Τον Όλυμπο τον λατρεύω και τον θαυμάζω. Είναι εντυπωσιακά όμορφος, με σημαντική ποικιλία βλάστησης και πυκνό δάσος που καλύπτει τις πλαγιές του. Στο δάσος αυτό πέρυσι, για πρώτη φορά μετά το 13ο αι., εμφανίστηκαν και αρκούδες! Είναι βουνό δύσκολο και απρόβλεπτο. Αλλάζει διαθέσεις γρήγορα, θυμώνει και οργίζεται. Ο Δίας που κατοικεί στην κορυφή του, το «Μύτικα», στέλνει κεραυνούς και χαλάζι και τιμωρεί δίχως οίκτο τους άφρονες που, περιφρονώντας τους κινδύνους, διακινδυνεύουν να ανέβουν με κακές καιρικές συνθήκες.
Πολλά βιβλία έχουν γραφτεί για τον Όλυμπο από τότε που οι Ελβετοί Frédéric Boissonnas και Daniel Baud-Bovy, με οδηγό τον Χρήστο Κάκκαλο από το Λιτόχωρο, για πρώτη φορά κατέκτησαν την κορυφή του, τον Αύγουστο του 1913.
Στον Όλυμπο με πήγε πρώτη φορά ο πατέρας μου, ορειβάτης κι αυτός, όταν ήμουν 12 χρόνων. Φτάσαμε στο καταφύγιο του Ζολώτα (το «Σπήλιος Αγαπητός») Αύγουστο μήνα και την άλλη μέρα πήγαμε με οδηγό τον, νεαρό τότε, Ζολώτα μέχρι το Σκολειό. Εκεί μας έπιασε χαλάζι και γυρίσαμε άρον-άρον στο καταφύγιο. Έκτοτε, ξαναγυρνώ συχνά, νιώθοντας πάντα τον ίδιο ενθουσιασμό που ένιωσα και την πρώτη φορά που ανέβηκα (αλλά δεν το κάνω ποτέ αν έχει κακό καιρό).
Το οδοιπορικό – Σεπτέμβριος 2014
Ξύπνησα με την αίσθηση ότι τα χέρια μου έχουν παγώσει. Κοιτάω μέσα στο πυκνό σκοτάδι τους συνοδοιπόρους μου, ξαπλωμένους στις κουκέτες γύρω μου και καλά σκεπασμένους με τις καρό κουβέρτες που μας διέθεσε το καταφύγιο «Δημήτρης Μπουντόλας». Τέσσερις το πρωί έξω και πυκνό σκοτάδι βασιλεύει παντού. Το ορειβατικό καταφύγιο βρίσκεται στις παρειές του Ολύμπου, στη θέση «Σταυρός», στον αμαξητό δρόμο που οδηγεί από το Λιτόχωρο Πιερίας προς την θέση «Πριόνια». Τα παράθυρα του καταφυγίου είναι κλειστά, για να περιορίσουν την παγωνιά της νύχτας. Είμαστε συνολικά καμιά 15αριά νοματαίοι, άντρες – γυναίκες και κοιμόμαστε ανακατεμένοι.
Κάπου-κάπου κάποιος γυρνάει πλευρό στην κουκέτα του, σαστισμένος ίσως από κάποιο παράξενο όνειρο που ήρθε να ταράξει τον ύπνο του. Η κουκέτα στην άξαφνη αυτή κίνηση αντιδρά σαν νά ‘χε μέσα της ζωή και αρχίζει να τρίζει με κακία. Αυτό δημιουργεί έναν πραγματικό σεισμό σ’ αυτόν που κοιμάται από κάτω και τον κάνει να πετάγεται έντρομος, φοβούμενος κάποιον απροειδοποίητο σεισμό. Συνειδητοποιεί γρήγορα πού βρίσκεται και ξαναπέφτει σε βαθύ λήθαργο.
Σηκώνομαι και φοράω τις παντόφλες του καταφυγίου: παλιές πλαστικές καφέ παντόφλες μάρκας Buffalo (οι άνω των σαράντα θα τις θυμούνται). Μια ζωή, στα καταφύγια όλης της χώρας, συναντάς πλαστικές παντόφλες Buffalo, οι οποίες έχουν επιζήσει μόνο σε αυτό το μεγάλο υψόμετρο, αλλά πουθενά αλλού. Όπως ακριβώς ορισμένα απειλούμενα είδη επιβιώνουν σε απόκρυφα σημεία των Ιμαλαϊων. Ο κατασκευαστής τους τόσα χρόνια θα πρέπει να πλούτισε, τουλάχιστον από τους ορειβάτες της ορεινής Ελλάδας. Κατευθύνομαι προς τη σιδερένια πόρτα της εξόδου. Αρχίζει να χαράζει. Κοιτάω έξω. Η κορυφή έχει αρχίσει να διαφαίνεται πέρα, ψηλά.
Ψαύω το γόνατό μου. Εδώ και μέρες με πονάει. Γέρασα, συλλογιέμαι. Ο χόνδρος του γόνατού μου έχει αρχίσει να φθείρεται σαν εξάρτημα παλιού αυτοκινήτου. Ρώτησα τον ορθοπεδικό στον Ευαγγελισμό τι να κάνω. «Να μην πηγαίνεις στα βουνά», απάντησε. «Να μην πας στον Όλυμπο», επέμεινε. «Τι θα γίνει αν σε πιάσει ο πόνος στο γόνατο εκεί πάνω;» Σωστά τα λέει ο γιατρός, αλλά εγώ, άμα καθίσω σαββατιάτικα μέσα, θα πεθάνω από κατάθλιψη. «Θα πάρω αντιφλεγμονώδες», του αντέταξα πεισματικά. Τώρα, όμως, το έχω έγνοια το πόδι μου.
Επιστρέφω στο δωμάτιο που αίφνης έχει ζωντανέψει. Χέρια, πόδια τεντώνονται πάνω στις κουκέτες. Σώματα συστρέφονται, προσπαθώντας να αποσείσουν την πρωινή παγωμένη δροσιά. Ορισμένοι έχουν αρχίσει να κατευθύνονται προς την τουαλέτα, υπακούοντας με ακρίβεια στο πρωινό αυτό κάλεσμα της φύσης. Ήδη, μια μικρή ουρά έχει να αρχίσει να σχηματίζεται. Φορώ τις αρβύλες μου και ντύνομαι καλά. Φέρνω βόλτα το καταφύγιο και κατευθύνομαι στην ανατολική του πλευρά, όπου βρίσκεται το εστιατόριο. Ζητώ από τον «καταφυγιά» ζεστό καφέ φίλτρου και πρωινό με ψωμί και μαρμελάδα. Ένας-ένας οι υπόλοιποι κάνουν την εμφάνισή τους. Μικρές παρέες δημιουργούνται γύρω από ένα ζεστό φλιτζάνι και τα βλέμματα όλα στρέφονται προς τον ανατέλλοντα ήλιο που ξεπροβάλλει πάνω από το Αιγαίο.
Το λεωφορείο που θα μας μεταφέρει στη «Γκορτσιά» (1.125 μ.), στην αρχή δηλαδή του μονοπατιού που οδηγεί στην κορυφή, μας περιμένει. Τα συμπράγκαλά μας συγκεντρώνονται: πολύχρωμα σακίδια μαζί με μπατόν πεζοπορίας και καπέλα. Τα βάζουμε στις μπαγκαζιέρες. Ανταλλάσσουμε πειράγματα. Έχει πλέον ξημερώσει για τα καλά. Στην Γκορτσιά κατεβαίνουμε και ετοιμαζόμαστε. Δένουμε τις αρβύλες μας. Ζωνόμαστε τα σακίδια. Βάζουμε αντηλιακά στα πρόσωπα. Μυρίζει παραλία της Μυκόνου.
Πώς έγινα «Σκούπα»
Η αρχηγός με πλησιάζει. «Μήπως θα ήθελα να είμαι η “Σκούπα”», με ρωτά με προσδοκία; «Σκούπα» αποκαλείται, στη γλώσσα του βουνού, ο τελευταίος ορειβάτης μιας ομάδας που κινείται ανοδικά ή καθοδικά στο βουνό. Η τιμή είναι μεγάλη. Στη «Σκούπα» δίνεται ένας παλιός ασύρματος VHF με τον οποίο θεωρητικά μπορεί να επικοινωνεί με τον αρχηγό που προηγείται, αναφέροντάς του τι συμβαίνει στην ουρά της ομάδας. Συνήθως, ο ασύρματος αυτός δεν δουλεύει και, όταν κατά τύχη δουλεύει, έχει πολύ περιορισμένη εμβέλεια. Έτσι, κάθε φορά που πραγματικά υπάρχει χρεία ασυρμάτου, το εν λόγω VHF δεν «πιάνει» εκείνο του αρχηγού. Το ερώτημα λοιπόν είναι γιατί να υπάρχει αυτός ο ασύρματος, αφού τελικά ποτέ δεν πιάνει; Απάντηση δεν έχω να δώσω. Εικάζω ότι μεταφέρεται για ψυχολογικούς και μόνο λόγους, για να ενσταλάζει δηλαδή θάρρος στους τελευταίους οδοιπόρους ή και να τους φέρνει τύχη.
Δέχομαι πάραυτα το τιμητικό και συνάμα δύσκολο αυτό αξίωμα και χρίζομαι από την αρχηγό ad hoc «Σκούπα». Αρχίζουμε το περπάτημα, ανεβαίνοντας τα σκαλιά του μονοπατιού της Γκορτσιάς και αφήνοντας πίσω το μαντρί που βρίσκεται στην αρχή του μονοπατιού. Το μαντρί αυτό αναδύει εντυπωσιακές και πρωτόγνωρες οσμές που αντιστοιχούν στους τετράποδους και λευκότριχους, βελάζοντες ενοίκους του. Περιβάλλεται από έναν ψηλό ξύλινο φράχτη design -τύπου château για γάμους- που σκοπό έχει να αποκρύπτει από τα όμματα των αλλοδαπών, εξ Εσπερίας ορειβατών, την ελεεινή όψη των ενοίκων του.
Τα σώματά μας ζεσταίνονται πολύ γρήγορα και οι ορειβάτες σταματούν για να «γδυθούν». Βρισκόμαστε πλέον σ’ ένα πυκνό δάσος από οξιές και οδεύουμε προς τη θέση «Μπάρμπα» (υψόμετρο 1.450 μ.). Η ομάδα έχει χωριστεί στα δύο, οι ταχύτεροι προηγούνται, ενώ πίσω έχω μείνω εγώ, η «Σκούπα» δηλαδή, μαζί με μερικούς αργοπορούντες ορειβάτες. Μετά από αρκετή ώρα φτάνουμε στη θέση «Μπάρμπα». Δεν γνωρίζω την ετυμολογία του εύηχου τούτου τοπωνυμίου, αλλά δεν νομίζω να σχετίζεται με τη διάσημη ομώνυμη ηθοποιό που τόσο παράφορα μας έκανε να ονειρευόμαστε στα νιάτα μας, εμάς δηλαδή τους παλιούς.
Ο Σλοβένος ορειβάτης
Εκεί συναντάμε κι έναν Σλοβένο ορειβάτη, αρκετά ευειδή, ο οποίος και αποσπά το θαυμασμό του γυναικείου πληθυσμού της ομάδας. Ο εν λόγω γυναικείος πληθυσμός απευθύνει ερώτημα στην αρχηγό μας: είναι άραγε σωστό να αφήσουμε μόνο και απροστάτευτο τον Σλοβένο ορειβάτη να ανέβει το δύσβατο αυτό βουνό, όταν την ίδια ώρα προσφέρεται άπλετα η θαλπωρή και η ασφάλεια της δικής μας ορειβατικής ομάδας; Η αρχηγός λυγίζει κάτω από τη βαρύτητα των προβληθέντων επιχειρημάτων και πάραυτα καλεί τον Σλοβένο να έρθει μαζί μας. Εκείνος με χαρά αποδέχεται την πρόσκληση.
Τις επόμενες ημέρες θα μας ακολουθεί παντού, με τις γυναίκες κολλημένες πάνω του, όπως οι πεταλίδες κολλάνε πεισματικά στα βράχια του Σαρωνικού. Τον παρατηρώ με έκπληξη: στην πλάτη του φέρει ένα διάτρητο, παλιό, ξεθωριασμένο σακίδιο που κάποτε ήταν χρώματος χακί. Για παγούρι έχει μια ξερή νεροκολοκύθα με νερό που ταλαντεύεται νωχελικά, πέρα-δώθε στο σακίδιο, χάνοντας σε κάθε ταλάντευση λίγο από νερό της. Ο Σλοβένος μού θυμίζει κάπως την περιγραφή των Στυλιτών, οι οποίοι κάποτε κοσμούσαν την έρημο της Συρίας, σύμφωνα με τον Anatole France.
Η ομάδα ξεκινά δυναμικά για το καταφύγιο της «Πετρόστρουγκας» (1.934 μ.), το δεύτερο μεγάλο σταθμό προς τον τελικό προορισμό μας, το Οροπέδιο των Μουσών. Η ταχύτεροι από μας φεύγουν μπροστά και μένω πάλι εγώ ως σκούπα, μαζί με τους ράθυμους τελευταίους. Οι ατέρμονες πολιτικές συζητήσεις και οι συνεχείς παρατηρήσεις για τα κάλλη της πλούσιας φύσης επιβραδύνουν το ρυθμό της ανάβασής μας. Τα πολύχρωμα, αν και συχνά δηλητηριώδη, μανιτάρια αποτελούν καλή δικαιολογία για μια μικρή, impromptu στάση και μερικές ενσταντανέ φωτογραφίες. Ένα ανεξήγητο κρώξιμο αποδημητικού πουλιού δίνει λαβή τόσο για άμεση παύση της ανάβασης όσο και για γοργές εικασίες σχετικά με την εξωτική προέλευση του πτηνού και την ποικιλόχρωμη χώρα καταγωγής του. Ο χρόνος των στάσεων και των παύσεων συσσωρεύεται αμείλικτα, ωσάν το ελληνικό δημόσιο χρέος πάνω από τας κεφαλάς των ατυχών συμπατριωτών μας. Η καθυστέρησή μας είναι πλέον σημαντική.
Ο «Καλόγερος» και η Γαλλίδα
Έτσι, όταν φτάνουμε στην Πετρόστρουγκα, η υπόλοιπη ομάδα έχει ήδη ξεκινήσει για τον τελικό προορισμό, το καταφύγιο δηλαδή «Γιοσός Αποστολίδης» στο Οροπέδιο των Μουσών. Περνάμε μπροστά από υπεραιωνόβια έλατα με τεράστιους κορμούς. Το μονοπάτι ανηφορίζει πλέον προς τα «Σκούρτα», την τοποθεσία από την οποία βλέπεις πλέον τις κορυφές «Μύτικας», «Στεφάνι» και «Καλόγερος», καθώς και την κοιλάδα του Ενιπέα. Κοιτάζω την κορυφή «Καλόγερος» και νοερά αποτίω τιμή σε μια Γαλλίδα που σκοτώθηκε εκεί το 2010.
H Céline Chaubaroux ξεκίνησε μόνη της το Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς από την Καρυά, στη νότια κλιτύ του Ολύμπου, για να ανέβει στο διάσημο αυτό βουνό. Στη διαδρομή συνάντησε έναν βοσκό που προσπάθησε να την αποτρέψει, προειδοποιώντας την για τις κακές καιρικές συνθήκες. Η Céline, όμως, συνέχισε την ανάβαση απτόητη. Είχε, σύμφωνα με τα όσα έγραψαν οι γαλλικές εφημερίδες, μόλις βιώσει μια ερωτική απογοήτευση και γυρνούσε τον κόσμο να βρει παρηγοριά. Εξαφανίστηκε αμέσως μετά την ανάβαση και η γαλλικές Αρχές την αναζητούσαν επί τέσσερα χρόνια. Τελικά, βρέθηκε τη βδομάδα πριν ξεκινήσουμε εμείς, το Σεπτέμβριο του 2014. Τυχαία, από μια άλλη ορειβατική ομάδα, κάτω από την κορυφή, δίπλα στο μονοπάτι. Πρώτα εντόπισαν το ανέπαφο σακίδιο της και, εν συνεχεία, ό,τι απέμενε από το σώμα της.
Περνάμε τα «Σκούρτα» (2.478 μ.) και ατενίζουμε το «Λαιμό» (2.434 μ.) που θα μας οδηγήσει στα ριζά του περάσματος του «Γιόσου Αποστολίδη», το οποίο με τη σειρά του οδηγεί κατευθείαν στο Οροπέδιο των Μουσών. Ο «Λαιμός» είναι μια συνεχής ράχη, η οποία κάτω από ορισμένες καιρικές συνθήκες μπορεί να αποβεί επικίνδυνη. Εκατέρωθεν της ράχης υπάρχουν δύο απότομες πλαγιές. Το καλοκαίρι δεν παρουσιάζουν κάποιο πρόβλημα. Το χειμώνα όμως, όταν φυσάει ο βόρειος άνεμος και το χιόνι παγώνει, ο «Λαιμός» δεν είναι παίξε-γέλασε: μία αναπάντεχη ριπή του ανέμου ή ένα γλίστρημα μπορεί να στείλει τον άτυχο ορειβάτη πολλές εκατοντάδες μέτρα κάτω.
Όμως, ο καιρός είναι καλός και έτσι διασχίζουμε το διάσελο δίχως προβλήματα. Ξεκουραζόμαστε. Ύστερα κινούμαστε προς το «Πέρασμα του Γιόσου» (2.555 μ.). Πρόκειται για ένα «λούκι», ένα σχεδόν κάθετο δηλαδή στενό πέρασμα ανάμεσα στα βράχια, κατά μήκος του οποίου έχει στερεωθεί ένα συρματόσχοινο για την ασφάλεια των ορειβατών. Αν παρ’ ελπίδα κάποιος γλιστρίσει, πέφτει στον γκρεμό. Το ανεβαίνουμε και φτάνουμε επιτέλους στο Οροπέδιο των Μουσών. Προχωράμε προς το καταφύγιο «Γιόσος Αποστολίδης» και βρίσκουμε την υπόλοιπη ομάδα να ξεκουράζεται, παρέα με άλλες ορειβατικές ομάδες απ’ όλη την Ελλάδα.
Υπάρχει τόσος κόσμος στο καταφύγιο που όχι μόνο οι κουκέτες είναι κατειλημμένες αλλά και οι διάδρομοι γεμάτοι ράντζα. Στην είσοδο, ορειβάτες συζητούν και ανταλλάσσουν νέα. Άλλοι πάλι περιμένουν ουρά στην καντίνα για να φάνε. Μερικοί παράτολμοι επισκέπτονται τις δύο μοναχικές εσωτερικές τουαλέτες, ενώ οι δειλοί βγαίνουν έξω στη φύση.
Από την κορυφή στο «διεθνές» καταφύγιο
Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινάμε για την κορυφή και την επιστροφή. Μια πρώτη ομάδα φεύγει νωρίτερα, για να πάει μέχρι την κορυφή από το «Λούκι» που αποτελεί τη δύσκολη πρόσβαση για τον «Μύτικα» (2.916 μ.). Εγώ ξυπνάω με το γόνατο να πονάει πάλι και αποφασίζω να μην ακολουθήσω. Η δική μας ομάδα εκκινεί δυο ώρες αργότερα, για να συναντήσει αυτούς που θα κατεβαίνουν. Μετά από ένα ζεστό ποτήρι καφέ, αφήνουμε το καταφύγιο και πορευόμαστε προς τα «Ζωνάρια», κάτω από την κορυφή «Στεφάνι», που είναι κι αυτά επικίνδυνα το χειμώνα. Πρόκειται για ένα εκτεθειμένο μονοπάτι πάνω από μια απότομη πλαγιά που βλέπει στο Οροπέδιο των Μουσών. Μια ορειχάλκινη πινακίδα στη μέση του μονοπατιού αναφέρει τα ονόματα μιας ομάδας νεαρών ορειβατών που παρασύρθηκαν από χιονοστιβάδα, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, και σκοτώθηκαν. Όλοι.
Από τότε κανείς δεν διασχίζει χειμώνα τα «Ζωνάρια». Όλοι τα παρακάμπτουν, κατεβαίνοντας χαμηλά και ξανανεβαίνοντας προς το «Μύτικα». Διπλός κόπος δηλαδή, αλλά προέχει η ασφάλεια. Τα βράχια του «Μύτικα» μοιάζουν με μεγάλες κολώνες που υψώνονται απότομα, σαν φύλακες άγρυπνοι της κορυφής. Μέσα στο «Λούκι» διακρίνουμε την ομάδα που ανέβηκε -μικρές κουκκίδες πάνω στα βράχια- και που τώρα κατεβαίνει βήμα-βήμα, προσέχοντας που βάζει τα πόδια της. Συναντιόμαστε. Οι δυο ομάδες ενώνονται και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής προς τα «Πριόνια» (1.111 μ.).
Στη μέση της διαδρομής σταματάμε στο καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός» (2.083 μ.), το «διεθνές» καταφύγιο. Κόσμος από όλα τα μέρη του κόσμου είναι μαζεμένος γύρω από τα τραπέζια, πίνοντας καφέδες κι αναψυκτικά και απολαμβάνοντας τον ήλιο. Ο σκύλος του καταφυγίου γαβγίζει, αλλά όχι για τη δική μας άφιξη. Γαβγίζει για τα μουλάρια που μόλις έχουν ανέβει από τα «Πριόνια» φορτωμένα προμήθειες για το καταφύγιο. Παραγγέλνουμε σούπες στην καντίνα και δυναμωμένοι αρχίζουμε να κατηφορίζουμε. Λίγες ώρες αργότερα έχουμε φτάσει στα «Πριόνια», για να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής.
Η «Σκούπα», εγώ, είμαι περήφανος για το ρόλο που επιτέλεσα, αλλά ουδείς κάνει τον κόπο να μου το αναγνωρίσει. Έτσι είναι όλοι οι σιωπηλοί ήρωες: θυσιάζονται για το γενικό καλό και παραμένουν ύστερα διακριτικά μέσα στην αφάνεια.
Διαβάστε ακόμα: Γιώργος-Ιωάννης Τσιάνος, ο πρώτος Έλληνας από την ομάδα της βόρειας διαδρομής που ανέβηκε στο Έβερεστ.