκαν με βάση το μοντέλο ηπείρων που χρησιμοποιείται στη Δυτική Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

    Η ιδέα της κατάκτησης των «7 Summits» δεν ήταν του Νίκου Μαγγίτση. Του την έδωσε, το 2003, στην Ανταρκτική, ένας από τους κορυφαίους ορειβάτες του κόσμου, ο Κόνραντ Άνκερ (ο άνθρωπος που ανακάλυψε το πτώμα του Τζορτζ Μάλορι στο Έβερεστ), που συνάντησε τον Έλληνα στην κατάκτηση του Βίνσον, ενός βουνού από πάγο με ύψος 4.897 μέτρα. Είχε προηγηθεί ο Νότιος Πόλος, μια σημαντική πρόκληση, αφού «έως σήμερα δεν έχει φτάσει ως εκεί, πεζός, άλλος Έλληνας». «Από τη στιγμή που βρέθηκα εκεί, θα το έκανα οπωσδήποτε», λέει. Κάπως έτσι το είχε θέσει και ο Έντμουντ Χίλαρι όταν τον ρώτησαν γιατί ανέβηκε στο Έβερεστ: «Μα, επειδή υπάρχει…»

    Στην ανάβαση του Ακονκάγκουα, στα 5.300 μ.

    Ο Νίκος Μαγγίτσης στην ανάβαση του Ακονκάγκουα, στα 5.300 μ.

    Μιλώντας για την κατάκτηση του Βίνσον, παραδέχεται ότι είχε απόλυτη επίγνωση της πρόκλησης. «Οι συνθήκες ήταν πραγματικά ζόρικες: η ταχύτητα του ανέμου 50 μίλια, η θερμοκρασία στους -50 βαθμούς Κελσίου και ο συντελεστής ψύχους (αυτό δηλαδή που νιώθεις στο σώμα) -100». Τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο όταν ο Ρικ Σβάιτσερ, ο Αμερικανός αθλητής με τον οποίο ήταν δεμένοι μαζί, σταματώντας να φτιάξει τα καρφιά των παπουτσιών του στα grampons (οι σιδερένιες σχάρες που οι ορειβάτες φορούν στις μπότες για να καρφώνονται στο χιόνι) γλίστρησε στον πάγο, παρασέρνοντας για περίπου διακόσια μέτρα τον Μαγγίτση πάνω στον σκληρό σαν τσιμέντο πάγο, σε μια πλαγιά με κλίση 40 μοίρες. Όταν το ανεξέλεγκτο σλάλομ σταμάτησε, ο Έλληνας ένιωσε τα καρφιά του παπουτσιού του καρφωμένα στο μηρό. Οι δύο αθλητές, ωστόσο, συνέχισαν απτόητοι προς την παγωμένη κορυφή, μέσα στο λευκό πουθενά. «Μιλάμε για οκτώ ώρες αναρρίχηση πάνω στο γυαλί, δεμένοι με σχοινιά. Αν πέφταμε στην τελική κόψη, πριν από την κορυφή, θα ήμασταν ακόμα θαμμένοι κάτω απ’ τον γαλάζιο πάγο. Εκείνη την ώρα όμως είσαι σαν μέσα σε έκσταση. Το μυαλό σου έχει “κλειδώσει” στην κορυφή». Μετά από υπερπροσπάθεια, η ελληνική σημαία κυμάτισε πάνω στο κρυστάλλινο λευκό του Βίνσον.

    Ο Βέλγος σχοινοσύντροφος του Μαγγίτση, Ντάνι Ντε Μπλοκ, στο Ακονκάγκουα (6.962 μ. υψόμετρο).

    Ο Βέλγος σχοινοσύντροφος του Μαγγίτση, Ντάνι Ντε Μπλοκ, στο Ακονκάγκουα (6.962 μ.).

    Σειρά είχε τώρα το ψηλότερο βουνό των Άνδεων, τα 6.962 μέτρα της κορυφής Ακουνκάγκουα. Φτάνοντας εκεί, από την Ανταρκτική, καταπονημένος σωματικά, άκουσε το γιατρό που τον εξέτασε να του συστήνει επιτακτικά το δρόμο του γυρισμού. «You are almost dead», μου είπε. «Είχα χάσει 18 κιλά». Απτόητος, εκείνος ετοίμασε τον εξοπλισμό του. «Ήμουν εκεί για να κατακτήσω το βουνό», λέει. Ένα βουνό δύσκολο και ύπουλο, στο οποίο είχαν χάσει τη ζωή τους πολλοί αθλητές –ανάμεσά τους και Έλληνες. Μετά από μία περιπετειώδη ανάβαση, ύψωσε την ελληνική σημαία στην κορυφή του. Δικαιούμενος πλέον την ξεκούραση του πολεμιστή, γύρισε στην Ελλάδα έχοντας κάνει τη μεγάλη «νότια τριλογία», Βίνσον-Ακουνκάγκουα-Νότιος Πόλος, μέσα σε 38 μόλις ημέρες. 

    Νίκος Μαγγίτσης και Apa Sherpa στην κορυφή του Έβερεστ (8.850 μ.) στις 17 /5/ 2004, ώρα 05:45.

    Νίκος Μαγγίτσης και Apa Sherpa στην κορυφή του Έβερεστ (8.850 μ.) στις 17 /5/ 2004, ώρα 05:45.

    Η κατάκτηση του Έβερεστ

    Το Έβερεστ, το «βουνό των βουνών», έμοιαζε πλέον γι’ αυτόν ως το δέρας της απόλυτης ηδονής. Ένα δέρας όμως που ένας ορειβάτης, ξεκινώντας, ποτέ δεν ξέρει αν θα επιζήσει για να το φέρει πίσω. Μια περιπέτεια που απαιτεί κάθε δευτερόλεπτο όλες τις αισθήσεις σου, που στο μυαλό σου πρέπει να αποφασίζονται κάθε στιγμή εκατοντάδες πράγματα. Σε μια κατάσταση όμως που «λόγω της έλλειψης οξυγόνου, το κεφάλι αδειάζει…». Πάνω από τα 6.400 μέτρα, ο ανθρώπινος οργανισμός νοσεί, αντιδρώντας με ζαλάδες, υψηλό πυρετό, αϋπνία… Αυτό όμως είναι και το pleasure zone για άνδρες σαν τον Νίκο Μαγγίτση. «Όταν φτάνω στα όριά μου, τότε ακριβώς το απολαμβάνω περισσότερο. Άλλος “τη βρίσκει” να σπάει πιάτα στα μπουζούκια, εμένα το φόρτε μου είναι να είμαι κρεμασμένος από ένα σχοινί στο κενό». Ως μέλος μιας διεθνούς ορειβατικής αποστολής, έμεινε στο Έβερεστ 64 ημέρες με θερμοκρασία στους -25 βαθμούς Κελσίου. Πάτησε την κορυφή των κορυφών μετά από σχεδόν εννέα ώρες, στις 17 Μαΐου 2004, στις 5:45 τα ξημερώματα. Δεν ήταν ωστόσο ο πρώτος Έλληνας που κάρφωσε στο Έβερεστ την ελληνική σημαία. «Ανέβηκαν την προηγούμενη μέρα τα παιδιά της “νότιας ομάδας”, οι Κοτρωνάρος, Βουτυρόπουλος, Αντωνόπουλος, Τσιαντός και Στύλας, και μια μέρα μετά από μένα άλλοι τρεις Έλληνες της “βόρειας ομάδας”, οι Τσιάνος, Αποστολόπουλος, και Αργύρης. Οι πρώτοι ωστόσο είχαν ξεκινήσει για την κορυφή δύο μέρες νωρίτερα. Αν προσπαθούσα να είμαι εγώ πρώτος, μπορεί και να μην ανέβαινα καθόλου, σίγουρα θα έκανα λάθη και θα χαλούσα το ομαδικό πνεύμα». Μαζί με τους υπόλοιπους της ομάδας έμεινε στο απώτατο ύψος του πλανήτη για 45 λεπτά: ένας αιώνας και μαζί ένα τίποτα, μέσα στο πάλλευκο Μηδέν, στην πηχτή μοναξιά της κορυφής των κορυφών.

    «Όταν φτάνω στα όριά μου, τότε ακριβώς το απολαμβάνω περισσότερο. Άλλος “τη βρίσκει” να σπάει πιάτα στα μπουζούκια, εμένα το φόρτε μου είναι να είμαι κρεμασμένος από ένα σχοινί στο κενό».

    Επιστρέφοντας στην Αγριά, παρά τη μεγάλη επιτυχία, ο Μαγγίτσης εξακολουθούσε να ακούει μέσα του το «πουλί» να πετά. Και του έγνεψε καταφατικά. Για το βουνό Μακ Κίνλεϊ στην Αλάσκα, αυτή τη φορά, με ύψος 6.194 μέτρα. Ξεκίνησε την κατάκτησή του τον Ιούνιο του 2005, παρέα με τον Μπιλ Ζάχαρι, έναν από τους πιο δυνατούς ορειβάτες στον κόσμο, και δύο ακόμα (άπειρους) Αμερικανούς, τον Φίλιπ Ντεζαρντέν και τον Τζον Άντριους. Αυτός ωστόσο που κάποια στιγμή έμεινε από δυνάμεις ήταν ο Ζάχαρι. «Στην κατασκήνωση 2, μας είπε ότι δεν άντεχε να ανέβει άλλο και έφυγε. Ήταν ο μόνος που ήξερε το βουνό. Γύρισα τότε στους άλλους δύο και τους είπα: “Μη φοβάστε, εγώ είμαι εδώ. Θα σας οδηγήσω οπωσδήποτε στην κορυφή”». Ξεκίνησαν με πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες και με τη θερμοκρασία πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Συναντώντας μια χιονοθύελλα, έμειναν για 48 ώρες χωμένοι μες στα χιόνια: «Βγαίναμε, ξεθάβαμε τη σκηνή και μπαίναμε πάλι μέσα». Κουβαλώντας πάνω από 60 κιλά σε εφόδια και εξοπλισμό και με τη θερμοκρασία στους -40 βαθμούς Κελσίου, μετά από μια πορεία δεκατεσσάρων «λευκών» ημερών, η ομάδα θα κατορθώσει να δει τους πάγους της Αλάσκας από τα 6.194 μέτρα. Στην κορυφή έπνεε ένας τρομακτικός αέρας και ο συντελεστής ψύχους ήταν στους -50 βαθμούς. Οι τρεις άντρες ωστόσο ένιωθαν μόνο τη χαρά της νίκης.

    Μπάνιο στην κατασκήνωση βάσης, στο Έβερεστ, 5.370 μ.  photo: Βασίλης Οικονόμου

    Μπάνιο στην κατασκήνωση βάσης, στο Έβερεστ, 5.370 μ.
    Φωτογραφία: Βασίλης Οικονόμου

    Στον έβδομο ουρανό

    Έχοντας κατακτήσει τις έξι ψηλότερες κορυφές του κόσμου, το όνειρο πλέον μόλις μια (τροπική αυτή τη φορά) ανάσα μακριά: η ψηλότερη κορυφή της Ωκεανίας, το Κάρστενζ Πίραμιντ, ένα βουνό στην τροπική Παπούα. Ο Έλληνας ορειβάτης και η ομάδα του, ο Ελβετός Ρούπερτ Χάιντερ και ο Βέλγος Ρόμπερτ Χουγκ, στις 17 Μαρτίου 2008 έφτασαν με ελικόπτερο στη βάση του βουνού, σχεδόν αμέσως όμως άρχισαν τα απρόοπτα: αρρωσταίνοντας από τις συνθήκες, ο ντόπιος οδηγός τούς εγκαταλείπει. Με απέναντί του έναν κοφτερό όρθιο βράχο ύψους 800 μέτρων και πίσω τη χιονοθύελλα να πλησιάζει, ο Βολιώτης αθλητής για μια ακόμα φορά αισθάνθηκε τον κίνδυνο να τον ντοπάρει. «Πέρασα 30 ώρες κρεμασμένος στα σχοινιά, σε ύψος 800 μέτρων και μέσα στη χιονοθύελλα. Όταν πια βρέθηκα στην κορυφή, πήρα από το δορυφορικό τηλέφωνο τους δικούς μου στην Αγριά και έβαλα τα κλάματα. Όλοι κάποτε κλαίμε».

    Προπονητής αναρρίχησης και ορεινού τρεξίματος, αλλά και μέλος του Ορειβατικού Συλλόγου Βόλου από το 1984, o Νίκος Μαγγίτσης σήμερα παραδέχεται ότι η καρδιά του, ακόμα και στον ύπνο, συνεχίζει να πετά ψηλά. Σε μια ακόμα, μεγάλη και δύσκολη, κορυφή. Όσο για τον once in a lifetime άθλο του: «Από το 2003, που έβαλα σκοπό της ζωής μου να κάνω τις “7 Κορυφές”, αυτό είχα συνέχεια στο μυαλό μου: Ότι θα ήμουν ο πρώτος Έλληνας που θα το κατόρθωνε. Δεν μου αρέσει να έρχομαι δεύτερος. Μπορεί να ακούγεται εγωιστικό, αλλά έτσι είμαι».

    Νίκος Μαγγίτσης, Όλια Κοντογιάννη και Γιώργος Ράιος στην κορυφή του Κιλιμάντζαρο (5895 μ.).  photo: Βασίλης Οικονόμου

    Νίκος Μαγγίτσης, Όλια Κοντογιάννη και Γιώργος Ράιος στην κορυφή του Κιλιμάντζαρο (5895 μ.).
    Φωτογραφία: Βασίλης Οικονόμου

    ΑΠΟΣΤΟΛΗ «7 SUMMITS»

    Ασία: Έβερεστ, 8.850 μ.

    Νότια Αμερική: Ακονκάγκουα, 6.962 μ.

    Βόρεια Αμερική: Μακ Κίνλεϊ, 6.194 μ.

    Αφρική: Κιλιμάντζαρο, 5.895 μ.

    Ευρώπη: Ελ Μπρους, 5.642 μ.

    Ανταρκτική: Βίνσον, 4.897 μ.

    Ωκεανία: Κάρστενζ, 4.884 μ.

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top