Ο Αχιλλέας Κυριακίδης με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες το 1984 στην Αθήνα. (Φωτογραφία: Ελένη Καλοκύρη).

 

Tout est écrit; il suffit de le lire.
Ζ. -Μ. Λε Κλεζιό.

 

«Ένας άνθρωπος», γράφει ο Μπόρχες στον Επίλογο του Ποιητή «βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του».

Να που μια τόση δα παράγραφος συνιστά τη φαεινότερη αλληγορία για την ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας: κάθε δημιουργός προσπαθεί με το έργο του να εξορκίσει τα ιδιωτικά του δαιμόνια· ή, κάθε δημιουργός (δεν μπορεί παρά να) κατατρύχεται από μια ιδέα που (δεν μπορεί παρά να) είναι έμμονη· ή, κάθε καλλιτεχνική δημιουργία προϋποθέτει, εκπορεύεται από, εκφράζει και επιστρέφει σαν πειθήνιο μπούμερανγκ στους κόλπους της –έμμονης– ιδέας ως ακατάλυτου ποιού του τρόπου αντίληψης του κόσμου.

«Μέσα στον μπορχικό λαβύρινθο τριγυρίζουν σαν στοιχειωμένα τα δευτερογενή Θέματα-Μινώταυροι: η ζωή και ο θάνατος, ο μύθος και η πραγματικότητα, η μνήμη και η λήθη, ο χρόνος».

Η θεματολογία του Μπόρχες εκτείνεται καθέτως, όχι οριζοντίως. Η τεχνοτροπία είναι δαιδαλική: μικροί ή μεγάλοι επάλληλοι λαβύρινθοι που διαφέρουν μεν στις διακλαδώσεις, στις παγίδες, αλλά είναι ομόκεντροι. Οι εμπνεύσεις του δημιουργού μπορούν να γεννήσουν, αναπτυσσόμενες εις βάθος, έναν άπειρο αριθμό ιστοριών, ακριβώς όπως ο λαβύρινθος, για τον παγιδευμένο στα έγκατά του, δείχνει να παραλλάσσει επ’ άπειρον το ίδιο στην ουσία θέμα, την ίδια αίθουσα. Μα τι άλλο είναι ο λαβύρινθος αν όχι ένα σύστημα λίγο-πολύ αυθαίρετων παραλλαγών πάνω σ’ ένα θέμα-κέντρο που ο εμπνευστής του το γνωρίζει πεπερασμένο κι ο ναυαγός στους άπειρους διαδρόμους του το θεωρεί άπειρο;

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες στο μινωικό ανάκτορο της Κνωσού –τον μυθικό λαβύρινθο, σύμφωνα με τις επικρατούσες θεωρίες. Είχε επισκεφθεί την Κρήτη τον Μάιο του 1984 με την ευκαιρία της αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα από τη Φιλοσοφική Σχολή του Ρεθύμνου.

Μέσα σ’ αυτόν τον μπορχικό λαβύρινθο τριγυρίζουν σαν στοιχειωμένα τα δευτερογενή Θέματα-Μινώταυροι: η ζωή και ο θάνατος, ο μύθος και η πραγματικότητα, η μνήμη και η λήθη, ο χρόνος. Ώσπου, σαν τον «ζωγράφο» στην πιο πάνω καταπληκτική αλληγορία, συνειδητοποιούμε σε ποιον κοινό παρονομαστή ανάγονται και ποιο είναι το μικρό και μέγα μήνυμα που σχηματίζουν όλοι αυτοί οι αποσπασματικοί χρησμοί: το σύμπαν είναι μέσα στον καθένα μας· το κουβαλάμε σαν τον αναμενόμενο επίγονο που δεν τον γνωρίζουμε αλλά τον αγαπάμε και τον τρέφουμε με το αίμα μας. Μέσα μας, λοιπόν, ο λαβύρινθος, το μείζον και το έλασσον, το μέρος και το όλον, ο καθρέφτης των αινιγμάτων, το Άλεφ και το βιβλίο από άμμο, η λύση του μυστηρίου που, σαν την Ιθάκη, και μόνο η συνείδηση της ύπαρξής της αρκεί για να δικαιώσει όσους την αναζητούν. […]

«Το σύμπαν είναι μέσα στον καθένα μας· το κουβαλάμε σαν τον αναμενόμενο επίγονο που δεν τον γνωρίζουμε αλλά τον αγαπάμε και τον τρέφουμε με το αίμα μας».

Μοντέρνος ή μεταμοντέρνος; Λογοτέχνης ή φιλόσοφος; (Ο ίδιος θα χλεύαζε τα ερωτήματα, πόσο μάλλον τις τυχόν απαντήσεις.) Ας τολμήσω να πω ότι ο Μπόρχες εκπροσωπεί επάξια τη λογοτεχνία που φιλοσοφεί και όχι, ασφαλώς, τη φιλοσοφία που λογοτεχνίζει. Γι’ αυτό και τα περισσότερα διηγήματά του αποφαίνονται, προτείνουν σκανδαλιστικές απόψεις σε προαιώνια ζητήματα, ενώ τα περισσότερα δοκίμιά του αναρωτιούνται, ταλαντεύονται χαριτόβρυτα, σαν τα πιο γοητευτικά αστυνομικά αινίγματα. Γεγονός είναι, επίσης, ότι τα κείμενα του Μπόρχες προεικάζουν αυτό που ο Τσβετάν Τοντορόφ έμελλε να προσδιορίσει ως αναγκαίο κατηγόρημα της μυθοπλαστικής λογοτεχνίας: το δισταγμό. Ο δισταγμός αυτός προκύπτει από ένα θεμελιώδες διφορούμενο ως προς την ακριβή φύση των γεγονότων που παρατίθενται σε μια φανταστική αφήγηση:

Πραγματικό ή ψευδαισθητικό; Ρεαλιστικό ή συμβολικό; Αντικειμενικό ή υποκειμενικό; Αυτή η θεμελιώδης ασάφεια συγχύζει τον αναγνώστη, που «διστάζει» ανάμεσα στις δυο πιθανές αναγνώσεις και δεν καταφέρνει ποτέ να τις επιλύσει. Χρόνια πριν ο Τοντορόφ διατυπώσει τη θεωρία του, ο Μπόρχες «κέντησε» με αυτή την τεχνική το κατά την ταπεινή μου γνώμη κορυφαίο διήγημά του: «Ο νότος».

Ξαναγυρίζω στο λαβύρινθο εφ’ ω ετάχθην: αν κάτι μου δίδαξε ο Μπόρχες, δεν είναι πώς να βγω από το λαβύρινθο, αλλά πότε (και, κυρίως, πώς) να παραδεχτώ ότι χάθηκα.

 

// Απόσπασμα από την «Εισαγωγή του μεταφραστή» (σελ. 11-18) του βιβλίου «Χόρχε Λουίς Μπόρχες – Άπαντα τα Πεζά I». Εισαγωγή, Μετάφραση, Σημειώσεις: Αχιλλέας Κυριακίδης. Εκδόσεις Πατάκη 2013. Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν επίσης –σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη– οι συγκεντρωτικοί τόμοι του Μπόρχες «Άπαντα τα Πεζά II», «Δοκίμια I» και «Δοκίμια II», καθώς και η ανθολογία «Ποιήματα», σε μετάφραση του Δημήτρη Καλοκύρη.

 

Δείτε: Jorge Luis Borges Interview

 

Διαβάστε ακόμα: Χόρχε Λουίς Μπόρχες – «Αγαπητέ μου, είμαστε όλοι μιμητές».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top