Κάτω από τον ήλιο της Βομβάης, 1925.

    Κάτω από τον ήλιο της Βομβάης, 1925.

    Η κίνηση στο αίμα του 

    Η ταυτότητα του «Χιονάνθρωπου» δεν αποκαλύφθηκε ποτέ και το ενδιαφέρον ερώτημα για τον σύγχρονο αναγνώστη των ημερολογίων του Νικόλαου Τομπάζη παραμένει, γιατί ο μεγάλος αυτός Έλληνας, αφού εύλογα δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο να φωτογραφίσει το “θεριό”, δεν φωτογράφισε τουλάχιστον τα ίχνη του πάνω στο χιόνι, τα οποία ο ίδιος περιγράφει. Τέτοιου είδους αναπάντητες απορίες, βεβαίως, προσθέτουν πάντα μυστήριο στο γοητευτικό προφίλ των εξερευνητών και ο Τομπάζης αναμφίβολα υπήρξε ένας από τους γοητευτικότερους τους είδους του.

    Ο Νίκης, όπως ίσως και ο «Χιονάνθρωπος», είναι παιδί του λιονταρίσιου χειμώνα: ένας Έλληνας που γεννήθηκε το 1894 μακριά από την ελληνική λιακάδα, στη λευκή Αγία Πετρούπολη, όπου ο πατέρας του ήταν πρεσβευτής της Ελλάδας στη Ρωσία των Τσάρων. Εκείνες τις μέρες, η εύπορη μπουρζουαζία ζούσε ακόμα στην Αγία Πετρούπολη με όλη την πολυτέλεια και τις ανέσεις που περιγράφει ο Μπόρις Πάστερνακ στο πρώτο μέρος του «Δόκτωρ Ζιβάγκο». Η προεπαναστατική Ρωσία και ειδικά η Αγία Πετρούπολη, ήταν μια κοσμοπολίτικη όαση, ένα βόρειο Παρίσι, για στυλάτους και καλλιεργημένους ανθρώπους σαν τον Ζιβάγκο, τους οποίος στο σημερινό αγγλόφωνο πολιτισμό τούς αποκαλούν απλώς “beautiful people”.

    Παρότι δεν ήταν Ρώσος αριστοκράτης, ο Νίκης γεννήθηκε σε μια εξαιρετικά αριστοκρατική οικογένεια, οι ρίζες της οποίες βρίσκονταν στην Ύδρα – ο ναύαρχος Τομπάζης, ο ξακουστός αγωνιστής του 1821, ήταν προπάππος του. Μετά την Αγία Πετρούπολη, ο ίδιος και η οικογένειά του βρέθηκαν στο Βουκουρέστι, δύο χρόνια μετά το γύρισμα του αιώνα, για να καταλήξουν στην Αθήνα το 1906, όπου ο δεκάχρονος Νίκης πήγε στη σχολή Μακρή, ακονίζοντας τα ελληνικά του, τα οποία μέχρι τότε μιλούσε μόνο στο σπίτι. Αφού υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, προσλήφθηκε από τον τότε πανίσχυρο ελληνικό εμπορικό οίκο Ralli Brothers και το 1916, όσο ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος παρέλυε την Ευρώπη, ο 22χρονος Τομπάζης έφευγε για εκπαίδευση στο Μάντσεστερ.


    Διαβάστε ακόμα: Αδριανός Γολέμης – Ένας Έλληνας στην Ανταρκτική για τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διαστήματος.


    Οι κορυφές του Σκίμ.

    Οι κορυφές του Σκίμ.

    Δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα για τριάντα χρόνια. Την επόμενη χρονιά που η εξέγερση των μπολσεβίκων έβαφε με αίμα τους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης όπου είχε μεγαλώσει ως τα οκτώ του, ο Νίκης διορίστηκε από την εταιρεία του ως ανώτερος υπάλληλος στο κατάστημα της Καλκούτας. Αυτός ο διορισμός ήρθε ως ένα αναπάντεχο μεγάλο λαχείο: μακριά από πολέμους και επαναστάσεις, στην εξωτική Ινδία, ο Τομπάζης θα ξεκινούσε μια νέα ζωή. Η προνομιούχος δουλειά του για τη Ralli Brothers του πρόσφερε αρκετό χρόνο και μεγάλες ετήσιες άδειες, ώστε να μπορέσει να αφοσιωθεί παράλληλα με τη φωτογραφία που είχε ξεκινήσει ως χόμπι στην Ελλάδα όπου, νεαρός, φωτογράφιζε τοπία και αρχαιολογικά μνημεία.

    Την ίδια χρονιά που έφτασε στην Ινδία, γράφτηκε μέλος στο Photographic Society και, έκτοτε, σπάνια πέρασε μέρα που να αποχωριστεί τις φωτογραφικές του μηχανές –μια Box Brownie της Eastman Kodac ήταν η πρώτη του. Πέρα από τις τρεις αποστολές του στα Ιμαλάια, ο Τομπάζης θα όργωνε την Ινδία, απαθανατίζοντας τα τοπία της, τους ανθρώπους και τα έθιμά τους. Έμελλε να περάσει εκεί 26 χρόνια, με μικρά διαλείμματα για διακοπές στην Ευρώπη. Και δεν θα ήταν υπερβολή αν κάποιος έλεγε πως ο Τομπάζης έφτασε στην Ινδία ως μεγαλοϋπάλληλος και έφυγε ως διακεκριμένος φωτογράφος.

    “Η αγάπη για την περιπέτειοα του βουνού, για την κατάκτηση μιας κορυφής, ο πόθος να δω αυτό που κανένας ή λίγοι έχουν δει πριν από μένα, όλα αυτά μου έχουν ασκήσει ακατανίκητη έλξη για τα άγνωστα και παγωμένα οροπέδια του Σικίμ”.

    Ίσως να μην είχε φύγει ποτέ από την Ινδία αν δεν αρρώσταινε η πρώτη του γυναίκα, Δέσποινα Ροδοκανάκη, με την οποία έκανε τα δύο του παιδιά, τον Αλέξανδρο και την Ιωάννα. Όπως μου περιέγραψε ένα πρωί στο γραφείο του στο Μαρούσι ο Αλέξανδρος Τομπάζης, ο διακεκριμένος αρχιτέκτονας, γιος του Νίκη, η ξαφνική αρρώστια της μητέρας του ανάγκασε τον Νικόλαο Τομπάζη να αποφασίσει να πάρει όλη την οικογένεια στην Αγγλία, ώσπου να θεραπευτεί η Δέσποινα. «Πακετάραμε τα πάντα μέσα σε δεκαπέντε μέρες», θυμάται ο Αλέξανδρος Τομπάζης, «και φύγαμε άρον-άρον από την Ινδία με υδροπλάνο. Ήταν ένα μακρύ ταξίδι. Ξεκινήσαμε από το Καράτσι (το οποίο τότε ήταν ακόμα μέρος της Ινδίας), κάναμε μια πρώτη στάση στο Κάιρο και φτάσαμε στην Αγγλία μετά από τρεις μέρες! Ταξιδεύαμε παρέα με αιχμαλώτους πολέμου. Τα θυμάμαι όλα αυτά σαν παράξενη εικόνα. Ήμουν έξι ετών».

    Καθ' οδόν πρός τα βουνά του Σκίμ.

    Καθ’ οδόν προς τα βουνά του Σκιμ.

    Η άφιξη των Τομπάζηδων στην Αγγλία, το 1945, συνέπεσε με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επρόκειτο για μια κακή χρονιά, παρότι ο Χίτλερ είχε ηττηθεί. Η Ευρώπη ήταν ένα απέραντο αχνιστό ερείπιο και, όταν τελικά η Δέσποινα υπέκυψε στην αρρώστια της, μερικούς μήνες αργότερα ο Τομπάζης αποφάσισε, αντί να επιστρέψει με τα παιδιά του στην Ινδία, να γυρίσει στην Ελλάδα. Ήταν μια σημαδιακή επιστροφή. Αυτός ο κοσμοπολίτης και πολυταξιδεμένος οδοιπόρος, παραδόξως, δεν θα ξανάβγαινε ποτέ από την Ελλάδα, όπου το 1947 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τη Βιργινία Μπενάκη.

    Θα ζούσε ως τα 92 του χρόνια στην Αθήνα, δίχως να εκφράσει ουδέποτε ιδιαίτερη επιθυμία να ξαναβρεθεί στους οικείους δρόμους της Καλκούτας ή του Μάντσεστερ ή να δει από κοντά το θαύμα που τότε το έλεγαν Μανχάταν – όπου δεν πήγε ποτέ. «Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που έκανε τον πατέρα μου να σταματήσει τα ταξίδια», μου είπε ο Αλέξανδρος Τομπάζης. «Ίσως είχε ήδη κάνει πολλά στη ζωή του, ίσως τα νέα ενδιαφέρονται που ανακάλυψε στην Ελλάδα του κράτησαν το ενδιαφέρον για το υπόλοιπο της μακράς ζωής του. Πάντως, φαινόταν ικανοποιημένος, αυτάρκης, ήταν πάντα πολυάσχολος και δούλευε ως την τελευταία του μέρα!»

    Πέρα από πολυάσχολος, ο Νικόλαος Τομπάζης ήταν επίσης πολυμήχανος και πολύπλευρος. Η φωτογραφία δεν ήταν το αποκλειστικό πάθος του. Όσοι τον γνώρισαν καλά, έχουν να λένε για το ταλέντο του στην ξυλουργική, την αγάπη του για το ψάρεμα στον ωκεανό και την ανατροφή σκυλιών ράτσας που ειδικά στην Αγγλία ήταν μέρος της ζωής του. Αργότερα απέκτησε και ένα ακόμα πάθος, αυτό για την βιβλιοδεσία, το οποίο κατά κάποιο τρόπο προέκυψε από την πληθώρα των φωτογραφιών του, τις οποίες άρχισε να αρχειοθετεί και να τοποθετεί σε ειδικές θήκες που ο ίδιος κατασκεύαζε και κρατούσε στο φωτογραφικό εργαστήριό του στο Παλαιό Ψυχικό.

    Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Νίκης, που δεν δούλευε πια για την Ralli Brothers, δεν είχε άλλη δουλειά πέρα από τη φωτογραφία. Όπως το τοποθετεί ο Αλέξανδρος Τομπάζης σ’ ένα προλογικό σημείωμα στο λεύκωμα «Νικόλαος Τομπάζης: Ινδίες-Ελλάδα», το οποίο κυκλοφόρησε το 2005, με αφορμή τη μεγάλη ομώνυμη έκθεση στο μουσείο Μπενάκη, «Μετά την Ινδία, ο πατέρας μου, ερχόμενος στην Ελλάδα, βρέθηκε χωρίς επαγγελματική απασχόληση. Δεν πιστεύω ότι είχε σκοπό να γίνει επαγγελματίας φωτογράφος.

    Ξεκινώντας με τις ανασκαφές των Μυκηνών, δημιούργησε ένα πορτφόλιο αρχαιολογικών πορτρέτων-σημείο αναφοράς.΄Οταν πέθανε, το 1986, άφησε πίσω του πάνω από 60.000 φωτογραφίες.

    Δεν θυμάμαι πάντως –όχι ότι συζητούσαμε αυτά τα θέματα– να είπε ποτέ κάτι τέτοιο. Το πάθος του για τη φωτογραφία, το καινούργιο περιβάλλον ή η έλλειψη ενδιαφέροντος για οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα και η ανεξαρτησία που αυτή του πρόσφερε, σε συνδυασμό με την ηλικία του των πενήντα ετών πλέον, αλλά πάνω από όλα ότι του ήταν αδύνατον να μην καταγίνεται με κάτι, τον έσπρωξαν ώστε η ερασιτεχνική του ενασχόληση με τη φωτογραφία να γίνει επαγγελματική».

     

    Στην επόμενη σελίδα: Η έλξη του παρελθόντος.

    1 2 3

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top