«Αυτή νόμιζα πως θα είναι η τελευταία μου φωτογραφία. Μετά την ενέδρα των ανταρτών περπατάω προς τις γραμμές των καθεστωτικών».

    Τον Μάιο του 2000, μαζί με τον συνάδελφο και καλύτερό μου φίλο, Κερτ Σορκ, μας ανατέθηκε η αποστολή να πάμε στη Σιέρα Λεόνε για να καλύψουμε τις αναταραχές στο εσωτερικό της χώρας. Οι επαναστάτες του RUF είχαν αρχίσει επιθέσεις στις πόλεις, είχαν απαγάγει 500 κυανόκρανους των Ηνωμένων Εθνών και πλησίαζαν στην πρωτεύουσα Φρι Τάουν.

    Στις 24 Μαΐου ξεκινήσαμε να συναντήσουμε μια μονάδα παραστρατιωτικών, που θα επιχειρούσαν να ανακαταλάβουν μια πόλη περίπου 70 χιλιόμετρα βόρεια της Φρι Τάουν, στις περιοχές με τα αδαμαντωρυχεία. Το μέρος ήταν εκτός της εποπτείας του ΟΗΕ, που δεν απομακρυνόταν από τη Φρι Τάουν. Τα μέλη της αποστολής είχαν μοιραστεί σε δυο αυτοκίνητα. Το δικό μας, μια λευκή Mercedes, ήταν μπροστά και ακολουθούσε ένα τζιπ. στο οποίο επέβαινε ο Μιγκέλ Χιλ του Associated Press.

    Προχωρούσαμε στο μοναδικό δρόμο της περιοχής, όταν ξαφνικά είδα τους αντάρτες. Βγήκαν πίσω από τα δέντρα της ζούγκλας, όπου ήταν κρυμμένοι, και άρχισαν να μας πυροβολούν. «Όχι, ρε πούστη, δεν είναι δυνατόν», σκέφτηκα. Αριστερά και δεξιά μου στο αυτοκίνητο είχα δύο στρατιώτες. Ο ένας, ο Μιγκέλ, έφαγε μια σφαίρα στο πρόσωπο, ο άλλος έπαθε αμόκ, πέταξε το όπλο και, πατώντας πάνω μου και στον νεκρό Μιγκέλ, πάλευε να βγει απ’ το παράθυρο. Ο φίλος μου, Κερτ Σορκ (σπουδαίος άνθρωπος και εξαιρετικός ρεπόρτερ, με τον οποίο δουλεύαμε πολύ μαζί) δέχτηκε 4- 5 σφαίρες κι έπεσε νεκρός: κάποιες σταμάτησαν σε αυτόν πριν φτάσουν σε μένα… Ο συνοδηγός, ένας Νοτιοαφρικανός καμεραμάν, είχε φάει μια σφαίρα στο χέρι, ένας άλλος, που καθόταν μπροστά, στο καπό ‒η εμπροσθοφυλακή μας‒ έγινε κιμάς.

    Σιέρα Λεόνε, 2000. Καθεστωτικός πολεμιστής κατά τη διάρκεια μάχης.

    Καθεστωτικός πολεμιστής κατά τη διάρκεια μάχης (Σιέρα Λεόνε, 2000).

    Το αυτοκίνητο, μετά την αρχική επίθεση, συνέχιζε να προχωρεί αργά, βασανιστικά, προς την ενέδρα. Κατάφερα κι έσπρωξα τον φαντάρο που ήταν στα δεξιά μου, πήδηξα από πάνω του και βγήκα απ’ την πόρτα. Ο άλλος είχε φύγει ήδη από το παράθυρο. «Ωραίος στρατός», είπα μέσα μου. Τη στιγμή που βγήκα έξω με τις δύο μηχανές, η μια πιάστηκε στην πόρτα. Την άφησα χωρίς καν να το σκεφτώ και άρχισα να τρέχω. Ο Νοτιοαφρικανός είχε κατέβει ένα-δυο δευτερόλεπτα νωρίτερα. Μπήκε στην ζούγκλα, χάθηκε. Προχωρώντας κι εγώ προς τα εκεί, σκόνταψα πάνω στην κάμερά του ‒ήταν μέσα στα αίματα. «Ωχ, σκοτώθηκε», σκέφτηκα.

    Οι τέσσερις ώρες που ακολούθησαν ήταν εφιαλτικές. Καλύφθηκα με λάσπη κι άρχισα να προχωρώ αργά, αθόρυβα. Έβγαλα τη ζώνη μου, γιατί πιανόταν στα δέντρα, και την έκρυψα. Έφτιαξα ένα χάρτη για το πού ήμουν και προς τα πού κατευθυνόμουν. Αν χανόμουν, θα με έτρωγαν τα θηρία. Ζούγκλα ήταν. Είχα, ωστόσο, πολύ καθαρή σκέψη. Προσπαθούσα να καταλάβω πού είναι η Δύση και πού η Ανατολή, μάταια όμως. Ήταν τόσο πυκνή η βλάστηση, που ο ήλιος δεν περνούσε ανάμεσά της.

    «Ο φίλος μου, Κερτ Σορκ, δέχτηκε 4 – 5 σφαίρες κι έπεσε νεκρός: κάποιες σταμάτησαν σε αυτόν πριν φτάσουν σε μένα…»

    Ο στρατός της Σιέρα Λεόνε μαχόταν σε μια πόλη πέντε χιλιόμετρα πιο πέρα. Ακούγοντας τον χαμό που έγινε, νόμιζαν ότι θα τους αποκόψουν οι αντάρτες και γύρισαν προς τα εμάς. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Άρχισαν να πυροβολούν ακατάπαυστα. Κοίταξα γύρω, ούτε ένα δέντρο να καλυφθώ. «Αυτό ήταν», σκέφτηκα. «Τώρα θα πεθάνω».

    Έχωσα τη μούρη μου στη λάσπη, για να είμαι όσο πιο χαμηλά γίνεται. Οι σφαίρες περνούσαν ξυστά, σχεδόν με ακούμπαγαν. Αν με χτυπούσε το αντιαεροπορικό του στρατού, η σφαίρα θα έμπαινε από το κεφάλι μου και θα έβγαινε απ’ τη φτέρνα μου. Θα πέθαινα από αιμορραγία και θα με έτρωγαν τα θηρία. Από την άλλη, σκέφτηκα, θα είχε ενδιαφέρον να δω πώς είναι να τελειώνεις. Ήμουν προετοιμασμένος για τη στιγμή. Ήξερα πως κάποτε θα ερχόταν.

    Όσο ήμουν χωμένος στο έδαφος, σκεφτόμουν τι θα έκανα αν με πιάσουν. Ήξερα ότι αυτοί οι τύποι ήταν «χασάπηδες». Έκοβαν πόδια και χέρια έως και από μικρά παιδιά. Εγώ θα ήμουν μεζές για αυτούς. Θα μου έκαναν τόσο άγρια πράγματα, που φοβόμουν ότι θα έσπαγα και θα έβαζα τα κλάματα. Δεν το ήθελα με τίποτα. Αποφάσισα πως δεν θα έπεφτα στα χέρια τους. Θα αυτοκτονούσα. Πώς όμως; Το μόνο που είχα πάνω μου ήταν η φωτογραφική μου μηχανή κι ένας χάρτης. «Θα πάρω τη μηχανή και θα αρχίσω να κοπανάω το κεφάλι μου», σκέφτηκα και ‒παρά την τραγικότητα των στιγμών‒ γέλαγα μόνος μου. Έβαλα στην άκρη αυτό το σενάριο. Καλύτερα να ορμήσω σε έναν να του φάω το λαρύγγι, να με πυροβολήσει να τελειώνουμε. Αν, πάλι, δεν προλάβαινε, θα του έπαιρνα το όπλο και θα καθάριζα κόσμο. Αυτό ήταν αδρεναλίνη. Τα μάτια μου, η σκέψη μου, η υπαρξή μου, πετούσαν φωτιές.

    Άκουγα διάφορους θορύβους. Πουλιά, ζώα, ερπετά… Ξαφνικά, πέρασαν δίπλα μου δύο τεράστιες σαρανταποδαρούσες. Δεν είχα ξαναδεί πιο μεγάλες, μιλάμε για τέρατα. «Λες να με τσιμπήσουν, να φωνάξω από τον πόνο και να προδοθώ;», σκέφτηκα με τρόμο. Και τότε, ξαφνικά, ένιωσα να συμφιλιώνομαι μαζί τους. «Οι μόνοι φίλοι μου σε αυτή τη ζούγκλα είναι δύο σαρανταποδαρούσες», είπα μέσα μου. Το θυμάμαι ακόμα πολύ έντονα.

    Βγήκα από την κρυψώνα μου μετά από τρισήμισι ώρες. Γύρισα πίσω, και τα δυο αυτοκίνητα ήταν καμένα. Παντού υπήρχαν κάλυκες ‒ήταν σαν να είχε χιονίσει κάλυκες. Άλλο τίποτα, ούτε καν τα πτώματα. Μια no man’s land, 40 χιλιόμετρα μετά την τελευταία γραμμή των Ηνωμένων Εθνών. Άρχισα, σαν υπνωτισμένος, να περπατάω στη μέση του δρόμου. Σκεφτόμουν πως αν οι κακοί έχουν νικήσει και είναι εκεί που πάω, τέλειωσα. Γύρω στα τρία χιλιόμετρα πιο πέρα τράβηξα φωτογραφία τον εαυτό μου. Αν πεθάνω και βρουν την κάμερα και τις φωτογραφίες, να φτιάξουν την ιστορία μου. Το τελευταίο μου ρεπορτάζ.

    «Ένα χρόνο μετά την επίθεση επέστρεψα στη Σιέρα Λεόνε για την τέλεση μνημόσυνου στη μνήμη του Κερτ και του Μιγκέλ. Αυτό το ερείπιο πίσω είναι ό,τι είχε απομείνει από το αυτοκίνητό μας».

    «Τέλεση μνημόσυνου στη μνήμη του Κερτ και του Μιγκέλ, ένα χρόνο μετά την επίθεση. Αυτό το ερείπιο πίσω είναι ό,τι είχε απομείνει από το αυτοκίνητό μας».

    Όπως βάδιζα, είδα δύο στρατιώτες. Δεν ήξερα αν ήταν «δικοί» μας. Με είδαν κι αυτοί. «Φίλε, είσαι δημοσιογράφος; Έλα μαζί μας». Το αίμα άρχισε να κυλάει ξανά στις φλέβες μου. «Σώθηκα», είπα μέσα μου. Με πήγαν στον καταυλισμό τους. Όλοι έμοιαζαν λιώμα από την κούραση και την ένταση. Σε μια γωνιά ήταν απλωμένα πτώματα. Εκεί ξαναείδα τον Μαρκ, τον Νοτιοαφρικανό. Άρχισε να μου ζητάει συγνώμη που δεν μπόρεσε να με βοηθήσει.

    Οι στρατιώτες στον καταυλισμό ήταν κάτι τύποι που τους βλέπεις και λες «Παναγία μου». Γυμνασμένοι, με τατουάζ, με κόκκινες περούκες. Ο καλύτερος είχε σκοτώσει τη μάνα του, που λένε. Κάποιοι σηκώθηκαν κι άρχισαν να με ακουμπάνε, να δουν αν πράγματι είμαι ζωντανός. «Είσαι μάγος», έλεγαν. Ένας τους με φώναξε «Ράμπο», τον μιμήθηκαν κι άλλοι. Πήγαιναν στα πτώματα, βούταγαν τα χέρια τους στο αίμα και μου έβαζαν στο πρόσωπο. Φρίκαρα. Θεωρούσαν ότι το αίμα των συντρόφων τους θα μου έδινε δύναμη.

    Αργότερα έμαθα πως ο στρατιώτης που είχε βγει από το παράθυρο λεγόταν Rambo Read Goat κι έπειτα από όσα βίωσε εκείνη την ημέρα, έγινε παπάς.

    27 Απριλίου 2000: Ο Γιάννης Μπεχράκης στην τελετή βράβευσής του με το βραβείο των ξένων ανταποκριτών (κάτι σαν το Πούλιτζερ για τους ξένους ανταποκριτές) στη Νέα Υόρκη, μαζί με τον αδελφικό του φίλο Κερτ Σορκ, ο οποίος τον επόμενο μήνα άφησε, δίπλα του, την τελευταία του πνοή στη Σιέρα Λεόνε.

    Μόλις ολοκληρώθηκε η περιπέτεια άρχισε το δύσκολο κομμάτι. Ο αποχαιρετισμός δύο φίλων. Έφυγα με ένα C 130 μαζί με τα άψυχα σώματα του Μιγκέλ και του Κερτ. Πήγαμε πρώτα από την Βαρκελώνη, για να αφήσουμε το φέρετρο του Μιγκέλ και να γίνει η τελετή ταφής, κι έπειτα εγώ συνέχισα για Ουάσιγκτον όπου, μαζί με την κοπέλα και την οικογένειά του, κάναμε την αποτέφρωση του Κερτ. Μαζί του έβαλα και το GPS που μου είχε κάνει δώρο λίγο πριν πάμε στη Σιέρα Λεόνε για να μην χαθούμε στη ζούγκλα.

    Το Reuters μετά από αυτό ήθελε να με τραβήξει από τις εμπόλεμες ζώνες. Δεν δέχτηκα. Πήρα άδεια για να ηρεμήσω, και σε έξι μήνες έφυγα για Ιερουσαλήμ.

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top