ΑΛΠΕΙΣ 1992 12

    Ο Ηρακλής Μωϋσίδης στη βάση του Obergabelhorn, 4.062μ. «Πριν από το Matterhorn αναρριχηθήκαμε στο Obergabelhorn (που είναι ακριβώς απέναντί του) και στο Rimpfischorn 4.198μ., για να κατανοήσουμε περισσότερο το βουνό και την ορθοπλαγιά», εξηγεί.

    «Από δω και πέρα δεν υπάρχει επιστροφή»

    Ξημερώνοντας η 17η Αυγούστου, παίρνουμε πρωινό λίγα μέτρα μακριά από το καταφύγιο Horli, προφυλαγμένοι από μερικές ξερολιθιές σε ένα πολύ ψυχρό περιβάλλον. Ξέρουμε πως πρέπει να ετοιμαστούμε γρήγορα και να αρχίσουμε την κατάβαση στον παγετώνα πριν αρχίσουν να πέφτουν πέτρες από τον κόσμο που σκαρφαλώνει την κόψη Horli.

    Το χάραμα μάς βρίσκει στο πρώτο βράχινο σκαλοπάτι. Το ξεπερνάμε αλλά εκεί ακριβώς αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες πέτρες. Μια απ’ αυτές πετυχαίνει το κράνος του Παύλου, μια άλλη περνά ξυστά δίπλα μου.

    Αρχίζουμε να τραβερσάρουμε γρήγορα και φτάνουμε στο σημείο όπου ξεκινά η διαδρομή. Τώρα είμαστε σε πιο ασφαλές μέρος, στη βάση της παγωμένης πλαγιάς. Δίνουμε τα χέρια, ευχόμαστε ο ένας στον άλλον να πάνε όλα καλά και ξεκινάμε. Από δω και πέρα, το ξέρουμε, δεν υπάρχει επιστροφή.

    «Το μεταλλικό πιαστράκι από το κραμπόν του Παύλου φεύγει και το ένα τμήμα αιωρείται στο κενό. Οι επόμενες στιγμές θα είναι από τις πιο κρίσιμες της ζωής μου».

    Στο πρώτο τμήμα της διαδρομής ανεβαίνουμε πολλά μέτρα πάγου, οι πρώτες σχοινιές φεύγουν γρήγορα και η ψυχολογία μας τονώνεται. Κραμπόν, πιολέ και παγόβιδες μπαίνουν με πολλή άνεση και ασφάλεια, πάμε πολύ καλά. Οι δυσκολίες αρχίζουν τώρα, που θα πρέπει να τραβερσάρουμε δεξιά σε σπασμένο πεδίο. Οι τραβέρσες, κάθετες πλάκες βράχου καλυμμένες με λεπτό στρώμα πάγου, είναι κάτι που δεν μπορείς να το αποφύγεις και δεν ασφαλίζονται εύκολα.

    Ο Παύλος βρίσκεται ήδη στα πρώτα μέτρα, ο καιρός μέχρι στιγμής είναι σύμμαχος: ηλιόλουστη μέρα με ελάχιστο κρύο και χωρίς αέρα –ό,τι πρέπει για να απολαύσουμε τη μαγεία του σκαρφαλώματος. Όμως να, μας χτυπάει η πρώτη ατυχία: το μεταλλικό πιαστράκι από το κραμπόν του σχοινοσυντρόφου μου φεύγει και το ένα τμήμα, το μπροστινό, αιωρείται στο κενό. Ο Παύλος αμέσως κάνει ρελέ και έρχομαι κοντά του –οι επόμενες στιγμές που θα ακολουθήσουν θα είναι από τις πιο κρίσιμες της ζωής μου.

    ΑΛΠΕΙΣ 1992 10

    Ο Παύλος Τσιαντός οδηγεί πριν από την είσοδο για τη διαγώνιο.

    Έχοντας να διορθώσουμε επειγόντως το πρόβλημα και επειδή δεν είμαστε σε καλό σημείο, αποφασίζουμε να τραβερσάρουμε πιο δεξιά, που φαίνεται ένα πατάρι. Ανταλλάσουμε υλικά κι εγώ αρχίζω να τραβερσάρω. Οι μύτες των κραμπόν ίσα που καρφώνονται στο λεπτό στρώμα πάγου. Απομακρύνομαι πολύ προσεκτικά και αναζητώ σημείο ασφάλισης, κάνω ρελέ. Μέχρι το πατάρι θα χρειαστώ μια ακόμα σχοινιά ώστε να βρεθώ σε ασφαλές σημείο για να μπορέσουμε να διορθώσουμε το πρόβλημα του Παύλου.

    Έχω φύγει αρκετά μέτρα από το ρελέ, το λεπτό στρώμα πάγου δεν μου αρέσει καθόλου, οι επόμενες κινήσεις μου γίνονται με τεράστια προσοχή. Σταματάω και προσπαθώ να στερεωθώ σε αυτόν τον κάθετο τρελό κόσμο. Βρίσκω μια πολύ καλή σχισμή ώστε να βάλω ασφάλεια, πρέπει όμως να βγάλω τα γάντια μου. Βάζω στο στόμα μου τη μια άκρη και την τραβώ, το ένα γάντι είναι χωμένο στο στήθος, τα πιολέ κρέμονται από τους καρπούς μου, πρέπει να βγάλω και το άλλο γάντι… Και τότε ακούγεται το τρίξιμο του λεπτού πάγου, σπάει το μεγαλύτερο κομμάτι που στηρίζομαι και η γη κάτω από τα πόδια μου εξαφανίζεται. Πριν καταλάβω τι γίνεται βρίσκομαι στο κενό φεύγοντας προς τα πίσω.

    Στο πέσιμό μου κάνω ένα μεγάλο εκκρεμές και καταλήγω 20 μέτρα κάτω από τον Παύλο. Το ρελέ μάς κρατάει, έχω παρασύρει μαζί μου πέτρες και νιώθω να πονάω στα γόνατα και τους αγκώνες –ευτυχώς το σακίδιο με προστάτεψε στα πλευρά.
    «Είσαι καλά;» μου φωνάζει ο Παύλος από πάνω.

    Προσπαθώ να σταθεροποιηθώ, έχω γίνει ένα κουβάρι με τα υλικά, είμαι καλά αλλά κάτι μου λείπει από το χέρι. Είναι το ένα μαρτόν, το οποίο έχει εξαφανιστεί κάπου στο βάθος του παγετώνα: ήταν το αγαπημένο μου, το είχε κατασκευάσει ένας φίλος σε κάποιο χυτήριο στη Λάρισα.

    «Το κομμάτι λεπτού πάγου όπου στηρίζομαι σπάει και η γη κάτω από τα πόδια μου εξαφανίζεται. Βρίσκομαι στο κενό φεύγοντας προς τα πίσω».

    Χωρίς κραμπόν ο Παύλος και με ένα μαρτόν εγώ είναι μια τόσο άσχημη εξέλιξη που ακόμα και η επιστροφή μοιάζει πάρα πολύ δύσκολη. Πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και να πάρουμε σωστές αποφάσεις –μόνο ενωμένοι θα βγούμε από αυτό το αδιέξοδο. Και η λύση πρέπει να βρεθεί άμεσα.

    «Γαμώτο τι κάνουμε τώρα;», τον ρωτάω. «Είμαστε καλά, δες πού έχουμε φτάσει, τα τεχνικά μέσα δεν μπορεί να είναι το παν, αύριο θα είμαστε στην κορυφή» μου απαντάει. Κοιτάζω πίσω, έχει δίκιο: ο μόνος –και ο πιο ασφαλής– δρόμος είναι προς την κορυφή. «Είμαι μαζί σου φίλε, συνεχίζουμε, πρέπει να συνεχίσουμε» του λέω.

    Ο Ηρακλής στο πρώτο τμήμα της διαδρομής προς την κορυφή και την πρωτιά.

    Ο Ηρακλής στο πρώτο τμήμα της διαδρομής προς την κορυφή και την πρωτιά.

    Αφού φτιάχνουμε προσωρινά το κραμπόν με ένα κορδονέτο κι εγώ νιώθω καλά, συνεχίζουμε. Ο πρώτος θα ασφάλιζε με το ένα σχοινί και πάνω στο άλλο, που ήταν ελεύθερο, θα έστελνε στον δεύτερο το μαρτόν του. Αυτή η διαδικασία, όπως και το βγάλε βάλε του κραμπόν, μας καθυστερεί πάρα πολύ. Με μεγάλο κόπο φτάνουμε στην είσοδο της «Διαγωνίου», ένα χαρακτηριστικό σημείο της διαδρομής.

    Η ώρα έχει περάσει και είμαστε κουρασμένοι, πρέπει να βρούμε σημείο για το μπιβουάκ (μέρος για διανυκτέρευση).
    Εντοπίζουμε ένα πολύ άβολο πατάρι και, σχεδόν κρεμασμένοι, ασφαλιζόμαστε στο βράχο. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Η παραμικρή κίνηση στον ύπνο μας μπορεί να σημάνει πτώση στο κενό…

    Το ίδιο βράδυ διαπιστώνουμε –δεύτερη ατυχία– πως ξεχάσαμε το γκαζάκι στο μέρος που κοιμηθήκαμε χτες. Άρα, το τσάι, οι σούπες, τα μακαρόνια, όλα όσα έχουμε για φαγητό είναι άχρηστα. Το πιο ανησυχητικό όμως είναι πως δεν έχουμε σχεδόν καθόλου νερό: έχοντας εφησυχάσει ότι θα λιώσουμε πάγο στο μπιβουάκ, έχουμε καταναλώσει το περισσότερο και πλέον μας έχει μείνει μόνο μισό λίτρο στον καθένα. Από φαγητό έχουμε μόνο μια φρατζόλα με μαρμελάδα και μερικά συσκευασμένα γλυκίσματα.

    Η επόμενη μέρα μας βρίσκει κρεμασμένους στο μικρό πατάρι. Τρώμε από μισό σάντουιτς ο καθένας και στο λιγοστό νερό που έχουμε ρίχνουμε μια σκόνη από χυμό. Αποφασίζουμε να κάνουμε οικονομία και όταν διψάμε να καταναλώνουμε όσο πιο πολύ χιόνι γίνεται.

    «Είναι πάρα πολλές οι ιστορίες και οι διηγήσεις παλιών ορειβατών για το τι σημαίνει να σε κλείσει ο καιρός στη Βόρεια ορθοπλαγιά».

    Ο καιρός είναι καλός, ριχνόμαστε στο σκαρφάλωμα. Μια συνεχής εναλλαγή σκληρού πάγου σε λούκια με σαθρά βράχινα σκαλοπάτια.

    Το απόγευμα φτάνουμε σε ένα βράχινο τοίχο, με μια πρώτη εκτίμηση φαίνεται δύσκολος, περίπου 6ου βαθμού δυσκολίας, ο οδηγός που έχουμε μαζί μας γράφει ότι το πιο δύσκολο πέρασμα είναι 4ου βαθμού… Σε πολλά σημεία βρίσκουμε παλιά καρφιά και παρατημένους ιμάντες, σκαρφαλώνουμε τον τοίχο ελπίζοντας να δούμε την κορυφή και την κλίση της διαδρομής να πέφτει. Προς μεγάλη μας απογοήτευση βλέπουμε μόνο λούκια και βράχινα περάσματα.

    Κάνουμε άλλες δυο σχοινιές και το σούρουπο, ευτυχώς, αυτή τη φορά μας βρίσκει σε ένα καλύτερο πατάρι. Στριμωχνόμαστε ο ένας πλάι στον άλλον. Τη νύχτα βλέπουμε σύννεφα να έρχονται από την ιταλική πλευρά, δεν ξέρουμε για την εξέλιξη του καιρού και ανησυχούμε πολύ. Οι ώρες είναι εφιαλτικές, η κούραση και η έλλειψη ενέργειας μας κάνουν να ξυπνάμε κάθε τόσο και να αντικρίζουμε το ίδιο θέαμα. Είναι πάρα πολλές οι ιστορίες και οι διηγήσεις παλιών ορειβατών για το τι σημαίνει να σε κλείσει ο καιρός στη Βόρεια ορθοπλαγιά.

    Στην επόμενη σελίδα: «Μια πανέμορφη κόψη και ένας μεταλλικός σταυρός»

    1  2  3

    1 2 3

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top